Ο ταλαντούχος ερμηνευτής στην πρώτη του συνέντευξη για το 2018 με αφορμή τις επικείμενες εμφανίσεις του στη Θεσσαλονίκη
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Είχες live χθες βράδυ, έτσι δεν είναι;
Γιώργης Χριστοδούλου: Ναι, στο Θησείο. Αντικατέστησα τον Πάνο Μουζουράκη, που θα έκανε μαζί με τη Μαρίζα Ρίζου την αλλαγή του χρόνου στην εκδήλωση του Δήμου. Δεν τα κατάφερε τελευταία στιγμή ο Πάνος κι έτσι πήγα εγώ.
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Οπότε η καινούρια χρονιά σε βρήκε εκεί.
Γιώργης Χριστοδούλου: Με βρήκε τραγουδώντας και ελπίζω να πάει έτσι και όλη η υπόλοιπη.
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Τα περίμενες τα Χριστούγεννα με ενθουσιασμό;
Γιώργης Χριστοδούλου: Ήταν μια δύσκολη χρονιά φέτος και, να σου πω την αλήθεια, ήμουνα λίγο μελαγχολικός. Ο θάνατος της Αρλέτας και η περιπέτειά της όλο εκείνο το διάστημα που ήμουν μαζί της τα επισκίασαν όλα. Όλες οι χαρές που μου έδωσε το «Ο Αττίκ Στο Παρίσι», με τα ταξίδια, τη δεύτερη έκδοση και τα λοιπά. Όμως, βρέθηκε η καλή «νεράιδα» η Μαρίζα, η οποία με κάλεσε στο Θησείο και περάσαμε «ζάχαρη». Έφυγε η χρονιά πολύ όμορφα.
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Με πρόλαβες, πάντως, γιατί ήθελα να σε ρωτήσω αν έχεις περάσει ποτέ τη λεγόμενη «μελαγχολία των εορτών».
Γιώργης Χριστοδούλου: Κοίταξε, σε τόσο μεγάλο βαθμό όχι, αλλά φέτος χωρίς την Αρλέτα μου ήταν αδιανόητο. Είχαμε ξεπεράσει εδώ και πολλά χρόνια το στάδιο της απλής φιλίας. Ήταν μια σχέση που νικούσε και τον πιο ισχυρό δεσμό, που είναι το αίμα. Γίνεται μια σχέση μαμάς και γιου εντός ή εκτός εισαγωγικών, δεν έχει σημασία. Γνωριζόμασταν 31 χρόνια, οπότε καταλαβαίνεις. Ήταν μια περίεργη χρονιά, διότι ενώ συνέβαιναν πολύ ωραία πράγματα, αυτό επισκίασε τα πάντα. Οπότε, ήρθε αυτό το χθεσινό live σαν ένα «δώρο» από τη Μαρίζα.
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Σαν να ξόρκισε λίγο το κακό.
You are currently viewing a placeholder content from YouTube. To access the actual content, click the button below. Please note that doing so will share data with third-party providers.
Γιώργης Χριστοδούλου: Ναι. Ξέρεις, από την άλλη πλευρά, όταν σου συμβαίνει κάτι τέτοιο, βλέπεις ότι υπάρχουν άνθρωποι, φίλοι, οι οποίοι είναι δίπλα σου. Και τίποτα να μην κάνουν – στο κάτω-κάτω δε μπορούν να βοηθήσουν – σου λένε, όμως, «είμαι εδώ, αν με χρειαστείς». Ουσιαστικά, μόνος σου το περνάς.
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Είναι ένα στήριγμα.
Γιώργης Χριστοδούλου: Ας πούμε. Αλαφραίνει απλώς την πτώση. Πρέπει να το περάσεις μόνος σου, να αποδεχθείς την απώλεια. Παρ’ όλα αυτά και το 2017 μου προσέφερε απίστευτα πράγματα, ειδικά με τον «Αττίκ στο Παρίσι». Ήταν ανέλπιστο το πόσο καλά πήγε. Ένας δίσκος τόσο θεματικός, τόσο συγκεκριμένος, σε βιβλίο, που πια οι δίσκοι δεν «πουλάνε», να κάνει δύο εκδόσεις και να πουλήσει 2.000 κομμάτια. Γυρίσαμε όλη την Ελλάδα, βρεθήκαμε στο Φεστιβάλ Αθηνών, στο Βερολίνο, στο Λονδίνο.
