Ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης γράφει στη Lavart για την Παράσταση «Ερκουλίν Μπαρμπέν: οι αναμνήσεις ενός ερμαφρόδιτου»

Μέσα από την πραγματική ιστορία της Ερκουλίν (και μετέπειτα Αμπέλ) Μπαρμπέν, ερμαφρόδιτου του 19ου αιώνα, στη Γαλλία, θίγονται θέματα που με ενδιαφέρουν ιδιαίτερα: η ρευστότητα της έννοιας «φύλο»· η διαφορετικότητα και η αντιμετώπισή της από το κοινωνικό περιβάλλον, από τη θρησκεία,  την ιατρική και τη δικαιοσύνη· το αίσθημα απόρριψης και εγκατάλειψης που βιώνει το άτομο που αποκλίνει από τη νόρμα· η απομόνωση και η συνεπακόλουθη υπαρξιακή αγωνία του.

Οι «Αναμνήσεις» της Ερκουλίν Μπαρμπέν, πέρα από την όχι αμελητέα λογοτεχνική αξία τους, είναι και ένα σημαντικό ιστορικό ντοκουμέντο: είναι η πρώτη προσωπική μαρτυρία που διαθέτουμε από ένα «ίντερσεξ», όπως θα λέγαμε σήμερα, άτομο για την κατάστασή του. Το κείμενο το γνωρίζω από τη δεκαετία του ’80, στην επανέκδοσή του από τον Μισέλ Φουκώ, και κατά καιρούς σκεφτόμουν να το ανεβάσω. Σίγουρα με επηρεάζουν όσα συμβαίνουν γύρω μας, και η επικαιρότητα μοιάζει να ευνοεί την ενασχόληση με ζητήματα που άπτονται του φύλου, της σεξουαλικής και κοινωνικής ταυτότητας. Δεν είναι όμως αυτή που υπαγορεύει πάντα τις επιλογές μου ως σκηνοθέτη. Συνήθως ακολουθώ μια δική μου, εσωτερική, επικαιρότητα καθώς και εμπνεύσεις της στιγμής. Έτσι και τώρα.

Ένας φίλος ηθοποιός που ζει στην Αθήνα, μού πρότεινε να τον σκηνοθετήσω. Σχεδόν αμέσως ήρθε η Ερκουλίν στο μυαλό μου, ίσως γιατί, κατά την αίσθησή μου, ο συγκεκριμένος ηθοποιός θα μπορούσε να αποδώσει πολύ καλά την ανδρόγυνη φύση του προσώπου και την τραγική του μοίρα. Οι φετινές όμως εργασιακές υποχρεώσεις μου μού απαγόρευαν τις συχνές καθόδους στην πρωτεύουσα και καθιστούσαν τις πρόβες εκεί αδύνατες. Επιπλέον, ήμουν υποχρεωμένος, λόγω της επιχορήγησης από το ΥΠ.ΠΟ.Α., να ανεβάσω το έργο πριν από το τέλος Μαΐου. Έπρεπε λοιπόν να γίνει εδώ και μέσα στα συγκεκριμένα χρονικά περιθώρια, και επομένως χωρίς τον ηθοποιό που ενέπνευσε αυτή την επιλογή.

Τώρα, τι ανακαλύπτει κανείς στην πορεία προς το ανέβασμα ενός έργου; Μήπως ξεκινώντας για τις Ινδίες, όπως ο Κολόμβος, καταλήγει στην Αμερική; (πράγμα που συνιστά εξαιρετική τύχη)· μήπως, όπως ο Οδυσσέας, ξεκινάει για την Ιθάκη και παρόλο που θαλασσοδέρνεται φτάνει κάποτε στον προορισμό του; (μεγάλη τύχη, επίσης)·  μήπως πέφτει σε καμιά ξέρα; (κι αυτό τύχη είναι)· ή μήπως χάνεται για πάντα στο αβυσσαλέο πέλαγος; (αυτό θα ήταν σίγουρα ατυχία, αλλά θα υπήρχε το κέρδος της περιπέτειας). Ας μιλήσω λοιπόν για τις προθέσεις μου κι ας αφήσω την ανακάλυψη για τους θεατές.

