Νικώντας τον ρατσισμό – Review: Green Book

Πώς ένα ταξίδι αποτέλεσε την αρχή μιας φιλίας και έδωσε γροθιά στις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα

Το Green Book, είναι road movie, βασισμένο σε αληθινά γεγονότα, που κυκλοφόρησε, πρόσφατα στις ελληνικές αίθουσες. Ωστόσο, όπως τονίστηκε και στο άρθρο για τις ταινίες του Ιάπωνα Κόρε-Έντα, τίθεται ευθύς αμέσως, το ζήτημα της διανομής. Ενδεικτικά, η ταινία στην «πρεμιέρα» της στην Αθήνα, άνοιξε μόλις σε δυο κινηματογράφους. Νικήτρια σε τρεις κατηγορίες στις φετινές χρυσές σφαίρες, ενώ παράλληλα κέρδισε και το βραβείο κοινού στο Τορόντο το 2018, έχοντας στους πρωταγωνιστικούς ρόλους δυο σπουδαίους ηθοποιούς, τον βραβευμένο με όσκαρ για την ερμηνεία του στο πρόσφατο Moonlight Μαχέρσαλα Άλι και τον πολλάκις υποψήφιο για όσκαρ και γνωστό στο ευρύ κοινό από το ρόλο του Άραγκορν, Βίγκο Μόρτενσεν.

Πιο επίκαιρη από ποτέ η ταινία του Πίτερ Φαρέλλυ, μας τοποθετεί στη δεκαετία του 60΄στην Αμερική, εκεί όπου ένας Ιταλός που μέχρι πρότινος δούλευε σε νυχτερινά κέντρα ως ασφάλεια, δέχεται προσφορά να γίνει οδηγός ενός δόκτωρα. Όπως αποδεικνύεται, ο δόκτωρ Σίρλεϊ δεν είναι γιατρός, αλλά ένας Αφροαμερικανός πιανίστας ο οποίος θα περιοδεύσει βαθιά στον αμερικανικό νότο. Ο αμερικανικός νότος, εκείνη την περίοδο για έναν έγχρωμο άνθρωπο ήταν απαγορευμένη ζώνη, καθώς ίσχυαν ακόμα οι απαρχαιωμένοι και ξεπερασμένοι νόμοι σχετικά με το διαχωρισμό ανάμεσα σε λευκούς και μαύρους. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι μέχρι σήμερα αυτές οι πολιτείες των Η.Π.Α είναι εκείνες που έδωσαν σημαντικά ποσοστά στον Ντόναλντ Τράμπ και παραμένουν προπύργια των ακροδεξιών μορφωμάτων. Ο δύστροπος Τόνι «Λιπ» Βαλελόνγκα αποδέχεται-θέτοντας τους προσωπικούς του όρους-την προσφορά του Σίρλεϊ και έτσι ξεκινά το ταξίδι με οδηγό τους το Green Book (Πράσινο Βιβλίο) το οποίο θα τους καθοδηγούσε κατά τη διάρκεια της διαδρομής σε ποια ξενοδοχεία να μείνουν. Για την ακρίβεια, σε ποια ξενοδοχεία θα μπορούσε να μείνει ο Σίρλεϊ όντας νέγρος. Έτσι επιδίδονται σε ένα οδοιπορικό προς τα νότια μαζί με τους άλλους δυο μουσικούς που αποτελούν το Τριο Σίρλεϊ και συνοδεύουν τον πιανίστα στα κονσέρτα τους. Όλη η ομάδα είναι εξαρχής ένα κράμα διαφορετικών κουλτούρων, υπόβαθρων και καταγωγών. Ο Τόνι είναι Ιταλός, ο Σίρλεϊ Αφροαμερικανός, ο Όλεγκ Ρώσσος και ο Τζώρτζ Αμερικανός. Αυτό από μόνο του δημιουργεί μια ανομοιογένεια, υπάρχει όμως η μουσική που ενώνει τους τρεις από τους τέσσερις ανθρώπους. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής έρχεται η ρήξη και η σύγκρουση ώστε να επιτευχθεί τελικά η συμφιλίωση και ο αμοιβαίος σεβασμός, κυρίως ανάμεσα στους δυο πρωταγωνιστές της ιστορίας. Τον Τόνι και τον Ντον Σίρλεϊ.

