Ο Νίκος Κούνδουρος, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 15 Δεκεμβρίου του 1926 και σπούδασε έως το 1948, στη Σχολή Καλών Τεχνών των Αθηνών γλυπτική και ζωγραφική. Έντονα πολιτικοποιημένος, φοιτητής ακόμα, εντάσσεται στις τάξεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και για τα αριστερά του φρονήματα φυλακίζεται στο κολαστήριο της Μακρονήσου για τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Πιστός ακόμα στις ιδέες του, στα 28 του πια, θα αποφυλακιστεί, θα πάρει το πτυχίο του και θα αποφασίσει να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο.
Το 1954, βαθιά επηρεασμένος από τα καλλιτεχνικά ρεύματα του ευρωπαϊκού κινηματογράφου και ιδιαίτερα από αυτό του Ιταλικού Νεορεαλισμού , δημιουργεί τη πρώτη ταινία του Μαγική Πόλη. Θα ακολουθήσει, το 1956 Ο Δράκος. Ο Νίκος Κούνδουρος, ο οποίος έφυγε από τη ζωή το 2017, έζησε για να δει το έργο του, το οποίο δεν γνώρισε στην αρχή την δέουσα προσοχή, να γίνεται ένα κλασσικό αριστούργημα του ελληνικού αλλά και του ευρωπαϊκού σινεμά.
Ο Δράκος
Τόπος η Αθήνα τη δεκαετία του ΄50, παραμονή πρωτοχρονιάς, ένας μοναχικός τραπεζικός υπάλληλος καταδιώκεται άδικα για την ομοιότητά του με έναν θρυλικό εγκληματία το Δράκο, αγκάθι για τις ελληνικές αρχές. Αφού ο ίδιος συνειδητοποιήσει την κατάσταση, γνωρίζει μια νεαρή γυναίκα και την ερωτεύεται. Εκείνη θα τον οδηγήσει στο καμπαρέ όπου εργάζεται και εκεί θα μπλέξει με μια συμμορία του υποκόσμου η οποία ετοιμάζεται να κλέψει αρχαία για να τα πουλήσει σε Αμερικάνους. Ο Θωμάς, ο αρχικά καλοκάγαθος τραπεζικός υπάλληλος, σιγά σιγά θα μπει στο ρόλο του άτρωτου εγκληματία, θα γοητευτεί από αυτόν, θα συλληφθεί, θα αγαπήσει, θα επιστρέψει στο καμπαρέ και εκεί θα αποκαλυφθεί στους εγκληματίες η πραγματική του ταυτότητα η οποία θα τον οδηγήσει και στον θάνατό του.
Το σενάριο της ταινίας ανέλαβε ο μεγάλος θεατρικός συγγραφέας Ιάκωβος Καμπανέλλης και τη μουσική επιμελήθηκε ο Μάνος Χατζιδάκις. Για πρωταγωνιστές, ο Κούνδουρος διάλεξε τον Ντίνο Ηλιόπουλο, τον Θανάση Βέγγο, τη Μαργαρίτα Παπαγεωργίου και τον Γιάννη Αργύρη.
Μετά τη πρώτη προβολή της ταινίας, η εφημερίδες Αυγή και Εστία, μέσα στις καυστικές κριτικές τους, χαρακτήρισαν το έργο ως «ανθελληνικό». Η πραγματικότητα όμως είναι πως ο Κούνδουρος με το φακό του απαθανάτισε μια, γυμνή από ωραιοποιήσεις, εικόνα της τότε ελληνικής κοινωνίας, η οποία, κάτω από τη φαινομενική ομαλότητα, έκρυβε ένα τεράστιο αναβρασμό.
Νεορεαλισμός Και Όχι Μόνο
Δέκα χρόνια μετά τη λήξη της ναζιστικής κατοχής και τα ταραγμένα χρόνια του Εμφυλίου η Αθήνα προσπαθεί να βρεθεί ξανά σε ρυθμούς κανονικότητας. Τα άτομα αναζητούν ταυτότητα και νόημα μέσα στην ύπαρξή τους. Στην κοινωνία συνυπάρχουν οι αυστηροί κανόνες με το καθεστώς ανομίας και τον υπόκοσμο. Ο χαρακτήρας του Θωμά, τον οποίο υποδύεται ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ήταν ένα επιτυχημένο παράδειγμα ανθρώπου εκείνης της εποχής που αναζητά διέξοδο από μια ρουτίνα η οποία προκαλεί αποξένωση αλλά και ψυχική σήψη. Η κοινωνική κατάσταση εκείνης της ιστορικής στιγμής, μεταφέρθηκε αναλλοίωτη επί της μεγάλης οθόνης. Έτσι το αποτέλεσμα, η σκιαγράφηση της πόλης, της κοινωνίας και του ατόμου, προσαρμόζουν επιτυχώς τον Ιταλικό Νεορεαλισμό στα ελληνικά δεδομένα.