Είχα να ανεβάσω ένα μη θεατρικό κείμενο, και η διασκευή μου δεν το καθιστά περισσότερο θεατρικό, μια που διατηρεί τον αφηγηματικό χαρακτήρα του. Συνήθως, σε τέτοιες περιπτώσεις, οι ηθοποιοί επιδίδονται σε μια απλή, «ειλικρινή» και παραστατική, κατά το δυνατόν, εκφορά, εμπλεκόμενοι συναισθηματικά ή μη στην αφήγηση. Είναι ένας θεμιτός και ασφαλής τρόπος αντιμετώπισης. Ήθελα όμως να δοκιμάσω κάτι άλλο, όπως ήθελα να αποφύγω την επίσης δόκιμη και ασφαλέστερη λύση είτε του μονολόγου, είτε της ανάθεσης σε ένα ηθοποιό του κεντρικού προσώπου και στους άλλους των δευτερευόντων. Μοίρασα λοιπόν το κείμενο και τον «ρόλο» της Ερκουλίν σε τρεις ηθοποιούς, δύο άντρες και μια γυναίκα, που άλλοτε λειτουργούν αυτόνομα και άλλοτε ως χορός. Ας σημειώσω ότι είχα ανάγκη, πέρα από το δικό μου απόθεμα εικόνων, ιδεών, και από την προσωπική εκ βαθέων κατάθεση κάθε ηθοποιού. Γι’ αυτό διάλεξα ηθοποιούς που γνωρίζω καλά, που αγαπώ και εμπιστεύομαι και που κι εκείνοι, θέλω να πιστεύω, με εμπιστεύονται εξ ίσου. Για να μπορέσουμε να ριχτούμε σ’ αυτήν την περιπέτεια χωρίς τις γνωστές πυξίδες, ρισκάροντας τον απόλυτο αποπροσανατολισμό.

Πολλαπλασιάζοντας τις δυσκολίες, επέλεξα ως χώρο της παράστασης το Μπενσουσάν Χαν, που δεν είναι θέατρο, αλλά κουβαλάει όλη τη φθορά του χρόνου και άχνες, ίχνη περασμένων ζωών, και τοποθέτησα τη σκηνική δράση στα τρία από τα έξι δωμάτιά του. Ήθελα να δείξω «κομμάτια» της ζωής της Ερκουλίν, μνήμες που την κατακλύζουν, λίγο πριν από την αυτοκτονία της. Αλλά και «κομμάτια» της παραληρηματικής φαντασίας της, καθώς ταυτίζεται άλλοτε με το τέρας που οι άλλοι  βλέπουν σ’ αυτήν και άλλοτε με έναν άγγελο που ίπταται πάνω από τα ανθρώπινα. Μια τέτοια επιλογή χώρου δεν είναι αθώα. Η θέαση δεν είναι εκείνη που εξασφαλίζει στον θεατή ένα πραγματικό θέατρο. Εδώ, ο κάθε θεατής προσλαμβάνει την παράσταση διαφορετικά, οι εικόνες σχηματίζονται για τον καθένα διαφορετικά, και κάποια πράγματα που βλέπει ο ένας δεν τα βλέπει ο άλλος, και τανάπαλιν. Υπάρχει ένα είδος ενόχλησης της όρασης ή, αν προτιμάτε, του αστικού τρόπου πρόσληψης μιας παράστασης, που θα μπορούσε να αντιστοιχηθεί με την ενόχληση, ομολογημένη ή όχι, που νοιώθουν οι περισσότεροι μπροστά σε ανθρώπους που διαφέρουν από ό,τι θεωρείται «κανονικό». Γιατί εκείνο που με ενδιαφέρει, δεν είναι μόνο να πω πόσο άνθρωπος είναι η Ερκουλίν και πόσο πολύ μας μοιάζει, αλλά και πόσο το δικό μας βλέμμα μπορεί να καταστήσει κάποιον «μη άνθρωπο», ρίχνοντάς τον στην εξορία των τεράτων.  Έτσι η παράστασή μας οφείλει να συμφιλιώνει δύο είδη θεάτρου, μάλλον εχθρικά μεταξύ τους: το freak show, το τσίρκο, και το αντίθετό του, ας πούμε ένα πιο «ρεαλιστικό» θέατρο· πρέπει δηλαδή να νομιμοποιεί τον «ερμαφροδιτισμό» σε όλα τα επίπεδα.

«Ερκουλίν Μπαρμπέν: Οι αναμνήσεις ενός ερμαφρόδιτου» στο Μπενσουσάν Χαν

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr