Μιλώντας με τον Νικήτα Τσακίρογλου, τρεις λέξεις σου έρχονται έντονα στο μυαλό: διακριτικότητα, σύνεση, εμπειρία. Με αφορμή την Προσωπική Συμφωνία του Ρόναλντ Χάργουντ, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μυλωνά, η οποία μετά από την πετυχημένη πορεία της στο Από Μηχανής Θέατρο, θα επισκεφτεί την Θεσσαλονίκη και το Θέατρο Κολοσσαίον, ο Νικήτας Τσακίρογλου μίλησε στη Lavart, σε μια συνέντευξη εφ΄όλης της ύλης και έκλεισε με μια σημαντική ευχή.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Στη Προσωπική συμφωνία του Ρόναλντ Χάργουντ, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μυλωνά, σας συναντούμε στο ρόλο του Βίλχελμ Φουρτβένγκλερ, ενός πραγματικού προσώπου και όχι μυθοπλαστικού, που υπήρξε Διευθυντής Ορχήστρας κατά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο στη Ναζιστική Γερμανία, και κατηγορήθηκε μετά την λήξη του για την σχέση του με το καθεστώς.
Νικήτας Τσακίρογλου – Πρόκειται για ένα ντοκουμενταρισμένο έργο που προέρχεται από τις σημειώσεις που κρατούσε ο Φουρτβένγκλερ, σχετικά με τη ζωή του και τις δημιουργίες του. Αυτό το έργο διαδραματίζεται το 1947, όταν τελείωσε ο πόλεμος, και οι Αμερικάνοι έχουν καταλάβει τη Γερμανία. Αυτοί έχουν καλέσει τον Φουρτβένγκερ για ανάκριση, για να δουν κατά πόσο έχει μετέχει στη Ναζιστική περίοδο, διότι υπάρχουν ντοκουμέντα ότι ο Χίτλερ του είχε δώσει χειραψία για να τον συγχαρεί για την δημιουργία του στην Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν. Για αυτό το λόγο κατηγορήθηκε ότι είχε συμμετέχει στο Ναζιστικό κίνημα της εποχής εκείνης και είχε λάβει μέρος ενεργό.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Ένας δύσκολος ρόλος…
Νικήτας Τσακίρογλου – Όλοι οι ρόλοι είναι δύσκολοι, αλλά είναι ένας ρόλος πολύ ενδιαφέρον και για την εποχή μας με την άνοδο του Ναζισμού, που βρίσκεται αυτή τη στιγμή, ενδεχομένως και στην Ελλάδα.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Φαντάζομαι και αυτός ήταν ένας από τους προβληματισμούς που μπορεί αντιμετωπίσατε κατά την μελέτη του ρόλου;
Νικήτας Τσακίρογλου – Ναι, αλλά και γενικότερα, η απήχηση που μπορεί να έχει αυτή η παράσταση στο κοινό. Ευτυχώς, πήγε πάρα πολύ καλά γιατί δοκιμάστηκε στο Από Μηχανής Θέατρο. Με τους σημαντικούς συνεργάτες, και τους ηθοποιούς και τον σκηνοθέτη, ,αυτής της παράστασης, με μια καλή μετάφραση της κυρίας Καραγιαννοπούλου, και χωρίς μεταμοντερνισμούς, προσπάθησε να δώσει ακριβή στοιχεία, γιατί, όπως είπα, είναι ένα ντοκουμενταρισμένο έργο.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Πόσο επηρεάζουν οι κοινωνικές και πολιτικές ιδεολογίες την τέχνη; Μπορούμε να αντιμετωπίζουμε τον καλλιτέχνη κρίνοντας το καλλιτεχνικό του έργο και μόνο; Και πόσο αυτό μπορεί να είναι απαλλαγμένο από την κοινωνικοπολιτική συνθήκη;
Νικήτας Τσακίρογλου – Ακριβώς αυτό θίγει και το έργο. Κατά πόσο η τέχνη πρέπει να εμπλέκεται με την πολιτική. Αυτό είναι το μεγάλο δίλημμα, όχι μόνο της εποχής εκείνης, αλλά και της σημερινής. Πολλές φορές κομματικοποιείται η τέχνη, ενώ πρέπει να λειτουργεί ανεξάρτητα από τα σημεία της εποχής. Για τον κάθε καλλιτέχνη, η πηγή της τέχνης του είναι ο άνθρωπος, και αυτός πρέπει να υποστηρίζεται. Ο καλλιτέχνης πρέπει να λειτουργεί με την ανεξαρτησία του γιατί, γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά, ότι η πολιτική δημιουργεί φραγμούς και χαρακτηρίζει τους ανθρώπους είτε από την μία πλευρά είτε από την άλλη.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Αλλά ακόμη και η στάση ζωής, οι προσωπικές επιλογές και τα πάθη μεγάλων καλλιτεχνών, μπορούν να υποσκάπτουν την δύναμη του έργου τους και την προσφορά τους στην τέχνη;
Νικήτας Τσακίρογλου – Ο καλλιτέχνης συνδέεται με το έργο του άμεσα, επομένως και η ιδεολογία που φέρει ο ίδιος, ταυτίζεται με το έργο του. Εκεί είναι θέμα επιλογής του, ώστε αυτό που επιλέγει να μην έχει ρηχή απήχηση, αλλά να είναι αυτό που πρέπει να υποστηρίζει ο λαός του τόπου του. Τα έχουμε δει και πρόσφατα αυτά, όπως για παράδειγμα στον Μίκη Θεοδωράκη αλλά και σε άλλους καλλιτέχνες που πήρανε μια θέση. Ο καλλιτέχνης πολλές φορές καθοδηγεί τον λαό. Όπως και ο κάθε πρωθυπουργός, έτσι και ο αυτός, με την δική του αξία και την δική του συμπεριφορά, καθοδηγεί τους λαούς και ιδιαίτερα τον λαό του, στον οποίο απευθύνεται. Το κάθε έργο, λοιπόν, δεν απευθύνεται μόνο σε φίλους και συγγενείς ή είναι για προσωπικό όφελος, αλλά απευθύνεται στο λαό του και εξαρτάται από αυτόν, ακόμη, και η φήμη του. Γιατί ο λαός είναι αυτός που φτιάχνει τον καλλιτέχνη και ουσιαστικά τον αποδέχεται ανάλογα με το έργο που δημιουργεί. Και ο καλλιτέχνης αντίστοιχα τον διαμορφώνει. Αυτή είναι η σχέση τους.Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Ο Βίλχελμ Φουρτβένγκλερ προασπίζεται την σημασία της διατήρησης της τέχνης, θεωρώντας πως μέσω αυτής προωθούνται οι υψηλές αξίες. Ο ανακριτής και ταγματάρχης Άρνολντ, όμως, έχει διαφορετική γνώμη, έχοντας ακόμη φρέσκες της αναμνήσεις της βαναυσότητας του καθεστώτος.
