Στις 9 Φεβρουαρίου 1857, αφήνει την τελευταία του πνοή στην Κέρκυρα ο μεγάλος Διονύσιος Σολωμός. Μια μορφή – σταθμός για την ελληνική λογοτεχνία, καθώς υπήρξε υπέρμαχος της δημοτικής γλώσσας, λάτρης της κρητικής παράδοσης και άξιος εκπρόσωπος της Επτανησιακής Σχολής.
Στους περισσότερους είναι γνωστός ως ο εθνικός μας ποιητής, αφού δυο στροφές του ποιήματός του Ύμνος εις την Ελευθερίαν γίνονται ο εθνικός ύμνος της χώρας μας. Άλλα του σημαντικά έργα είναι Ο Κρητικός, Λάμπρος, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, η Γυναίκα της Ζάκυθος. Κοντά σε αυτά, οι μελετητές ξεχωρίζουν και το ποίημά του Η Φαρμακωμένη.
Διονύσιος Σολωμός, Ο ποιητής που πάντρεψε τη λαϊκή παράδοση με τη δημοτική γλώσσα
Η Φαρμακωμένη
Τὰ τραγούδια μοῦ τἄλεγες ὅλα
Τοῦτο μόνο δὲν θέλει τὸ πεῖς,
Τοῦτο μόνο δὲν θέλει τ᾿ ἀκούσεις,
Ἄχ! τὴν πλάκα τοῦ τάφου κρατεῖς.Ὦ παρθένα! ἂν ἠμπόρειαν οἱ κλάψαις
Πεθαμένου νὰ δώσουν ζωή,
Τόσαις ἔκαμα κλάψαις γιὰ σένα,
Ποὺ θελ᾿ ἔχεις τὴν πρώτη πνοή.Συφορά! σὲ θυμοῦμ᾿ ἐκαθόσουν
Σ᾿ τὸ πλευρό μου μὲ πρόσωπο ἀχνὸ
«Τί ἔχεις» σοῦ ῾πα καὶ σὺ μ᾿ ἀποκρίθης
«Θὰ πεθάνω, φαρμάκι θὰ πιῶ».Μὲ σκληρότατο χέρι τὸ πῆρες,
Ὡραία κόρη, κι αὐτὸ τὸ κορμί,
Ποὺ τοῦ ἔπρεπε φόρεμα γάμου,
Πικρὸ σάβανο τώρα φορεῖ.Τὸ κορμί σου ἐκεῖ μέσα στὸν τάφο
Τὸ στολίζει σεμνὴ παρθενιά,
Τοῦ κακοῦ σὲ ἀδικοῦσεν ὁ κόσμος,
Καὶ σοῦ φώναζε λόγια κακά.Τέτοια λόγια ἂν ἠμπόρειες ν᾿ ἀκούσεις,
Ὂχ τὸ στόμα σου τ᾿ ἤθελε βγεῖ;
«Τὸ φαρμάκι ποὺ ἐπῆρα, καὶ οἱ πόνοι,
Δὲν ἐστάθηκαν τόσο σκληροί.Κόσμε ψεύτη! ταὶς κόραις ταὶς μαύραις
κατατρέχεις ὅσο εἶν᾿ ζωνταναίς,
Σκληρὲ κόσμε! καὶ δὲν τοὺς λυπᾶσαι
Τὴν τιμήν, ὅταν εἶναι νεκραίς.Σώπα, σώπα! θυμήσου πὼς ἔχεις
Θυγατέρα, γυναίκα, ἀδελφή,
Σώπα ἡ μαύρη κοιμᾶται στὸ μνῆμα
καὶ κοιμᾶται παρθένα σεμνή.Θὰ ξυπνήσει τὴν ὕστερη ἡμέρα,
Εἰς τὸν κόσμον ὀμπρὸς νὰ κριθεῖ,
Καὶ στὸν Πλάστη κινώντας μὲ σέβας
Τὰ λευκά της τὰ χέρια θὰ πεῖ:«Κοίτα μέσα στὰ σπλάχνα μου, Πλάστη!
