Ο Rene Spitz φώτισε με την έρευνά του τη σημασία που είχε ο Ιδρυματισμός και η μητρική αποστέρηση που αιωρούνταν πάνω από τα κεφάλια των επιστημόνων, στις αρχές του 20ου αιώνα. Η συναισθηματική επένδυση και η ύπαρξη ενός αντικειμένου αγάπης υπερκαλύπτει τη σωματική φροντίδα!
Οι απώλειες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αποτελούν ακόμα αντικείμενο μελέτης και συζήτησης, καθώς άγγιξαν όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Rene Spitz, Αυστροαμερικανός ψυχαναλυτής και ερευνητής, αντλώντας από τα γεγονότα της εποχής, εστίασε την προσοχή του στην απώλεια της πρωταρχικής φροντίδας των βρεφών και την επίδρασή της στο φάσμα της ανάπτυξής τους. Αντικείμενο της μελέτης του αποτέλεσαν βρέφη που είχαν εγκαταλειφθεί σε ορφανοτροφεία και ζούσαν σε συνθήκες ιδρυματοποίησης.
Ο Spitz δεν ήταν ο πρώτος που ασχολήθηκε με τη διαμονή των βρεφών σε ιδρύματα και τις επιπτώσεις της. Τα στοιχεία από ορφανοτροφεία της Ευρώπης, στις αρχές του 20ου αιώνα, ήταν τρομακτικά, καθώς μέχρι και τα ¾ των ορφανών βρεφών πέθαιναν στα δύο πρώτα χρόνια της ζωής τους στο ίδρυμα. Παρατηρούταν, ακόμη, πως τα παιδιά, από το πρώτο έτος και έπειτα, που μεγάλωναν σε συνθήκες ιδρύματος, ανέπτυσσαν αποκλίνοντα ψυχιατρικά χαρακτηριστικά και συμπεριφορές, δεν είχαν τις αναμενόμενες αντιδράσεις σε ερεθίσματα, δεν είχαν κοινωνική συμπεριφορά κ.α.
Η διαφορά κλινικής οπτικής του «Ιδρυματισμου» στις αρχές και τα μέσα του 20ου αιώνα
Ο Spitz χρησιμοποίησε τον όρο του Ιδρυματισμού για να περιγράψει τις πολλαπλές απώλειες σε συναισθηματικό, γνωστικό, σωματικό επίπεδο που «καρπώνεται» ένα μωρό που στερείται την αναγκαία για την επιβίωση μητρική φροντίδα. Η λέξη «Ιδρυματισμός» είχε, ήδη, θέση ανάμεσα στους κύκλους των γιατρών, καθώς τον 19ο αιώνα περιέγραφε τη σηπτική ατμόσφαιρα των νοσοκομείων γενικότερα. Ωστόσο, στα τέλη του 19ου και στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα, ο όρος συνδέθηκε με την υψηλή θνησιμότητα στα βρέφη που διέμεναν στα ιδρύματα και που οι παιδίατροι απέδιδαν στη μετάδοση των μικροβίων από το προσωπικό και τον τρόπο και τις τροφές που λάμβαναν τα μωρά (καθώς μητρικό γάλα δεν υπήρχε). Έτσι, επικεντρώνοντας την προσοχή στον περιορισμό μετάδοσης μικροβίων και την προστασία του σώματος, απομόνωσαν περισσότερο τα βρέφη, φόρεσαν μάσκες στις νοσοκόμες και περιόρισαν τις επισκέψεις των γονέων, δημιουργώντας ένα περιβάλλον πλήρους συναισθηματικής αποστέρησης.
Στη μελέτη του 1945, ο Spitz παρατήρησε 164 βρέφη (130 από δύο διαφορετικά ιδρύματα, ένα ορφανοτροφείο και έναν βρεφικό σταθμό φυλακών, και 34 ως ομάδα ελέγχου από κοινωνικά ανώτερες και κατώτερες οικογένειες) κινηματογραφώντας τη συμπεριφορά τους, με σκοπό να συγκρίνει την αναπτυξιακή καμπύλη που διαγράφουν τα βρέφη ανάλογα με τις συνθήκες ανατροφής στο πρώτο έτος τους. Η επιλογή να βιντεοσκοπηθούν διαδικασίες της έρευνας είναι κάτι που μας άφησε πλούσιο υλικό και για τις μετέπειτα έρευνες, αλλά και επιβεβαίωση των αποτελεσμάτων του, ως απόδειξη μη αμφισβήτησης των παρατηρήσεων του.
Τι παρατήρησε ο Spitz ως προς την ανάπτυξη των βρεφών;
Στους 4 πρώτους μήνες, τα βρέφη από οικογένειες επαγγελματιών, αλλά και τα βρέφη από το ορφανοτροφείο (σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για βρέφη που είχαν μία αρχική επαφή με το πρόσωπο φροντίδας, το οποίο αποχωρίστηκαν στη συνέχεια) είχαν κάνει περισσότερα αναπτυξιακά βήματα σε σχέση με εκείνα που προέρχονταν από φτωχές οικογένειες και εκείνα στον βρεφικό σταθμό των φυλακών (τα οποία είχαν επαφή με το πρώτο πρόσωπο φροντίδας, τις φυλακισμένες μητέρες τους). Ωστόσο, στους 4 τελευταίους μήνες του πρώτου έτους, αυτό που παρατηρήθηκε είναι πως ενώ η καμπύλη της ανάπτυξης παρέμεινε σχεδόν στο ίδιο επίπεδο για τις υπόλοιπες ομάδες, το παιδιά του ορφανοτροφείου παρουσίασαν μία απότομη κάθοδο, εμφανίζοντας συμπτώματα ιδρυματισμού.
Παρά τις άψογες συνθήκες υγιεινής που τηρούνταν στο ορφανοτροφείο, ήταν εκπληκτικό ότι τα βρέφη αυτά εμφάνισαν υπερβολική ευαλωτότητα σε λοιμώξεις και ασθένειες. Επίσης, τα μωρά που επέζησαν και κατάφεραν να φτάσουν σε ηλικία από 1,5 έως 2,5 ετών είχαν σοβαρές αναπτυξιακές και ψυχοκοινωνικές ελλείψεις, μειωμένες ικανότητες αυτοελέγχου και αυτοσυντήρησης, καθώς από τα 26 μόνο τα δύο μπορούσαν να αρθρώσουν δύο λέξεις και να περπατήσουν.
Το χαρακτηριστικό στο οποίο ο Spitz φαίνεται να αποδίδει την απότομη αναπτυξιακή καμπή των βρεφών στο ορφανοτροφείο σε σχέση με την αναπτυξιακή σταθερότητα εκείνων στον σταθμό των φυλακών είναι η επαφή με τη μητρική φιγούρα, η οποία, αν όχι και η πιο υγιής, στις φυλακές υπάρχει σταθερά. Στο ορφανοτροφείο η μητέρα υποκατάστατο είναι το 1/8 της νοσοκόμας για κάθε παιδί. Σε συνδυασμό με το περιβάλλον που έχει παιχνίδια, εύρος οπτικής εξερεύνησης και επαφής με άλλα παιδιά, ελευθερία κίνησης, τα βρέφη των φυλακισμένων είναι πιο ενεργά και κοινωνικά από εκείνα στο ορφανοτροφείο. Συγκρίνοντας τις δύο αυτές εικόνες, υπογραμμίζεται η αναγκαιότητα του πρωταρχικού φροντιστή στο πρώτο έτος ζωής ως προϋπόθεση αρχικά για την επιβίωση και κατ’ επέκταση για την ψυχοκινητική ανάπτυξη.
Ανακλητική κατάθλιψη προερχόμενη από τη μητρική αποστέρηση
Τον επόμενο χρόνο, ο Spitz δημοσιεύει τις παρατηρήσεις ως προς ένα σύνδρομο που παρατήρησε σε βρέφη ιδρύματος 1-1,5 ετών, το οποίο ο ίδιος ονομάζει «ανακλητική κατάθλιψη». Tα βρέφη εμφάνιζαν μία απότομη αλλαγή κοινωνικής συμπεριφοράς. Ενώ προηγουμένως ήταν αρκετά φιλικά και δραστήρια, τώρα, σε διαφορετικό βαθμό και συχνότητα, είχαν μια διαρκή ανησυχία, ένα κλαψούρισμα ως αντίδραση στην αλληλεπίδραση και η έκφρασή τους απέδιδε μία μόνιμη στεναχώρια. Δεν έδειχναν ενδιαφέρον για κοινωνικά ερεθίσματα, απέφευγαν την επαφή με τους ενήλικες ή όταν έστρεψαν το βλέμμα σε αυτούς υπήρχε μία κενότητα και μία αμηχανία ως προς το τι έπρεπε να κάνουν. Δεν αντιδρούσαν σε ερεθίσματα, παρά μετά από πολλή προσπάθεια, κινούνταν αργά και δεν έδειχναν κανένα ενδιαφέρον για τα παιχνίδια που εμφάνιζαν οι ερευνητές. Συν τοις άλλοις, πολλά από αυτά ήταν ελλιποβαρή λόγω της έλλειψης όρεξης, υπέφεραν από διαρκή επαγρύπνηση και αϋπνία.
Ο Spitz παρατήρησε ότι ο κοινός παρονομαστής των βρεφών που ανέπτυσσαν ένα τέτοιο σύνδρομο ήταν πως είχαν όλα αποχωριστεί τη μητέρα τους, είτε μόνιμα, είτε είχαν μία σπάνια επαφή, κάπου μεταξύ των 6-8 μηνών. Στην ουσία, επρόκειτο για μία εκδήλωση θλίψης και πένθους για την απώλεια του αντικειμένου αγάπης που πάρθηκε από το βρέφος. Ανήμπορα να επικοινωνήσουν τον πόνο τους με άλλον τρόπο (λεκτικό), τα βρέφη μετέβαλλαν τον τρόπο αλληλεπίδρασής τους με το περιβάλλον (σε μεγαλύτερες ηλικίες η παιδική κατάθλιψη εκδηλώνεται με τελείως διαφορετικό τρόπο).
Προγνωστικά, αυτό που παρατήρησε ο Spitz και η ομάδα του ήταν πως το σύνδρομο της ανακλητικής κατάθλιψης εξαφανιζόταν με την επαναφορά της μητέρας-του αντικειμένου αγάπης στο βρέφος που γινόταν πιο χαρούμενο, προσεγγίσιμο και κοινωνικό. Φυσικά, η επαναφορά στη φυσιολογική ανάπτυξη μετά την επιστροφή της μητέρας δεν συνεπάγεται σε όλες τις περιπτώσεις και αποφυγή των ψυχοκοινωνικών προβλημάτων που δημιούργησε αυτή η συνθήκη, σε μικρότερο βαθμό. Αντίθετα, αν η κατάσταση αποστέρησης του αντικειμένου αγάπης δεν επανέλθει στους τελευταίους μήνες του πρώτου έτους, το βρέφος οδηγείται σε ψυχικό μαρασμό.
Διαβάστε επίσης:
Το πείραμα με τα marshmallows και η αναβολή της ικανοποίησης
Κείμενο: Λένα Ζετσίδου (Lavart)
Πηγές:
-Rene A. Spitz (1945) Hospitalism, The Psychoanalytic Study of the Child, 1:1,
53-74, DOI: 10.1080/00797308.1945.11823126
-René A. Spitz & Katherine M. Wolf (1946) Anaclitic Depression, The
Psychoanalytic Study of the Child, 2:1, 313-342
– Katharina Rowold (2018), What Do Babies Need to Thrive? Changing Interpretations of ‘Hospitalism’ in an International Context, 1900–1945, Social History of Medicine Vol. 32, No. 4 pp. 799–818
Πηγή εξωφύλλου