Νικήτας Τσακίρογλου – Ακριβώς, το έργο αυτό θίγει τους δύο κόσμους. Από την μία πλευρά τον Ευρωπαίο καλλιτέχνη, και από την άλλη τον Αμερικάνο, ο οποίος είναι κατακτητής τη δεδομένη στιγμή στο Βερολίνο και προσπαθεί, σώνει και καλά, να ενοχοποιήσει τον Φουρτβένγκλερ, για να μπορέσει να αποδείξει τις απόψεις του, τις οποίες δεν έχει καν. Είναι η σύγκρουση διαφορετικής κουλτούρας, της Αμερικάνικης και της Ευρωπαϊκής.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Άρα πόσο απόλυτα αθώος ή ένοχος μπορεί να θεωρηθεί κάποιος;
Νικήτας Τσακίρογλου – Αυτό θα το κρίνει το κοινό. Για αυτό και ο πρωτότυπος τίτλος του έργου είναι Taking Sides. Σου λέει: «πάρε θέση θεατή», όπως ανάλογα είναι και για τον καλλιτέχνη να πάρει θέση, τι είναι σωστό και τι όχι. Βέβαια το φινάλε είναι ότι υπάρχουν θύματα. Θυματοποιούνται οι άνθρωποι, είτε από την μια πλευρά, είτε από την άλλη. Και, βεβαίως, όταν έχει λήξει ένας πόλεμος δεν έχουν λήξει οι καταστάσεις και οι συμπεριφορές των ανθρώπων, που είναι πολλές φορές ακραίες.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Το έργο διαδραματίζεται στον μεταπολεμικό κόσμο που βγήκε ολοκληρωτικά τραυματισμένος από την βία και την αγριότητα που υπέστη. Τι αφήνει το τραύμα στην ψυχή; Και πόσο εύκολα όμως ξεχνάμε και οδηγούμαστε στα ίδια λάθη;
Νικήτας Τσακίρογλου – Μα δεν πρέπει να ξεχνάμε και το θέατρο συμβάλει και συμμετέχει σε αυτή την μνήμη. Αυτό ισχύει από την αρχαία εποχή, ο Αισχύλος έφτιαξε τους Πέρσες πάνω σε ένα τέτοιο θέμα, όπως και ο Σοφοκλής έκανε την Αντιγόνη και άλλες τραγωδίες, αλλά και άλλα έργα του Ευριπίδη και του Αριστοφάνη. Όλα αυτά υπάρχουν από αρχαιοτάτων ετών και αυτή είναι η υπεροχή του θεάτρου πάνω στα θέμα τα πολιτικά, που απασχολούν την ανθρωπότητα κατά καιρούς.Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Είναι δηλαδή κατά κάποιον τρόπο στο αίμα μας η βία και η σκληρότητα; Όλοι έχουμε αυτή την σκοτεινή πλευρά;
Νικήτας Τσακίρογλου – Βέβαια. Μα αλίμονο, ο άνθρωπος είναι ατελές ον. Δεν είμαστε τέλειοι, δεν φτάσαμε στους θεούς και αυτό το θίγει και ο Προμηθέας Δεσμώτης στο οποίο έπαιξα τελευταία.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Τι θαυμάζετε περισσότερο στους ανθρώπους;
Νικήτας Τσακίρογλου – Θαυμάζω την αγάπη για τον συνάνθρωπο και την ειλικρίνεια. Αυτό βέβαια παίρνει μεγάλη συζήτηση, κατά πόσο το ψέμα πολλές φορές μας συμφέρει και το αποδεχόμαστε.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Όλα αυτά τα χρόνια πορεύεστε με σεμνότητα στον χώρο και έχετε γίνει πολύ συμπαθής με το ήρεμο και διακριτικό προφίλ που διατηρείτε.
Νικήτας Τσακίρογλου – Αυτό το λέτε εσείς. Εγώ κάνω την δουλειά μου, την αγάπη μου προς αυτή την τέχνη, την οποία την έχω παιδιόθεν. Πορεύομαι, όσο μπορώ, με σκέψη και αγαπώντας αυτό που κάνω, και μοιράζομαι με τον κόσμο και με το κοινό, κάθε βράδυ, αυτό που υπεραγαπώ.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Η ηθική, η ταπεινότητα και η πίστη είναι αξίες και αρχές που ακολουθείτε.
Νικήτας Τσακίρογλου – Μα έτσι δεν πρέπει να είναι; Μακάρι να το κάναμε όλοι και να συντονιζόμαστε όλοι μέσα σε αυτές τις κατευθύνσεις. Πιστεύω πολύ στον Θεό, δεν είμαι θρησκόληπτος, είμαι θρήσκος. Θέλω μέσα μου μια ανώτερη δύναμη, γιατί εγώ δεν αισθάνομαι ότι την έχω στα χέρια μου. Αυτό που κάνω είναι το ελάχιστο και θέλω να το μοιράζομαι. Από εκεί και πέρα ο άνθρωπος δεν είναι αλάνθαστος, τα σφάλματα είναι μέσα στην φύση μας, αρκεί να τα κατανοούμε, να τα καταλαβαίνουμε και να προσπαθούμε στο μέλλον να τα διορθώνουμε.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Μπορεί κανείς να τις διατηρεί αυτές τις αξίες και τις αρχές και, παράλληλα, να επιβιώνει αλώβητος;
Νικήτας Τσακίρογλου – Όχι, μα είναι δύσκολο, και για αυτό και εγώ αισθάνομαι ότι βρίσκομαι στην πυρά ανά πάσα στιγμή. Αυτό είναι ένας θρησκευτικός όρος που πρέπει να διατηρούμε και να τηρούμε στη ζωή μας, την ταπεινότητα και το να κάνουμε όσο μπορούμε καλά τη δουλειά μας για τον συνάνθρωπό μας. Αυτά είναι ιερά στοιχεία. Ξέρετε αυτό το είπε και ο Προμηθέας, ότι αυτό που έδωσε στον άνθρωπο είναι η ελπίδα, η ελπίδα προς όλες τις κατευθύνσεις. Γιατί αλλιώς δεν αξίζει να ζούμε. Και δεν πρέπει ούτε μέσα από παραφυάδες και πάρεργα πράγματα να αισθανόμαστε ευτυχείς.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Ποια είναι η σημασία της οικογένειας για εσάς; Υπήρξαν στιγμές που ήρθε κόντρα στην καριέρα σας;
Νικήτας Τσακίρογλου – Με την Χρυσούλα μεγαλώνουμε μαζί, ζούμε μαζί, και υπάρχει ένας αλληλοσεβασμός και μια κατανόηση. Θα έλεγα είναι σπουδαία φράση αυτό που έχουμε: «Μην κάνεις αυτό που δεν θα ήθελες να σου κάνουν».Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Νομίζω ότι αυτό είναι μια φράση, που περικλείει ακριβώς αυτή την συμπεριφορά, που πρέπει να έχει ο ένας απέναντι στον άλλον.
Νικήτας Τσακίρογλου – Αυτά τα έχουν πει οι παλαιότεροι. Αρκεί αυτά να έρθουν σε μας, να τα σκεφτούμε, να τα κατανοήσουμε, να τα δουλέψουμε με το μυαλό μας. Αυτή είναι νομίζω η αρρώστια της εποχής μας, η μη νόηση. Δεν σκεφτόμαστε, νομίζω λείπει η σκέψη. Και δεν μιλάω για αυτό που χαρακτηρίζουμε έναν άνθρωπο εγκεφαλικό αλλά για αυτό που σε κάνει να σκέπτεσαι και αμφιβάλλεις για την ίδια σου την σκέψη. Έτσι μόνο μπορείς να προχωράς. Αλλιώς γιατί κάνεις παιδιά; Γιατί κάνεις οικογένεια; Γιατί θέλεις σαν ηθοποιός να μοιράζεσαι αυτό που κάνεις με τον κόσμο; Γιατί και αυτό γέννα είναι, δημιουργία. Γιατί το κάνουμε λοιπόν αυτό το γνωρίζουμε; Πολλές φορές, όταν δίδασκα σε δραματικές σχολές, έλεγα στα παιδιά που έρχονται με έναν αυθορμητισμό, με έναν έρωτα, ότι ο έρωτας κάποια στιγμή εξαντλείται. Μακάρι να μην γινόταν, αλλά γίνεται. Ο έρως είναι ένα φυσικό φαινόμενο που συντονίζεται με την ζωή , συνυπάρχει με αυτήν. Εκεί χρειάζεται να μπορείς να το καταλάβεις και, όπως είπε ο Τσέχωφ, με επιμονή και υπομονή να διατηρείς αυτές τις αξίες.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Στον ελεύθερο χρόνο σας πηγαίνετε θέατρο;