τὰ φαρμάκωσα ἀλήθεια ἡ πικρή,
καὶ μοῦ βγῆκε ὂχ τὸ νοῦ μου, Πατέρα
Ποὺ πλασμένα μοῦ τἄχες Ἐσύ.Ὅμως κοίτα στὰ σπλάχνα μου μέσα,
Ποῦ τὸ κρίμα τοὺς κλαῖνε, καὶ πές,
Πὲς τοῦ κόσμου, ποὺ φώναξε τόσα,
Ἐδῶ μέσα ἂν εἶν᾿ ἄλλες πληγαίς».Τέτοια ὀμπρὸς εἰς τὸν Πλάστη κινώντας
Τὰ λευκά της τὰ χέρια θὰ πεῖ.
«Σώπα, κόσμε! κοιμᾶται στὸ μνῆμα,
καὶ κοιμᾶται παρθένα σεμνή».
Το ποίημα στηρίζεται σε πραγματική ιστορία και αφορά τη στενή φίλη του Σολωμού, Μαρία Παπαγεωργοπούλου. Το ολέθριο λάθος της νεαρής, όμορφης Μαρίας, ήταν, σύμφωνα με τις κακές γλώσσες, ότι ερωτεύτηκε έναν άντρα παντρεμένο. Αλήθεια ή ψέματα, λίγη σημασία είχε για την εποχή που η τιμή και η παρθενία μιας κοπέλας ήταν η πολυτιμότερη προίκα της. Οι φήμες που κυκλοφόρησαν για κείνη την καταδίκασαν σε μια ζωή γεμάτη περιφρόνηση και μοναξιά, καθώς ήταν πλέον απίθανο να την επιλέξει κάποιος για σύζυγό του. Καταρρακωμένη και απελπισμένη, η κοπέλα ήπιε δηλητήριο κι έδωσε τέλος στη ζωή της.
Ο θάνατός της στοιχίζει πολύ στον Σολωμό, ο οποίος γράφει το παραπάνω ποίημα για να αποκαταστήσει το όνομά της. Η Φαρμακωμένη αποσπά διθυραμβικά σχόλια, η αθωότητα όμως της νεκρής κοπέλας συνεχίζει να αμφισβητείται – και μάλιστα πλέον της καταλογίζουν ότι ο ποιητής έσπευσε να την υπερασπιστεί έστω και μετά θάνατον επειδή διατηρούσε κι εκείνος ερωτικό δεσμό μαζί της.
Άποψη ολότελα λανθασμένη, καθώς στους στίχους του ποιήματος διαφαίνεται μόνο συμπόνοια και θλίψη για το πρόωρο τέλος ενός πλάσματος πάνω στον ανθό της ηλικίας του. Η επανάληψη της φράσης «παρθένα σεμνή» υπογραμμίζει την πίστη του Σολωμού για την αθωότητα της κοπέλας, η οποία έπεσε θύμα της κακεντρέχειας και της σκληρότητας του κόσμου.
Ο ποιητής περιπλέκει στους στίχους του ποιήματος και μια σειρά από θεολογικές ανησυχίες, όπως η έννοια της ηθικής και της αμαρτίας, της αδικίας και της πίστης στη Δευτέρα Παρουσία. Οι ελπίδες για τη δικαίωση της νεκρής κοπέλας εναπόκεινται πλέον μόνο στο Θεό, στον οποίο θα αποδείξει την αθωότητά της όταν έρθει η ώρα, γεμάτη πίκρα για την κατάληξη της σύντομης ζωής της.
Το ποίημα κυκλοφορεί το 1826, ωστόσο μέχρι και σήμερα συγκινεί τους αναγνώστες για το βαρύ τίμημα ενός φημολογούμενου, άνομου έρωτα. Και είναι αλήθεια ότι η μορφή του πλατωνικού αυτού συναισθήματος είναι ίσως η σκληρότερη για όποιον τη βιώνει και ταυτόχρονα η αθωότερη ελλείψει σαρκικού πάθους.
Εξάλλου, είναι γνωστή η δήλωση του Σολωμού, η οποία, αν και έγινε με άλλη αφορμή, αντικατοπτρίζει τη γενική του θεώρηση περί έρωτος… «Μόνο από μακριά μπορεί κανένας να διατηρήσει τα ιδανικά. Τα φτερά της πεταλούδας λιώνουν μόλις τα αγγίξει βέβηλο χέρι».
Κείμενο: Μαρία Μερτίκα (Lavart)