Εξαιτίας των υλικών με τα οποία πλάστηκε ο Θωμάς από τον σεναριογράφο αλλά και τον σκηνοθέτη, ο χαρακτήρας πληρεί τις προϋποθέσεις ώστε η ταινία να συνδεθεί και με τον Εξπρεσιονισμό. Ως φιλήσυχος, αγαθός και ευγενικός, ο πρωταγωνιστής αποφεύγει τις εντάσεις και προτιμά την αφάνεια από την έκθεση. Μέσα του όμως κάτι τον τρώει και αναζητά την αλλαγή. Για αυτό και γοητεύεται όταν μπαίνει στο ρόλο ενός θρυλικού εγκληματία. Η επιλογή του να μπει μέσα σε παπούτσια όπου δεν χωράει και να ζήσει για λίγο όση συγκίνηση δεν έζησε ποτέ του, θα τον οδηγήσει στο θάνατό του. Η ”θυσία” αυτή του ήρωα από τον σεναριογράφο, θα παραδώσει σε μας μια κοινωνική αλήθεια και θα πυροδοτήσει προβληματισμούς για το πως η κοινωνία μπορεί να σε μετατρέψει σε εγκληματία εν μια νυκτί. Έτσι ο Θωμάς, δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από έναν εξπρεσιονιστικό αντιήρωα.
Το μοντάζ, το οποίο επιμελήθηκε ο ίδιος ο Κούνδουρος, με τη δράση, τα γκρο πλαν, το παιχνίδι του φωτισμού ανάμεσα στη σκιά και το φως, καθώς επίσης και οι ρεαλιστικές σκηνές προσέδωσαν μια Νέο Νουάρ πινελιά στο Δράκο.
Κωμικό Μέσα Στην Τραγικότητα Του
Αν και δραματικό, το φιλμ άφησε πίσω του κωμικές ατάκες, μερικές από τις οποίες αναπαράγονται έως και σήμερα. Σε ολόκληρη την πλοκή υπάρχουν και διασκορπισμένες αιχμές, οι οποίες λειτουργούν ως κριτική άποψη για την ελληνική σκέψη και τη στάση της εποχής. Στο καμπαρέ χορεύουν Αμερικάνικα τραγούδια λαϊκοί τύποι ανθρώπων ο οποίοι προσπαθούν να ενσωματωθούν στη νέα τάξη πραγμάτων. Η συμμορία, η οποία έχει βρει ως καταφύγιο το καμπαρέ, προσπαθεί να πουλήσει σε έναν Αμερικάνο μια στήλη από το Ναό του Ολυμπίου Διός, σαν να είναι κάτι εύκολο. Το ξεπούλημα αυτό της πολιτιστικής κληρονομιάς καταδεικνύει την τεράστια κοινωνική ανάγκη για απελευθέρωση καθώς επίσης και την πολιτική εξάρτηση της Ελλάδας από τις ξένες δυνάμεις. Όλο αυτό το τσούρμο των ανθρώπων του υποκόσμου, το οποίο βρίσκει μια σανίδα σωτηρίας στο πρόσωπο ενός ανθρώπου που τον μπέρδεψαν για μεγάλο κακοποιό, θυμίζει μια πραγματική κοινωνική ομάδα η οποία αναζητά διψασμένη την καθοδήγηση.
«Ο Δράκος ούτε πιάστηκε, ούτε πιάνεται, ούτε θα πιαστεί ποτέ»
Λίγες στιγμές πριν από την αποκάλυψη της πραγματικής ταυτότητας του Θωμά, όλο το καμπαρέ θα ενωθεί και θα αδελφοποιηθεί σε ένα τελετουργικό χορό και θα αποτελέσει το όχημα για να εκφραστούν οι κρυφοί πόθοι όλων των ανθρώπων. Οι άγραφοι νόμοι του υποκόσμου όμως, δεν σηκώνουν προδοσίες και έτσι ο Θωμάς, σε μια στιγμή παρόρμησης, μαχαιρώνεται. Θα βγει έξω και, μόνος όπως ξεκίνησε, σε μια πόλη που δεν τη νιώθει δικιά του, θα πεθάνει απογοητευμένος, ταυτόχρονα περήφανος και χωρίς φόβο, έχοντας προλάβει να γευτεί μια φέτα ζωής.
Το Δράμα Του Ατόμου
Ο Νίκος Κούνδουρος, φημισμένος για τη λυρική του απλότητα, άφησε πίσω του μια αριστουργηματική δραματική ταινία. Μέσα από το αναλλοίωτο του φιλμ, Ο Δράκος, όχι μόνο ξεχώρισε από τις υπόλοιπες της εποχής, αλλά έγινε μια ιστορική παρακαταθήκη, ένα κοινωνικοπολιτικό σχόλιο προορισμένο να καταγραφεί ζωντανά στη συλλογική μνήμη. Βλέποντας ξανά την ταινία σήμερα, το δράμα του Θωμά και των υπόλοιπων χαρακτήρων μας υπενθυμίζουν τις καθημερινές δικές μας προσωπικές και κοινωνικές ανάγκες, μας βάζουν σε σκέψεις ακόμα και αν δεν βρισκόμαστε στην ίδια χρονική περίοδο και αφήνουν πίσω τους ένα δυνατό και συνάμα γλυκόπικρο συναίσθημα.