Νικήτας Τσακίρογλου – Όχι, δεν βλέπω παραστάσεις και ειλικρινά στεναχωριέμαι. Έχουν αλλάξει τα πράγματα. Όταν βγαίνω εκτός βλέπω κάποιες παραστάσεις, και ιδιαίτερα στην Αγγλία, που έχει ένα καλό θέατρο, αλλά εδώ, στην Ελλάδα, και δεν το λέω από σνομπισμό, σπάνια να το πετύχεις. Και αυτό συμβαίνει εδώ, γιατί ο καλλιτεχνικός χώρος δεν έχει ηγέτες. Δεν υπάρχει ο Κουν, δεν υπάρχει ο Μινωτής, δεν υπάρχει ο Σολωμός, δεν υπάρχουν αυτοί που θα φτιάξουν και θα σκύψουν με ζήλο πάνω στον ηθοποιό και σε μία παράσταση. Κυρίως γίνεται μια παράσταση για εμπορικούς λόγους, και λιγότερο για καλλιτεχνικούς. Αυτό με στεναχωρεί ειλικρινά. Έχω και ένα σπίτι στην Επίδαυρο, αλλά δεν πηγαίνω, γιατί υποφέρω από το στομάχι μου για μέρες μετά.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Έχετε ξεχωρίσει παραστάσεις που έχετε παρακολουθήσει στο παρελθόν;
Νικήτας Τσακίρογλου – Βέβαια, πολλές φορές παρακολουθούσα θέατρο, όταν ήμουν νέος. Και γιατί ήθελα να ξέρω που βρίσκεται ο χώρος τον οποίο θα υπηρετήσω, αλλά και για να παρακολουθήσω κάποιους συνεργάτες που θα τύχουν στη ζωή μου, και θα πρέπει να τους εκτιμώ και για το παρόν και για το παρελθόν τους. Οι περισσότεροι ηθοποιοί του παρελθόντος είχαν μεγαλύτερες ανάγκες, ακόμη και οικονομικές. Αυτό τους έκανε καλύτερους ηθοποιούς.Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Η μακρόχρονη εμπειρία σας στο χώρο σας επιτρέπει να πιάνετε τον «παλμό» της πλατείας; Γνωρίζετε ήδη πριν το χειροκρότημα την επικοινωνία που πετύχατε με το κοινό;
Νικήτας Τσακίρογλου – Ναι, γιατί όταν βρίσκομαι σε μια παράσταση προσπαθώ και να την αγαπήσω και να την κρίνω. Ξέρω που βρίσκομαι, ανεξάρτητα αν αυτό το υποστηρίζω με όλο μου το πνεύμα και όλο μου το σώμα, γιατί έτσι πρέπει. Και αυτό γιατί άλλος είναι ο δημιουργός, ειδικά σήμερα είναι ο σκηνοθέτης. Αυτός δημιουργεί την παράσταση και οι ηθοποιοί πρέπει να υπακούν στις σκέψεις, στις ιδέες και στην έκφραση αυτού του καλλιτέχνη. Εγώ πάντως είμαι υπάκουος, όχι υποτακτικός.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Σημαντικό για το πλαίσιο της συνεργασίας και τον σκοπό του αποτελέσματος.
Νικήτας Τσακίρογλου – Ναι, γιατί πάντοτε η ευχή είναι να υπάρχει ένα καλό αποτέλεσμα και αυτό συμβαίνει όταν υπάρχει έρως σε αυτό που γίνεται. Γιατί όταν γίνεται με επίδειξη, ή ασυντόνιστα και ο καθένας τραβάει το δρόμο του, τότε δεν μπορεί να υφίσταται έρως.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Η παράσταση έρχεται στη Θεσσαλονίκη για λίγες παραστάσεις στο Θέατρο Κολοσσαίον.
Νικήτας Τσακίρογλου – Θέλω πολύ να δει η Θεσσαλονίκη αυτή την παράσταση, γιατί έχει καλά στοιχεία, το έργο είναι σημαντικό και έχει λειτουργήσει πολύ καλά και η διανομή. Ο Μπουρδούμης είναι πολύ καλός στο ρόλο του Αμερικάνου. Ο Βαλαβανίδης παίζει έναν άνθρωπο της ορχήστρας του Φουρτβένγκλερ, ο οποίος υπήρξε δεύτερο βιολί, και φέρνει όλο αυτό το μαρασμό, που φέρουν οι άνθρωποι που δεν πέτυχαν στα όνειρα τους, και πολλές φορές γίνονται κακής ποιότητας άνθρωποι. Επίσης, και οι δύο κοπέλες της παράστασης, η Ελεφάντη η οποία είναι Γερμανίδα και αναγκάζεται να υπηρετήσει τον Αμερικάνο σαν γραμματέας, και η Παναγιωτοπούλου που παίζει την γυναίκα ενός σπουδαίου πιανίστα. Όλα αυτά είναι υπαρκτά πρόσωπα και αυτό είναι πολύ σημαντικό να το ξέρει το κοινό. Μέσα στο έργο πολλές φορές θίγει ότι η αξία του Φον Κάραγιαν δεν είναι αυτή καθεαυτή, στάθηκε στην απέναντι πλευρά από τον Φουρτβένγκλερ διότι είχαν μια αντιζηλία και αντιπαλότητα, και φαίνεται ότι δεν ήταν τόσο ακέραιος, παρόλο που ήταν μεγάλος μαέστρος.
