Ο Κονφορμίστας είναι μια κινηματογραφική παραγωγή του 1970 του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι και βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Μοράβια.
Η πλοκή εκτυλίσσεται γύρω από τη δεκαετία μεταξύ 1930 και 1940, με μερικά φλας-μπακ στο παρελθόν που φτάνουν μέχρι και τον Α’.Π.Π., με κεντρική θεματική της την «ψυχολογία του φασισμού».
Ο κεντρικός ήρωας είναι ο Μαρτσέλο Κλερίτσι (Ζαν-Λουί Τρεντινιάν) γοητευτικός, μορφωμένος και ταλαντούχος – γιος ενός φασίστα, της παλιάς μουσολινικής φρουράς (πλέον εγκλεισμένος σε άσυλο) και μιας εθισμένης στην μορφίνη μητέρας. Αυτός, λοιπόν, ο ιδιαίτερος χαρακτήρας «καλείται» να προσπεράσει τα προσωπικά του ψυχολογικά προβλήματα και να συμμετάσχει σε μια «επιχείρηση εκκαθάρισης» του αντιφασίστα και πρώην καθηγητή του Κουάντρι, o οποίος είχε διαφύγει στην Γαλλία.
Εν τέλει, φέρνει την επιχείρηση «εις πέρας» και ανελίσσεται κοινωνικά, σαν ανταμοιβή για την μακάβρια «αφοσίωσή» του. Όμως, καθώς περνάνε τα χρόνια, η πολιτική κατάσταση στην Ιταλία αλλάζει και έτσι ο Μαρτσέλο αναγκάζεται να βιώσει τις μεταβολές της πτώσης του φασιστικού καθεστώτος.
Μέσα στη θύελλα της κατάρρευσης του ιδιόρρυθμου ολοκληρωτισμού της χώρας του το 1943, ο Μαρτσέλο μένει μετέωρος, αλλά ταυτόχρονα, γίνεται πιο ανήθικος από ποτέ. Έτσι, λοιπόν, δεν διστάζει να εγκαταλείψει αλλά ακόμη και να κατονομάσει, μπρος στο οργισμένο πλήθος που περιφέρεται στους δρόμους, έτοιμο να λιντσάρει όποιον συνεργάτη του καθεστώτος βρει, ακόμη και πρώην συνεργάτες του.
Βέβαια, στο τέλος μένει μόνος, έχοντας προδώσει τα πάντα και τους πάντες για την κοινωνική ανέλιξή του, καταλήγοντας εκεί από όπου είχε ξεκινήσει πριν χρόνια.
Μια ταινία που αναδεικνύει καίρια τη μεταβολή της ανθρώπινης κατάστασης, ιδιαίτερα δε κάτω από την επίδραση οριακών συνθηκών. Εξάλλου, μέσα στη δίνη του Β’.Π.Π., στον οποίον απολήγει η ροή της ταινίας και ο οποίος αποτελεί την οριακότερη στιγμή της, δεν αναφάνηκε μόνο κάποια απλή αντιμαχία ιδεολογιών ή εχθρικών στρατοπέδων, αλλά έγινε ταυτόχρονα κατανοητό για πρώτη φορά, μετά την άνοδο των μη δημοκρατικών καθεστώτων της εποχής, η αποτυχία των σίγουρων λύσεων, μέσα από την εναπόθεση της μοίρας ενός ολόκληρου λαού στα χέρια ενός «απόλυτου ηγέτη», όπως είχε γίνει εκείνη την εποχή σε πολλές χώρες της Ευρώπης.
Η μετάβαση από την μοναρχική απολυταρχία του 19ου αιώνα στον μονοκομματικό ολοκληρωτισμό του 20ου αιώνα τελικά έληξε με την ήττα και του δεύτερου αυτού συστήματος απόλυτης διακυβέρνησης. Είχε καταστεί, εξάλλου, σαφές ότι η προσκόλληση σε ένα τέτοιου είδους καθεστώς ήταν προορισμένη να εκφυλιστεί σε ένα σύνολο σχέσεων εξάρτησης και εξυπηρέτησης συμφερόντων.
Είναι γεγονός, βέβαια, ότι, πέρα από την όποια «ιδεολογική πίστη», η φιλοδοξία και η αλαζονεία ήταν αυτά που παρακινούσαν τότε πολλούς χαρισματικούς ανθρώπους, όπως τον Μαρτσέλο, στο να συνεργαστούν με αυτά τα καθεστώτα.
Καθώς άνθρωποι με τέτοια ψυχικά γνωρίσματα πίστευαν, όντως, ότι με αυτόν τον τρόπο θα ανελίσσονταν γρήγορα και ανώδυνα, χωρίς να υπολογίζουν, όμως, τις βουλές της μοίρας. Ο Μαρτσέλο, βέβαια, εν μέσω των μεταβολών αυτών, καθίσταται ως έναν βαθμό «συμπαθής» και ανθρώπινος, καθώς μέσα από τις όποιες αδυναμίες και μικροπρέπειές του παίρνει την μορφή μιας τραγικής φιγούρας, που πρόκειται να υποστεί τις συνέπειες των πράξεών της, «εξιλεώνοντας» χωρίς να το θέλει τον εαυτό του.
Κλείνοντας, η ταινία αυτή μπορεί να βοηθήσει τον θεατή στο να αντλήσει γενικότερα και ευρύτερα συμπεράσματα, τόσο σχετικά με την τραγικότητα της ανθρώπινης κατάστασης, όσο και σχετικά με τα δοκιμασμένα όρια των ιδεολογιών που ευαγγελίζονται ότι κατέχουν μια οποιαδήποτε «ολοκληρωτική αλήθεια και λύση» για τα, όντως, υπαρκτά προβλήματα που ενυπάρχουν μέσα στην κάθε επί μέρους κοινωνία και τον κόσμο ως ολότητα.
Κείμενο: Γιώργος Δρίτσας (Lavart)