Για ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας της αρχαιοελληνικής γλυπτικής οι εκάστοτε καλλιτέχνες σπουδαίων έργων αντιμετωπίζονταν ως απλοί τεχνίτες.
Η στροφή στη συγκεκριμένη νοοτροπία θεμελιώνεται τον 6ο και 5ο π.Χ. αιώνα, όταν για πρώτη φορά προσωπικότητες του χώρου της γλυπτικής αποκτούν προσωπικό στυλ και ξεχωρίζουν από την ευρεία ομάδα των τεχνιτών. Η δυνατότητα αυτή δεν είναι άσχετη με τις τεχνολογικές εξελίξεις της κλασικής εποχής και την ελληνική καινοτομία στον τομέα.
Ένας από τους σημαντικότερους γλύπτες της κλασικής Ελλάδας ήταν ο Μύρων από τις Ελευθερές της Βοιωτίας. Το έργο του συναποτέλεσαν αγάλματα θεών, ηρώων αλλά κυρίως αθλητών. Αυτό που ξεχωρίζει τους αθλητές του Μύρωνα είναι το κορύφωμα της στάσης τους πριν την εκτέλεση μιας κίνησης. Το χαρακτηριστικότερο από τα αγάλματα αυτά αποτελεί ο Δισκοβόλος.
Ο Δισκοβόλος αναπαρίσταται τη στιγμή συγκέντρωσης όλων των δυνάμεών του ακριβώς πριν την βολή του δίσκου, από όπου πήρε και το όνομα του. Το αρχικό χάλκινο έργο χρονολογείται γύρω στο 450 π.Χ., αλλά δυστυχώς σώζονται μόνο μαρμάρινα ρωμαϊκά αντίγραφά του. Αναλύοντας το σώμα του Δισκοβόλου μπορούμε να παρατηρήσουμε τη δημιουργία τριών τόξων: ένας με την κίνηση του αριστερού χεριού, ένας με του δεξιού και ένας στο σημείο της πλάτης και των γλουτών. Η ισορροπία με άλλα λόγια διαπερνάει ολόκληρο το σώμα του άντρα. Εντυπωσιακή είναι, επιπρόσθετα, η κινησιολογία του άντρα. Ολόκληρο δηλαδή το σώμα του, καθώς κορυφώνεται από τα πόδια προς το κεφάλι, στρέφεται προς την αντίθετη κατεύθυνση σε μια κεντρόφυγη κίνηση.
Η δραστήρια κίνηση του σώματος, η οποία υπερτονίζεται από τις έντονες φλέβες και τους σφιγμένους μύες, έρχεται σε σύγκρουση με τη γαλήνη του προσώπου δημιουργώντας ένα αρμονικό οξύμωρο. Υπάρχουν συζητήσεις όσον αφορά το σημείο στο οποίο απευθύνεται ακόμα και το βλέμμα του. Κατά κάποιους κοιτάει τον δίσκο, ενώ άλλοι υποστηρίζουν πως κοιτάει τον λαό που θα βρισκόταν πίσω του κατά τη στιγμή της βολής.
Το έργο του Μύρωνα πατά στο μεταίχμιο προς την ώριμη κλασική εποχή. Παρά την δισδιάστατη απόδοσή του, η οποία αποτελεί στοιχείο αρχαϊκότητας, η μορφή διακατέχεται από μαθηματική αρμονία και λεπτομέρεια. Ακόμα και η βάση, την οποία χρησιμοποίησαν οι αντιγραφείς του έργου για λόγους στατικότητας, δεν υπήρχε στο πρωτότυπο, απελευθερώνοντάς το από τις ανάγκες επιπρόσθετης στήριξης.
Κείμενο: Μαίρη Ουρουμίδου (Lavart)
Πηγές φωτογραφιών: Εξώφυλλο, 1
Βιβλιογραφία: Holscher, T. 2005. Κλασική Αρχαιολογία. Μτφρ. Π. Παπαγεωργίου, Θεσσαλονίκη