Το σενάριο που βασίζεται στο μυθιστόρημα του Νίκ Βαλελόνγκα, γιού του Τόνι, και οι σκηνοθετικές πινελιές του Φαρέλλυ, παρουσιάζουν στο κοινό ένα άρτιο φιλμ με συνοχή, αρχή, μέση και τέλος. Καλογυρίσμενες σκηνές με όμορφα κάδρα και πλάνα στους δρόμους μέσα στη φύση. Η ταινία γυρίστηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου στην Λουϊζιάνα και αναδύεται μια γεύση από την Αμερική της εποχής του 60΄. Ο τρόπος που συστήνει τους πρωταγωνιστές είναι εξίσου ιδιαίτερος και χαρισματικός. Βλέπουμε τον Τόνι στη δουλειά του σε νυχτερινό μαγαζί με περισσή αυτοπεποίθηση, κάτι το οποίο σημειωτέον δε χάνει στιγμή κατά τη διάρκεια της ταινίας. Η πρώτη επαφή με τον Ντόν Σίρλεϊ είναι στο σπίτι του πιανίστα. Φοράει ακριβά ρούχα με έντονα χρώματα και ιδιαίτερο στυλ ενώ κάθεται σε κάτι που παραπέμπει σε θρόνο, εν αντιθέσει με τον Τόνι ο οποίος κάθεται σε μια απλή πολυθρόνα έχοντας υψομετρική διαφορά. Με αυτόν τον τρόπο ο σκηνοθέτης αμέσως θέλει να δείξει τη διαφορά ανάμεσα στους δυο άντρες. Η σκηνή είναι πολυσημιακή καθώς ο λευκός άντρας είναι κάτω από έναν μαύρο, κάτι που δε θα συνέβαινε υπό άλλες συνθήκες. Αυτό που καταφέρνει η ταινία, είναι να υπάρχει εξέλιξη στους δυο χαρακτήρες. Έτσι ο Τόνι που αρχικά δείχνει σημάδια ρατσισμού, πράγμα παράδοξο αν αναλογιστεί κανείς πως και ο ίδιος είναι μετανάστης και έχει βιώσει τον ρατσισμό στο πετσί του, σταδιακά αρχίζει να εκτιμά τον Σίρλεϊ. Από την άλλη ο Ντόν, δεν έχει μεγάλες παρεκκλίσεις από την τυπική στα όρια της τυποποιημένης συμπεριφοράς του. Μιλάει λίγο, αλλά προσέχει να έχουν αξία και κυρίως ουσία τα λεγόμενά του. Κάνει προσπάθειες να βγάλει στην επιφάνεια τον καλύτερο εαυτό του σοφέρ και σωματοφύλακά του, αναλαμβάνοντας το ρόλο του μέντορα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους. Αποκορύφωμα αυτής της προσπάθειας είναι η βοήθεια που του δίνει στην προσπάθεια του Τόνι να γράψει γράμματα στη γυναίκα του, προσδίδοντας έτσι τον απαραίτητο ρομαντισμό που χρειάζεται η ταινία και την ανάδειξη του έρωτα προς το πρόσωπο της συζύγου του. Στον αντίποδα, ο Τόνι μαθαίνει τον Σίρλεϊ να τρώει KFC και του μιλάει για τους Αφροαμερικανούς μεγάλους καλλιτέχνες της τζαζ σκηνής της περιόδου εκείνης. Ο τρόπος με τον οποίο αναπτύσσεται η σχέση μεταξύ των δυο πρωταγωνιστών στο σύνολο της ταινίας και του οδοιπορικού τους, δείχνει πώς ένα ταξίδι και η μακρά παραμονή με το ίδιο άτομο για καιρό (η περιοδεία ήταν δίμηνη) μπορεί να σε φέρει πιο κοντά σε ανθρώπους που μέχρι κάποιο διάστημα πριν ήταν ξένοι. Αυτό θα μπορούσε να θυμίσει στους λάτρεις της 7ης τέχνης την σχέση που χτίζεται μέσα στη φυλακή ανάμεσα στον νεοναζί Ντάνι Βίνγιαρντ και τον μαύρο συγκρατούμενό του Λαμόντ, στην ταινία American History X. Βέβαια στο Green Book ο Τόνι δεν είναι επ’ ουδενί νεοναζί, αλλά δεν είναι και φίλα προσκείμενος προς τους έγχρωμους ανθρώπους, αποκαλώντας τους υποτιμητικά «μελιτζάνες». Όλα τα παραπάνω ωστόσο ενώ φαίνονται να χωρίζουν τους δυο ανθρώπους, τους φέρνουν κοντά και δημιουργούν μια φιλία, σφυρηλατημένη από την προκατάληψη, τον ρατσισμό, το μίσος, το οποίο από κοινού πολέμησαν και με θάρρος αντιμετώπισαν σε αυτή την περιοδεία.

Συνοψίζοντας, το Green Book, αποτελεί μια ταινία αρκετά επίκαιρη, με ένα βέβαια πολυσυζητημένο θέμα, αυτό του ρατσισμού και των φυλετικών διακρίσεων. Δε θα πρέπει να ξεχνάμε πως την εποχή όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα της ταινίας, είναι η αρχή του αναπτυσόμενου μαύρου κινήματος με πρωτεργάτες τον Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ, τον Μάλκομ Χ, και τον Μέντγκαρ Έβερς. Ο Μαχέρσαλα Άλι, με τη φωνή και το επιβλητικό παρουσιαστικό του συστήνει έναν κορυφαίου επιπέδου πιανίστα, ο οποίος είχε το θάρρος να περιοδεύσει κάπου που για τους περισσότερους ήταν ανεπιθύμητος, χαρίζοντας μια εξαιρετική ερμηνεία που του χάρισε μια χρυσή σφαίρα, βάζοντας και μια δυνατή υποψηφιότητα για τα επερχόμενα Όσκαρ. Από την άλλη ο χαμαιλέοντας και αέναος Βίγκο Μόρτενσεν, λειτουργεί εξίσου μαεστρικά και μεθοδικά δίπλα στον συμπρωταγωνιστή του, διαλύοντας το κορμί του για τις ανάγκες του ρόλου, παίρνοντας κιλά και δουλεύοντας με τη φωνή και την προφορά του, αποτελεί το κωμικό στοιχείο δίπλα στον σοβαρό και λιγομίλητο Ντον Σίρλεϊ. Μια ταινία που αξίζει την προσοχή του ελληνικού κοινού, ειδικά κάτω από τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που επικρατούν αυτή την στιγμή τόσο εγχώρια όσο και εκτός. Με το μήνυμα να είναι ρητό και ξεκάθαρο. Ο ρατσισμός θεραπεύεται με ταξίδια και επαφή με αυτό που φαινομενικά μας μοιάζει ξένο και τρομακτικό.

You are currently viewing a placeholder content from YouTube. To access the actual content, click the button below. Please note that doing so will share data with third-party providers.

More Information

Γκολομάζος Παύλος-Κωνσταντίνος (Lavart)

Πηγές Φωτογραφιών

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr