Ω ναι, ο Λάνθιμος απομακρύνεται (για τώρα) από τις μεταμοντέρνες – γεμάτες δυστροπία – δυστοπίες του. Ετοιμαστείτε για περουκωμένες Αγγλίδες να μαλλιοτραβιούνται, να φιλιούνται και να αλληλο-δηλητηριάζονται (με λόγια αλλά και δηλητήριο).
Αν βάλετε στο μπλέντερ το Odd Couple (1968), το Bringing Up Baby (1938), αμερικάνικες ρομαντικές sitcom του 1990 (χωρίς laugh track) και μετά ντύσετε τους πάντες με κοστούμια από το Dowton Abbey (2010-2015), τότε θα έχετε μια ιδέα για το The Favourite σε σκηνοθεσία Γιώργου Λάνθιμου και σενάριο Deborah Davis και Tony McNamara που ράγισε τα μονόκλ κριτικών ανά την υφήλιο. Πρόκειται για μια μαύρη κωμωδία που δραματικοποιεί μια Αγγλία του 18ου αιώνα, μιλώντας για τον πόλεμο με τους Γάλλους αλλά δείχνοντας κατά αποκλειστικότητα σαλόνια, χορούς, κυνήγια και επαύλεις: είναι σαν να αφαιρείς το μέρος «Πόλεμος» από το Πόλεμος και Ειρήνη του Τολστόι (προσθέτοντας λίγο έξτρα σεξ).
Τ ο Π α ι χ ν ί δ ι
Είναι αρχές του 18ου αιώνα, η Αγγλία βρίσκεται σε πόλεμο με τη Γαλλία. Η εύθραυστη βασίλισσα Άννα (Olivia Coleman) κάθεται στο θρόνο, με τη στενή της φίλη Λαίδη Σάρα Τσόρτσιλ (Rachel Weisz) να την φροντίζει και να κυβερνά ουσιαστικά στη θέση της. Όταν καταφθάσει η νεαρή υπηρέτρια Άμπιγκεϊλ Μάσαμ (Emma Stone), η χαρισματική και αθώα φύση της θα κερδίσει γρήγορα την εύνοια τόσο της Σάρα όσο και της βασίλισσας. Τότε είναι όμως που θα ξεγυμνωθεί η αδίψαστη φιλοδοξία της Άμπιγκεϊλ, η οποία δε λογαριάζει βασίλισσα, γυναίκα, άντρα ή κουνέλι για να πάρει αυτό που θέλει.
Η Σ κ α κ ι έ ρ α
Αν και η είναι η πρώτη ταινία «εποχής» του, ο Λάνθιμος δε φαίνεται να απασχολείται τόσο με τη σημασία του χώρου ή χρόνου που αιχμαλωτίζουν οι φακοί από τις κάμερές του: εκεί που εστιάζει, για ακόμα μια φορά, είναι οι ανθρώπινοι δεσμοί που σφυρηλατούν τις ανθρώπινες σχέσεις, σχέσεις αγάπης και υποτέλειας, λατρείας και παιδαριώδους μίσους. Μάλιστα, αναρωτιέται κανείς αν επέλεξε να σκηνοθετήσει το έργο επειδή εντόπισε στη σχέση της βασίλισσας Άννας με τη Λαίδη Σάρα και Άμπιγκεϊλ μια ανθρώπινη αλυσίδα καμωμένη με εκείνους ακριβώς τους κρίκους του σεμνού ερωτισμού και της παρανοϊκής θεοποίησης που τόσο αγαπά να αγκιστρώνει στα δικά του πολιτισμικά προϊόντα. Μόνο που σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να εκμεταλλευτεί το ιστορικό πλαίσιο για να προσδώσει μια (εξαιρετικά αποτελεσματική) νότα ρεαλισμού που θα φέρει σε αρμονική ισορροπία τα (Lanthimos™) θεατρικά ξεστρατίσματα του παραλόγου.
Φυσικά, δεδομένης και της ασταθούς ψυχοσύνθεσης της «άτεκνης βασίλισσας», ο Λάνθιμος διαθέτει ήδη τον ιστορικό καμβά πάνω στον οποίο θα απλώσει απλόχερα τις στραβές πινελιές που θα σκιάσουν το ήδη σκοτεινό πορτραίτο μιας βασανισμένης (δη πουδραρισμένης) γυναίκας. Βέβαια, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι το ίδιο ιστορικό πλαίσιο προσφέρει και μια δικαιολογία για περίτεχνα κοστούμια, αφράτες περούκες, μπαρουτο-γεμισμένες πάπιες και φρεσκοκομμένους οφιοειδείς κήπους: μια ευχάριστη ανάπαυλα που δε λειτουργεί απλώς ως κάδρο αλλά υλικό που ενισχύει την πλοκή, ρίχνοντας λαρδί αρνιού στη φλόγα της σουρεαλιστικής τραγωκωμωδίας που γλύφουν οι αμφιβληστροειδείς χιτώνες του κοινού.