(Για την Αρλέτα…) Ήταν μια σχέση που νικούσε και τον πιο ισχυρό δεσμό, που είναι το αίμα. Γίνεται μια σχέση μαμάς και γιου εντός ή εκτός εισαγωγικών, δεν έχει σημασία.
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Και τώρα η νέα χρονιά σε βρίσκει στη Θεσσαλονίκη.
Γιώργης Χριστοδούλου: Και τώρα η Θεσσαλονίκη, που είναι η τελευταία πόλη που πάντα μας αντιστέκεται. Δεν ξέρω γιατί, αλλά δεν πειράζει. (γέλια) Είναι πάντα το τελευταίο «φρούριο» που πέφτει.
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Τι μεγάλο πρόβλημα έχουν πάντα οι καλλιτέχνες με τη Θεσσαλονίκη; Είτε δεν μπορούν να βρουν τον κατάλληλο χώρο για να παρουσιάσουν το έργο τους, που στην Αθήνα γίνεται πιο εύκολα, είτε έχουν προβλήματα επικοινωνιακά. Το έχω ακούσει από πολλούς.
Γιώργης Χριστοδούλου: Ναι, δεν πειράζει. Γι’ αυτό έχει μεγαλύτερη αξία, όταν τα καταφέρεις.
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Το πρόγραμμα που παρουσιάζεις είναι χωρισμένο σε δύο μέρη, αν δεν κάνω λάθος;
Γιώργης Χριστοδούλου: Ναι, ναι. Το πρώτο μέρος της παράστασης είναι το «Ο Αττίκ στο Παρίσι» και το δεύτερο είναι η «Καντάδα», ένας άλλος δίσκος που έκανα το 2015. Το μεν πρώτο αφηγείται τη ζωή και τα τραγούδια του Αττίκ στα χρόνια που έζησε στο Παρίσι, που ήταν πολύ περισσότερα από εκείνα που έζησε στην Ελλάδα. Επίσης, έκανε πολύ μεγαλύτερη καριέρα στο Παρίσι, πράγμα που λίγοι το γνωρίζουν. Και από την άλλη, στο δεύτερο μέρος, είναι τα τραγούδια του Μεσοπολέμου (Σουγιούλ, Ραπίτης κτλ) με τις ιστορίες τους. Το πρωτότυπο που έχει η παράσταση είναι ότι αποκαλύπτονται οι ιστορίες που βρίσκονται πίσω από κάθε τραγούδι.
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Οι οποίες τις περισσότερες φορές έχουν τεράστιο ενδιαφέρον.
Γιώργης Χριστοδούλου: Έχουν πολύ «ζουμί» και μερικές από αυτές είναι πολύ ευχάριστες, πολύ διασκεδαστικές. Σου αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο ακούς μετά το τραγούδι.
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Πολύ ευχάριστες όλες δεν τις λες, βέβαια…
Γιώργος Χριστοδούλου: Είπα «μερικές από αυτές». Υπάρχουν και άλλες που μπορεί να μην έγιναν μέσα από ευχάριστες στιγμές, αλλά – το λέω και στην παράσταση αυτό – όταν ένας άνθρωπος είναι ταλαντούχος και μπορεί να μετατρέψει την πιο δυσάρεστη στιγμή της ζωής του σε τραγούδι ή σε οποιαδήποτε μορφή Τέχνης, δείχνει πόσο ανάγκη την έχουμε την Τέχνη και είναι η πιο θετική στάση ζωής απέναντι στα πράγματα. Παίρνεις κάτι δυσάρεστο και φτιάχνεις ένα αριστούργημα από το τίποτα, με κάτι που θα μπορούσε να σε βγάλει σε άλλους δρόμους. Κι αυτό σε «αναρρώνει», σε ανακουφίζει, σε γιατρεύει. Επειδή δεν τα αγαπάω τα αδιέξοδα, πιστεύω πως αυτή είναι η πιο καλή διέξοδος.
Ο Αττίκ ήταν ένας άνθρωπος-παράσταση
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Είναι αυτή η ικανότητα το στοιχείο που σε εντυπωσιάζει περισσότερο γύρω από την προσωπικότητά του; Το ότι μετουσίωνε τις πίκρες σε τραγούδι;
Γιώργος Χριστοδούλου: Δεν ήταν μόνο πίκρες. Ο Αττίκ έζησε πολύ μεγάλες στιγμές. Ήταν ο πρώτος Έλληνας καλλιτέχνης που έκανε αυτό που λέμε «διεθνή καριέρα», αλλά λίγος κόσμος το γνωρίζει. Τεράστια καριέρα. Μέρα με τη μέρα, μέσα από την έρευνα που έκανα για τρία χρόνια, έβρισκα συνεχώς κι άλλα κι άλλα. Αν πάρεις, ας πούμε, το αρχείο της Figaro και διαβάσεις τι έχει ζήσει και μέχρι πού έχει φτάσει, στην Αμερική, στην Ιαπωνία, σε εποχές που ήταν δύσκολες οι μετακινήσεις, δεν υπήρχαν τα μέσα που έχουμε σήμερα, θα καταλάβεις. Τον έχουν τραγουδήσει οι μεγαλύτεροι Γάλλοι σταρ στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, είχε δισκογραφικά συμβόλαια σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα, έκανε γάμους, είχε τους έρωτές του. Όμως, ήταν και μία περίοδος αβέβαιη, έζησε δύο πολέμους κι όπως κάθε άνθρωπος έτσι κι αυτός πέρασε και δύσκολα. Τις δύσκολες στιγμές του πάντα τις ξεπερνούσε μέσω της μουσικής κι αυτό είναι ένα μάθημα που το υπογραμμίζω και μέσα στην παράσταση.
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Μου είναι πολύ συμπαθής ως προσωπικότητα. Μέσα από τα τραγούδια του μου φαίνεται πως ήταν δοτικός, συνεσταλμένος…
Γιώργης Χριστοδούλου: Συνεσταλμένος; Ακριβώς το αντίθετο. Ήταν από τους πιο εξωστρεφείς ανθρώπους. Όσο περνάνε τα χρόνια, έχουμε την τάση να θεωρούμε ότι η θλίψη και η ταλαιπωρία πάνε μαζί με τη δικαίωση και την αναγνώριση. Όχι, δεν είναι έτσι. Ο Αττίκ ήταν ένας άνθρωπος-παράσταση. Όταν έφευγε τα καλοκαίρια από το Παρίσι και πήγε στα Κύθηρα, στο χωριό της μητέρας του, για όλο το νησί ήταν μια γιορτή. Σου το λέω εκ πείρας, διότι όταν παίξαμε φέτος για δυο βραδιές εκεί, υπήρχε πολύς κόσμος που οι μπαμπάδες ή οι παππούδες τους γνώριζαν τον Αττίκ προσωπικά. Οι κάτοικοι μου έλεγαν αμέτρητες ιστορίες, ότι πήγαινε και κούρδιζε τα πιάνα, ήταν όλα τα σπίτια ανοιχτά για αυτόν, έφερνε από το Παρίσι προβολέα και έκανε για τα παιδιά του νησιού σινεμά στους τοίχους των σπιτιών. Δεν ήταν καθόλου αυτό που έχουμε στο μυαλό μας, του μποέμ καλλιτέχνη, του εσωστρεφούς και απομονωμένου. Είχε ένα αστείρευτο χιούμορ, ήταν κοινωνικός, γλετζές, είχε μια σπιρτάδα και ήξερε να μετατρέπει τα πάντα σε μουσική.
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.
Γιώργης Χριστοδούλου: Ξέρεις, αυτό δεν υπογραμμίζεται πολλές φορές, δεν αφήνουν να φανεί. Και είναι κρίμα. Ήταν ένας τρομερά λαμπερός άνθρωπος ο Αττίκ και στη σκηνή και στη ζωή του. Όλοι οι μετέπειτα συνθέτες «πάτησαν» σε αυτόν.
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Ίσως εάν όλα αυτά γίνονταν είκοσι ή τριάντα χρόνια αργότερα, που τα Μέσα ήταν πιο ανεπτυγμένα, να του έκανε ακόμη μεγαλύτερο καλό. Ίσως όλα όσα κατάφερε να μπορούσε να τα μοιραστεί με ένα πολύ πιο ευρύ κοινό.
Γιώργης Χριστοδούλου: Μη νομίζεις, τα κατάφερε. Απλώς, τα χρόνια περνάνε, τα Μέσα αλλάζουν. Ο Αττίκ ήταν από τους πρώτους που είχαν αφίσα στο Παρίσι στα τελευταία χρόνια της Belle Epoque, δηλαδή γύρω στο 1912. Το να μπει αφίσα σου στον δρόμο ήταν κάτι πάρα πολύ καινούριο, ο πιο σύγχρονος τρόπος διαφήμισης. Έκανε περιοδείες, οι παρτιτούρες του ήταν αριστουργήματα, τα εξώφυλλα μοναδικά, όλα σχεδιασμένα στο χέρι από ζωγράφους, πράγματα τα οποία δεν γίνονται σήμερα τόσο «μερακλίδικα». Φαντάσου ότι τα τραγούδια του, οι παρτιτούρες του, κυκλοφορούσαν σε carte postale με εξαιρετικά λεπτή δουλειά. Ταξίδευαν τα τραγούδια του με κάθε τρόπο.
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Σκέψου τα όλα αυτά πολύ αργότερα, με το ραδιόφωνο και την τηλεόραση.
Γιώργης Χριστοδούλου: Δεν ξέρω εάν θα είχε τόσο μεγάλη τύχη. Ο Αττίκ έκανε το πιο σικάτο πρόγραμμα, καθετί που έκανε ήτανε κομψό. Νομίζω ότι η τηλεόραση σήμερα δεν προσφέρει κομψότητα. Προσφέρει κάτι γρήγορο, εύπεπτο και, ακριβώς επειδή είναι γρήγορο και εύπεπτο, είναι συνήθως και πρόχειρα φτιαγμένο. Δε νομίζω πως θα μπορούσε να συμμετάσχει σε κάτι τέτοιο.
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Σαφώς δεν αναφέρομαι στο σύγχρονο τηλεοπτικό τοπίο. Ίσως τις δεκαετίες του ’60 και του ’70.
Γιώργης Χριστοδούλου: Τότε που ήταν ακόμα «της μόδας» να είσαι καλλιεργημένος. Όμως, σκέψου πως ο Αττίκ είχε ένα σημείωμα που έλεγε «η Μάνδρα έκλεισε μετά από 10 χρόνια λόγω ελλείψεως καλλιεργημένου κοινού». Και είχε δίκιο. Τότε υπήρχε ο πόλεμος και η οικονομική κρίση. Πολλοί λένε «η κρίση γεννά ευκαιρίες». Δεν το πιστεύω και το έχει αποδείξει και η ιστορία. Μετά την κρίση, σαφώς γεννώνται ευκαιρίες, όμως επέρχεται η ύφεση και εκεί βρίσκουν τον τρόπο και έρχονται στην επιφάνεια άνθρωποι που αντιμετωπίζουν τα πράγματα με μία προχειρότητα, που έχουν άλλες βλέψεις, άνθρωποι που θέλουν να εκμεταλλευτούν καταστάσεις. Εν πάση περιπτώσει, δεν βγαίνει πάντα το καλύτερο στην επιφάνεια. Έτσι λοιπόν και τότε χάθηκε ο κόσμος που θα μπορούσε να στηρίξει ένα τέτοιο εγχείρημα.
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Πράγμα το οποίο πιστεύεις ότι στηρίχτηκε στο ότι άλλαξε, ας πούμε, η νοοτροπία του κόσμου ως προς την ψυχαγωγία;
Γιώργης Χριστοδούλου: Ναι. Ο κόσμος έχασε το κέφι του, φοβήθηκε – πολύ κακός σύμβουλος ο φόβος – και βγήκαν στην επιφάνεια οι άνθρωποι που σου περιέγραψα, που έχουν δύναμη, ξέρουν να ελίσσονται και δεν έχουν πάντα καθαρούς σκοπούς.
You are currently viewing a placeholder content from YouTube. To access the actual content, click the button below. Please note that doing so will share data with third-party providers.
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Πόσα χρόνια είπες πώς διήρκησε η έρευνά σου γύρω από τον Αττίκ; Τρία;
Γιώργης Χριστοδούλου: Μάλιστα. Από το 2013 μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2016, που κυκλοφόρησε και ο δίσκος.
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Αυτό που σε παρακίνησε να ασχοληθείς με τον Αττίκ συγκεκριμένα;
Γιώργης Χριστοδούλου: Ε η αγάπη μου γι’ αυτόν. Όμως, η αφορμή ήταν μια παρτιτούρα του που βρήκα τυχαία σε ένα παλιό βιβλιοπωλείο στο Παρίσι. Αγόρασα την παρτιτούρα και μετά ξεκίνησα να βρω τι άλλο υπάρχει.
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Το πρώτο τραγούδι του που άκουσες και σε συνεπήρε το θυμάσαι;
Γιώργης Χριστοδούλου: Ήταν το αγαπημένο τραγούδι της γιαγιάς μου, το «Αν βγουν αλήθεια, όσα νομίζεις παραμύθια». Ήταν από τα πρώτα κομμάτια που έμαθα να τραγουδάω.
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Έχεις σκεφτεί τι θα τον ρωτούσες, αν είχες ποτέ την ευκαιρία; Σε έχει απασχολήσει ποτέ αυτό;
Γιώργης Χριστοδούλου: Βεβαίως, αν και ποτέ δεν βάζω στον εαυτό μου ερωτήματα, τα οποία ξέρω ότι δεν θα πάρω απάντηση. Όμως, κάτι το οποίο με απασχόλησε πολύ ήταν ότι, επειδή τα κομμάτια που έχω στον δίσκο είναι σε πρώτη εκτέλεση, δεν είναι διασκευές ή επανεκτελέσεις, τα λέω εγώ για πρώτη φορά, τι θα έλεγε, άραγε, αν ζούσε σήμερα. Όταν μπήκα στη δισκογραφία το 1998, που ήταν αλλιώς οι συνθήκες και οι δισκογραφικές ακόμη παντοδύναμες, για να τραγουδήσεις μεγάλους συνθέτες έπρεπε να κάνεις άλλα πράγματα, πράγματα «της καριέρας», που εγώ δεν τα έκανα. Δεν είχα, λοιπόν, ποτέ την τύχη να τραγουδήσω μεγάλους συνθέτες. Όταν προέκυψε αυτό με τον Αττίκ, τον κατά την άποψή μου σπουδαιότερο Έλληνα συνθέτη Δυτικής μουσικής, ήταν σαν ένα «δώρο».
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Δύσκολο έργο αυτό.
Γιώργης Χριστοδούλου: Το πιο δύσκολο απ’ όλα ήταν να διαλέξω, γιατί μιλάμε για αριστουργήματα. Βρίσκεις ένα με ωραία μελωδία, δύο, τρία και ξαφνικά έρχεσαι αντιμέτωπος με 260 τραγούδια! Για να καταλήξω στα 11, άφησα απ’ έξω κομμάτια υπέροχα. Έπρεπε να βάλω κομμάτια απ’ όλη του την γκάμα: ορχηστρικά, ξενόγλωσσα, διαφορετικοί ρυθμοί, διαφορετικά στυλ. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Έπρεπε να βάλω κάτι χαρακτηριστικό από όλα και γι’ αυτό θυσίασα κάποια άλλα. Αυτό κι αν ήταν δύσκολο!
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Το αγαπημένο μου είναι νομίζω ο «Χωρισμός».
Γιώργης Χριστοδούλου: Δεν είναι πολύ γνωστό τραγούδι, αλλά είναι πολύ ωραίο.
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Η Δανάη Στρατηγοπούλου το ερμήνευσε.
Γιώργης Χριστοδούλου: Για την ακρίβεια, το συγκεκριμένο το διέσωσε, διότι δεν υπήρχε τυπωμένο σε παρτιτούρα. Απλώς, το θυμόταν και το ηχογράφησε.
Νομίζω ότι, αν αγαπάς πραγματικά τη μουσική, το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να κάνεις όταν είσαι νέος είναι να «τριφτείς» με αυτήν και να την ψάξεις. Να δεις πού θέλεις να είσαι μέσα στη μουσική, ποια είναι η θέση σου.
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Υπήρξαν στιγμές μέσα στην έρευνα που να είπες «αυτό γιατί το λέει;» ή «αυτό πώς το σκέφτηκε;»;
Γιώργης Χριστοδούλου: Πάρα πολλές. Οι μετατροπίες, ας πούμε, που χρησιμοποιεί στις αρμονίες – γιατί ήταν πρωτοπόρος σε αυτό και τσακωνόταν με τους δασκάλους του στο κονσερβατόριο – και άλλα. Και εγώ και ο Χάρης Σταυρακάκης, ο πιανίστας μου, που το φτιάξαμε μαζί, θα θέλαμε να τον ρωτήσουμε πολλά που συχνά τα συζητάμε μεταξύ μας, για τις αλλαγές στη μουσική και τέτοια. Νομίζω, βέβαια, ότι λόγω του χαρακτήρα του, θα μας απαντούσε με χιούμορ. Αυτό τουλάχιστον έχω καταλάβει από την έρευνα και τις συνεντεύξεις του που έχω μελετήσει. Κάτι θα έβρισκε για να μας «πειράξει». Δεν θα έλεγε πράγματα περισπούδαστα, για να φανεί ότι είναι μεγάλος συνθέτης. Σίγουρα.
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Θα μπορούσε να είναι ο μέντοράς σου, εάν ήταν εν ζωή;
Γιώργης Χριστοδούλου: Βαριά λέξη ο «μέντορας». Σίγουρα θα ήταν ένας άνθρωπος από τον οποίο θα μάθαινα πολλά και έμαθα πολλά. Τον μελέτησα και τον μελετάω και θα τον μελετάω όσο ζω καλλιτεχνικά, γιατί είναι αστείρευτος. Από αυτή την έννοια, είναι ήδη μέντοράς μου, όπως ήταν και η Αρλέτα.
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Συνήθως, ένας τρόπος για να ξεκινήσει κανείς τα πρώτα του βήματα στη μουσική θα στείλει κάποιο demo της δουλειάς του σε μια δισκογραφική εταιρεία ή θα δηλώσει συμμετοχή σε κάποιο talent show. Είναι πιστεύεις περιορισμένες οι επιλογές και τι θα πρότεινες εσύ από τα δύο;
Γιώργης Χριστοδούλου: Το βάζεις σε πολύ στενά πλαίσια. Επί της ουσίας, τίποτα από τα δύο. Αυτά είναι πράγματα, τα οποία σαφώς μπορούν να γίνουν, αλλά θα τα έκανε ένας άνθρωπος που αγωνιά να αποδείξει κάτι. Όταν ζεις με τη μουσική, όταν είναι η ζωή σου η μουσική, δεν τα έχεις ανάγκη αυτά. Μπορείς κάλλιστα να πάρεις μια κιθάρα, να φτιάξεις τη δική σου μπάντα και να βγεις έξω να παίξεις. Αυτό δεν μου το ανέφερες ως πιθανότητα. Υπάρχουν πολλά παιδιά που μ’ έχουν ρωτήσει ακριβώς το ίδιο. Νομίζω ότι, αν αγαπάς πραγματικά τη μουσική, το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να κάνεις όταν είσαι νέος είναι να «τριφτείς» με αυτήν και να την ψάξεις. Να δεις πού θέλεις να είσαι μέσα στη μουσική, ποια είναι η θέση σου. Το βασικό είναι κανείς να μελετάει, να ακούει, να δοκιμάζει και να κάνει πρόβες εντός και εκτός εισαγωγικών. Εγώ κάνω πρόβα σε οτιδήποτε. Η Κάλλας το έχει πει: «Ό,τι κάνουμε στη ζωή μας είναι μια πρόβα». Το ‘χει πει και η Αρλέτα. Κάνεις σε όλα μία πρόβα, για να γίνεσαι στη συνέχεια καλύτερος. Αυτό είναι και το ενδιαφέρον στοιχείο της ζωής. Προσωπικά, το πιστεύω πάρα πολύ.
Κάθε κουβέντα ξεκινάει με το «πρέπει να βρεις κάποιον». Όχι, δεν πρέπει να βρεις κανέναν. Πρέπει να βρεις τον εαυτό σου, τα δυνατά και τα αδύναμα σημεία σου.
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Βέβαια, πολλοί για να κάνουν την κίνηση προς τα έξω, ζητάνε κάποιες φορές τη γνώμη ή και τη βοήθεια αν θέλεις από τους «μεγαλύτερους», προκειμένου να τους δείξουν το δρόμο. Γιατί δε νομίζω πως είναι και εύκολο να προσεγγίσεις κάποιους καλλιτέχνες για να τους δείξεις τη δουλειά σου.
Γιώργης Χριστοδούλου: Ουσιαστικά, δεν το έχουμε ανάγκη αυτό. Ζούμε σε μία χώρα που έχει επικρατήσει η άποψη ότι «κάποιος πρέπει να σε βγάλει», κάποιος πρέπει να έχει την καλλιτεχνική σου πατρότητα. Για ποιον λόγο; Κάθε κουβέντα ξεκινάει με το «πρέπει να βρεις κάποιον». Όχι, δεν πρέπει να βρεις κανέναν. Πρέπει να βρεις τον εαυτό σου, τα δυνατά και τα αδύναμα σημεία σου. Πρέπει πάντα να υπάρχει κάποιος από πίσω; Είναι μια άποψη που υπάρχει, ισχύει εν μέρει, πολύς κόσμος επιλέγει αυτή την οδό αλλά δεν είναι η μόνη και πιστεύω πως πολλές φορές δεν κάνει και καλό. Εντάξει, ίσως αργήσεις να βγεις λίγο παραπάνω, αλλά γιατί να βιάζεσαι; Όταν βιάζεσαι να φτάσεις κάπου, είναι σαν να μην σε ευχαριστεί αυτό που κάνεις. Υπάρχει ένας Ισπανός ποιητής από τους αγαπημένους μου, ο Ματσάδο, ο οποίος λέει κάπου: «Οδοιπόρε, δρόμος δεν υπάρχει. Τον δρόμο τον ανοίγεις προχωρώντας». Όλοι ψάχνουν έναν δρόμο ήδη ανοιχτό. Αν τον δρόμο τον βρίσκεις ανοιχτό και «πατημένο», να ξέρεις ότι δεν είναι δικός σου.
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Δίνεις, πάντως, την εντύπωση πως δεν σε απασχολεί και τόσο το «κυνήγι» της επιτυχίας, του «φαίνεσθαι».
Γιώργης Χριστοδούλου: Κοίταξε, σαφώς και με ενδιαφέρει να δείχνω τη δουλειά μου στον κόσμο. Αυτό που θέλω είναι να μην καπελώσει αυτό το πράγμα τη δουλειά μου. Με ενδιαφέρει να το κάνω με τρόπο που να μου επιτρέπει να γίνομαι κάθε φορά καλύτερος, να με «γιατρεύει» κι εμένα και τον άνθρωπο που με ακούει. Τώρα, η προβολή είναι ευχάριστη όταν συμβαίνει, αλλά δεν είναι σωστό να είναι το πρώτο ζητούμενο, γιατί μετά χάνεις την ουσία, χάνεις το κέντρο.
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Άλλο μεγάλο θέμα αυτό.
Γιώργης Χριστοδούλου: Αυτό επαφίεται στον κόσμο και το έχουμε ξεχάσει νομίζω. Ο κόσμος είναι αυτός που πρέπει να ψάξει να βρει το ποιοτικό, την ωραία παράσταση, να μπει στο δισκάδικο και να βρει τον καλό δίσκο, όπως κάναμε παλιά. Είναι πολύ μεγάλη χαρά, όταν ανακαλύπτεις κάτι που σου ταιριάζει. Είναι σαν να ανακαλύπτεις τον εαυτό σου. Αυτή τη διαδικασία οι πολύ νέοι άνθρωποι δεν την έχουν βιώσει και είναι κρίμα. Γιατί, να σου πω κι αυτό, εκτός από τον άνθρωπο που βρίσκεται πάνω στη σκηνή και πρέπει να είναι καλός, έτσι και εκείνος που βρίσκεται από κάτω, το κοινό, πρέπει επίσης να είναι καλός σε αυτό που καλείται να κάνει. Κι ας μην το αναφέρουμε συχνά.
You are currently viewing a placeholder content from YouTube. To access the actual content, click the button below. Please note that doing so will share data with third-party providers.
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Το καλύτερο σχόλιο που σου έχουν κάνει μετά την παράσταση;
Γιώργης Χριστοδούλου: Βρέθηκε ένας συνθέτης που μου είπε «Μακάρι να είχα κι εγώ κάποιον μετά από τόσα χρόνια που να ασχοληθεί με το έργο μου τόσο πολύ, όσο ασχολήθηκες εσύ με τον Αττίκ». Το θεώρησα πολύ τιμητικό.
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Και πώς πηγαίνεις παρακάτω μετά από έναν τέτοιο κύκλο; Πώς τον αφήνεις πίσω για να συνεχίσεις στον επόμενο;
Γιώργης Χριστοδούλου: Τίποτα δεν αφήνεις πίσω. Το ένα μπαίνει μέσα στο άλλο πάντα. Είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Γι’ αυτό σου είπα προηγουμένως ότι όλα είναι μια πρόβα για κάτι επόμενο. Όλη μας η ζωή είναι μία πρόβα. Πες το «διαδικασία», αν θέλεις, «ταξίδι» ή «δρόμος». Μέσα στο 2018 θα κάνω έναν καινούριο δίσκο για τα 20 μου χρόνια στη δισκογραφία που θα λέγεται «Αν η αγάπη ήταν δρόμος». Είναι ένας δρόμος από πρόβες με αγάπη.
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Θα τα δούμε όλα αυτά επί σκηνής, στις 6 και 7 Ιανουαρίου στο Θέατρο Αθήναιον. Η επιλογή του χώρου πώς έγινε, αλήθεια;
Γιώργης Χριστοδούλου: Ψάχναμε να βρούμε ένα θέατρο, γιατί ταιριάζει πολύ στο πρόγραμμα. Είναι σχεδόν σαν να βλέπεις παράσταση, μουσική παράσταση βέβαια. Είναι one-man show με μία θεατράλε αίσθηση που έχουν οι παλιοί και οι σύγχρονοι παραμυθάδες.
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Αν δεν κάνω λάθος, είχα διαβάσει το όνομά σου στη λίστα των καλλιτεχνών που συνυπέγραψαν την επιστολή προς τον πρωθυπουργό για το ζήτημα της ΑΕΠΙ πριν από μερικούς μήνες;
Γιώργης Χριστοδούλου: Ναι. Εγώ, βέβαια, δεν ανήκω στην ΑΕΠΙ. Έχω φύγει εδώ και χρόνια, με κόστος βέβαια. Έχω καταργήσει το συμβόλαιό μου και προτιμώ να μην λαμβάνω χρήματα από την Ελλάδα καθόλου, μόνο και μόνο διότι είμαι ενάντιος ηθικά στον τρόπο με τον οποίο γινόταν και γίνεται ακόμα οι διανομές και η διαχείριση των πνευματικών δικαιωμάτων. Αυτό συμβαίνει εδώ και 6-7 χρόνια. Είμαι στη SGAE, που είναι ισπανική, στην οποία επίσης έχω απαγορεύσει να λαμβάνει χρήματα για λογαριασμό μου από την ΑΕΠΙ.
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Αυτό δεν το κάνει οποιοσδήποτε.
Γιώργης Χριστοδούλου: Θεώρησα πως ήταν το πιο αξιοπρεπές που μπορούσα να κάνω. Δεν θα ‘θελα να είμαι μέσα και απλώς να γκρινιάζω. Έκανα μία κίνηση δραστική, που έχει μεν κάποιο κόστος, αλλά εμένα με καλύπτει ηθικά κι αυτό μου φτάνει.
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Πώς βλέπεις να εξελίσσεται αυτή η υπόθεση;
Γιώργης Χριστοδούλου: Ελπίζω να βρεθεί η καλύτερη δυνατή λύση, γιατί υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μέσα από αυτό και δεν έχουν άλλο έσοδο, όπως είναι οι στιχουργοί.
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Τώρα και με την SGAE, πιστεύω πως βλέπεις τη διαφορά ανάμεσα στις δύο.
Γιώργης Χριστοδούλου: Κι εκεί υπάρχουν προβλήματα, μη νομίζεις. Χρειάζεται επανεξέταση όλο το θέμα από τη βάση του. Είναι η φύση του προβλήματος τέτοια. Δηλαδή πώς να ξέρεις ότι μαζεύονται σωστά τα δικαιώματα; Πώς να ξέρεις πού παίχτηκε το τραγούδι σε κάθε σημείο του πλανήτη, σε κάθε μέρος; Κατά προσέγγιση γίνονται αυτά.
Γιάννης Καρακασίδης (Lavart): Για πες μου, για το τέλος, τι εύχεσαι και τι δεν εύχεσαι για το 2018;
Γιώργης Χριστοδούλου: Δεν θέλω να απεύχομαι πράγματα, οπότε θα σου πω ότι εύχομαι να είναι όλοι καλά κι αυτό δεν είναι μόνο μια ευχή. Η υγεία δεν είναι αυτοσκοπός, είναι ένα εργαλείο για να κάνεις τα υπόλοιπα πράγματα καλά. Γι’ αυτό πρέπει να το φροντίζουμε. Όσο για την ψυχή μας, να της βρίσκουμε πάντα την καλύτερη «τροφή», που να κάνει το βλέμμα μας πιο διαυγές.
INFO
Γιώργης Χριστοδούλου
Ο Αττίκ Στο Παρίσι
6 & 7 Ιανουαρίου 2018 (21:00)
Θέατρο Αθήναιον (Μικρή Σκηνή)
Μαζί του ο Χάρης Σταυρακάκης.
Για περισσότερες πληροφορίες μεταβείτε εδώ.