Είπες « Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή..»
Τι σχέση μπορεί να έχουν οι Καβαφικοί στίχοι με το πεζογράφημα ενός αμφιλεγόμενης αξίας – ωστόσο δημοφιλούς – συγγραφέα των μέσων του παρελθόντος αιώνα;
Κι όμως, οι συγκεκριμένοι στίχοι αλλά και ολόκληρο το ποίημα «Η πόλις» του Αλεξανδρινού ποιητή, θα μπορούσαν να συνοψίσουν τόσο το περιεχόμενο όσο και το στυλ γραφής της Βάρδιας του Νίκου Καββαδία.
Μέσα από τις τρεις ενότητες του βιβλίου, ο συγγραφέας σε έντονο αυτοβιογραφικό και εξομολογητικό τόνο μονολογεί και διαλέγεται με ναυτικούς, πόρνες αλλά και κορίτσια από καλά σπίτια που όλοι έχουν μέσα τους θαμμένο τον σπόρο της ανησυχίας. Ανησυχία, αυτή η λέξη με την ετυμολογική έννοια της χαρακτηρίζει όλο το πνεύμα του έργου. Κανείς δεν είναι ήσυχος, όλοι κάτι ψάχνουν ακόμη και αν δεν ξέρουν τι, όλοι κάτι ζητάνε να αλλάξουν ακόμη κι αν δεν τα καταφέρνουν, όλοι ζητούν να ταξιδέψουν για να φύγουν απ’ τη ζωή που κάνουν και στο τέλος – ως γνήσια τέκνα του Καβαφικού απόηχου – αντιλαμβάνονται πως ματαιοπονούν, γιατί το σαράκι που τους τρώει ταξιδεύει και αυτό στο ίδιο πλοίο.Ακριβώς αυτός ο συνδυασμός ματαιότητας και εσκαπισμού είναι που γοητεύει τον αναγνώστη στο συγκεκριμένο βιβλίο, αλλά και στην ποιητική γραφή του Καββαδία. Οι αντίρροπες δυνάμεις της συντήρησης από τη μια και της κίνησης από την άλλη, βρίσκονται σε λειτουργία κάθε στιγμή σε κάθε άνθρωπο. Την ίδια στιγμή που θες να ρισκάρεις, κρατιέσαι. Την ίδια στιγμή που κρατιέσαι, θέλεις να δοκιμάσεις. Ο Καββαδίας, λοιπόν, σου δείχνει πώς είναι να ρισκάρεις, σου δείχνει όμως πώς είναι και να χάνεις. Κι έτσι ο αναγνώστης θα λέγαμε πως μπαίνει στη θάλασσα χωρίς να βραχεί.
Η Βάρδια (που κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1954) δεν είναι αυτό που ελαφρά τη καρδία θα μπορούσε κάποιος να κατηγοριοποιήσει ως «ταξιδιωτική λογοτεχνία» ή «ημερολογιακές σημειώσεις». Είναι ένα έργο που μιλά για ανθρώπους χαμένους μέσα στον κόσμο, σαν χαμένα νησιά , σαν εμάς.
Σημ. Η φράση No man is an island είναι τίτλος και εναρκτήριος στίχος ποιήματος του Βρετανού John Donne.
Κείμενο: Ιωάννα Λιούτσια (Lavart)