Τ α Π ι ό ν ι α
Δεν υπάρχουν ήρωες στο The Favourite, μονάχα σερνάμενοι σκελετοί που οδηγούνται από ένστικτα και αφιλτράριστες, ζωώδες ανάγκες. Όλοι γνωρίζουν πώς να πληγώσουν τους άλλους, κανείς όμως δε γνωρίζει γιατί πληγώνεται ο ίδιος.
Αν και διαθέτουν ορισμένα μονάχα στοιχεία που ο Λάνθιμος ενσταλάζει συνήθως στους χαρακτήρες του (ιδιότροποι, άγαρμποι, ξεδιάντροποι, απρόσβλητοι ή απλώς αμύητοι σε τυπολογικές ευγένειες και ξύλινους καθωσπρεπισμούς), οι τρεις ηρωίδες του The Favourite αραιώνουν την αγαπημένη φόρμουλα αμηχανίας και παραξενιάς με γενναίες δόσεις βροντερού πάθους, ξεσελωμένου μίσους και λυσσασμένης αγάπης. Αλλά και οίκτου και στοργής, και μιας εξάρτησης πρωτεϊκής φύσης που λάμπει άλλοτε ως ερωτική και άλλοτε ως μητρική. Είναι ένα μείγμα που οι γυναίκες του The Favourite νερώνουν με μια προσεκτικά διαλεγμένη οργή: μια μεθοδική και φροντισμένη δολοφονική υπομανία που τρέφεται με ελπίδες εκδίκησης και καρποφορεί άνθη σουβλερής κακίας.
Δεν αποτελούν πλαστικά ανδρείκελα που πλοηγούνται κουρδισμένα και άσκοπα επί σκηνής, παραγεμισμένα με απωθημένα και μελανιασμένη αθωότητα: είναι λες και ο Λάνθιμος θησαύριζε τα συναισθήματα και τα ροδαλά μάγουλα των πραγματικών ανθρώπων από τις υπόλοιπες ταινίες του σε ένα κουτί με τα καλλιγραφικά «Μην το ανοίξετε πριν τα Χριστούγεννα» χαραγμένα πάνω του. Και τα Χριστούγεννα ήρθαν, και ο Λάνθιμος άνοιξε το κουτί και άδειασε ολόκληρο το περιεχόμενό του πάνω στο power trio του, ψεκάζοντας τις αγαπημένες του με λίγη έξτρα αστερόσκονη (ίσως κοκαϊνη). Είναι τόσο ηλεκτρισμένος ο ωμός παροξυσμός συναισθημάτων των ηρωίδων, τόσο μελετημένος στη λεπτή ισορροπία θεατρινισμού και σπαρακτικής οδύνης των κινήσεων, εκφράσεων, και μετά σάλιων λέξεων που φτύνουν (αλλά και ψιθυρίζουν κάτω από σκεπάσματα) οι τρεις μούσες του, που είναι εύκολο να παραβλέψει/λησμονήσει κανείς το υπόλοιπο καστ. Αν λοιπόν οι προηγούμενοι (αγαπημένοι και δοκιμασμένοι ) χαρακτήρες του Λάνθιμου ήταν μηχανοκίνητα μανεκέν που θύμιζαν περισσότερο παιδιά παγιδευμένα σε ενήλικα σώματα, αυτό ήταν επειδή ο ίδιος αφαίμαξε το κόκκινο καύσιμο από τις φλεγματικές τους φλέβες για να στουμπώσει τη Rachel Weisz με 10 λίτρα αγνού οσκαρικού χυμού, πριν την αμολήσει στο σανίδι του The Favourite.
Απέναντι από την αυστηρή, στοργική και δογματική στον έρωτα Weisz (βραβείο BAFTA), βλέπουμε την αθώα, αγνή και γλυκανάλατη Stone, με τις δύο γυναίκες να συγκρούονται σε ένα πολιτικό παιχνίδι εξουσίας για την καρδιά της βραχυκυκλωμένης Colman (βραβείο BAFTA, χρυσή σφαίρα). Η χημεία ανάμεσα στις τρεις πρωταγωνίστριες είναι κάτι παραπάνω από εκπληκτική, με την επικοινωνία τους να θεμελιώνεται σε στακάτο διάλογο, άμεσες κοφτές απαντήσεις, χιούμορ που δεν επιτρέπει αρκετό χρόνο για επεξεργασία, εναλλαγή καλοδιαρθρωμένου λόγου και εκκωφαντικών ξεσπασμάτων ασυναρτησίας. Ειδικά η ερμηνεία της Colman (την οποία είδαμε πριν από λίγο καιρό στο εντελώς διαφορετικό Broadchurch ως αστυνομικό μιας κλειστής τοπικής κοινότητας) κερνάει απλόχερα δερματικά τσουτσουριάσματα, με την ηθοποιό να ανοιγοκλείνει έναν διακόπτη ανάμεσα σε μετριασμένη απάθεια και σαιξπηρική ένταση – ερμηνεία που συμπληρώνει τέλεια η δυναμική, μετρημένη, ήσυχη μα ολότελα κυρίαρχη Weisz, η οποία φαίνεται να έριξε το δέρμα της Τυφλής Γυναίκας από το The Lobster (2015) και να μην κοίταξε πίσω. Αν και η Stone δε φαίνεται να αγγίζει την ίδια ένταση ωμής συναισθηματικής δύναμης, δένει υπέροχα ως το αγκάθι στα πλευρά της σχέσης τους, σκίζοντας το δέρμα απαλά στην αρχή και σφηνώνοντας στο σώμα με απαράμιλλη ισχύ μετά από λίγο, φτάνοντας μέχρι την καρδιά και πίσω.
Τ α Τ ε τ ρ ά γ ω ν α
Ο Λάνθιμος στερεώνει τις κάμερες στο κέντρο, διχοτομώντας τα πλάνα του και τοποθετώντας στη μέση τα σημεία ενδιαφέροντος. Αυτό που μας θυμίζει ξανά και ξανά (ακόμα και στην αραιή ισοπαχής γραμματοσειρά που δίνει στους τίτλους των κεφαλαίων του) είναι το κενό που γεφυρώνει τα αντικείμενα και τους ανθρώπους που χρησιμοποιεί. Τα χρώματα επιλογής του, παρόλο που είναι σκούρα, παραμένουν πλούσια και κορεσμένα, ενώ δε φοβάται να βουτήξει το πινέλο σε κόκκινο του κρασιού και των σωθικών. Η μουσική συνοδεύει με αρπίχορδο, βιολοντσέλο και βιολί τις σκηνές του έργου, προτιμώντας τη μονότονη επανάληψη ενός κομματιού που σταδιακά αποκτά περισσότερες νότες πριν ανατιναχτεί σε ένα κατακλυσμικό κρεσέντο.
Ο ι Κ α ν ό ν ε ς
Τελικά, το έργο μοιάζει λιγότερο με ένα παιχνίδι σκακιού ανάμεσα στη Λαίδη Σάρα και την Άμπιγκεϊλ και περισσότερο με έναν αγώνα: και οι δύο τραβάνε το ίδιο σκοινί, με τη βασίλισσα Άννα να βρίσκεται δεμένη στη μέση. Τα υπονοούμενα, οι δολοπλοκίες, τα παιχνίδια εξουσίας, οι προδοσίες και οι προσποιητές ευγένειες είναι η δύναμη που κάθε γυναίκα βάζει στην προσπάθειά της να σταθεί στο κέντρο και να γίνει η ευνοούμενη, με τα χέρια τους να καίγονται από την τριβή και αυτές να συνεχίζουν να τραβάνε. Μέχρι το τέλος, όμως, θα φανεί ποια τραβά από έρωτα και ποια από μανία. Αυτήν την φορά, η ρομαντικοποίηση του έρωτα που τόσο αγαπά να αποδομεί και να τσαλακώνει ο Λάνθιμος στα έργα του έρχεται αντιμέτωπη με την έννοια της απαραβίαστης και κληρονομικής εξουσίας: μια βασίλισσα μπορεί να σκύψει μπροστά σε μια υπηρέτρια, μπορεί να κάνει τα καπρίτσια μια Λαίδης, στο τέλος, ωστόσο, αυτό που μένει και κυριαρχεί, δεν είναι η αγάπη, ο έρωτας, η εξυπνάδα ή η θέληση – αυτό που βιδώνεται στο χρυσοστόλιστο θρόνο είναι η ίδια η εξουσία, το δικαίωμα άσκησης της δύναμης πάνω σε κάποιον άνευ ορίων ή συμβιβασμών.
Γιατί, στο τέλος, ακόμα και η απειλή της δύναμης έχει δύναμη.
Κείμενο: Νικήτας Διαμαντόπουλος