Το βραβευμένο έργο «Προσωπική συμφωνία» έρχεται στη Θεσσαλονίκη
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Έχετε δημιουργήσει δεσμούς με την πόλη εδώ και χρόνια, δεδομένου ότι υπήρξατε καλλιτεχνικός διευθυντής του ΚΘΒΕ για 5 συναπτά έτη.
Νικήτας Τσακίρογλου – Έχω παρακολουθήσει πολύ την Θεσσαλονίκη και την έχω υπηρετήσει. Η μισή μου ζωή έχει υπάρξει στη Θεσσαλονίκη, παρόλο που είμαι Αθηναίος, και δεν ξέρω και αν η μοίρα θελήσει και συμβεί το μοιραίο να τελειώσει και εκεί. Θέλω να πω, ότι επιτέλους, ας έρχονται παραστάσεις που θα προσφέρουν ένα καλό θέατρο. Η Θεσσαλονίκη πολύ συχνά φιλοξενεί, και η εκδρομή των θεάτρων της Αθήνας, δεν είναι αυτή που αξίζει η πόλη να βλέπει. Επειδή, λοιπόν, την υπηρέτησα και πολιτικά και υπαρξιακά και γενικότερα, δεν ξέρω αν αυτό οφείλεται στο κράτος κατά ένα μεγάλο μέρος, λόγω του ότι την θεωρεί ένα δεύτερον στοιχείο, ενώ η πηγή των πραγμάτων είναι η Αθήνα. Αυτό είναι βασικό λάθος. Εγώ, κατά την θητεία μου, αυτό προσπάθησα να αποδείξω. Στη Θεσσαλονίκη έφερα τους Ευρωπαίους και κάναμε παραστάσεις, εκεί έκανα ένα ρεπερτόριο, κλασικό και σύγχρονο, φέρνοντας ηθοποιούς, ακόμη και από την Αθήνα, για να δοκιμαστούν σε σημαντικά έργα. Έγινε μια δουλεία την εποχή εκείνη με σκοπό, στόχο και πνεύμα. Δεν έχω παράπονο, το αγκάλιασε η Θεσσαλονίκη όπως και όλη η Ελλάδα, γιατί δεν περιοριστήκαμε. Η συμμετοχή μας στην Επίδαυρο και στα άλλα αρχαία θέατρα, αλλά και στο εξωτερικό ήταν σημαντική την εποχή εκείνη. Ας τα λέμε αυτά χωρίς εγωισμούς και υπερφίαλα πράγματα. Δυστυχώς, το πρόβλημα με την Θεσσαλονίκη ήταν, και είναι, η οξεία συνδικαλίτιδα, την οποία ονόμαζα εγώ, από τους συναδέλφους ηθοποιούς. Και λιγότερο το προσωπικό. Από την άλλη πλευρά, το καταλαβαίνω ότι υπάρχουν αιτήματα, αλλά όταν σου λέει το κράτος ότι δεν έχω να μοιράσω λεφτά, το αποτέλεσμα το είδαμε. Μείναμε στάσιμοι για πάνω από 10 χρόνια. Για αυτό λέω ότι πρέπει να υπάρχει σκέψη, σκέψη συνέχεια. Να το κάνω αυτό ή να μην το κάνω; Και γιατί το κάνω; Μπορεί να γίνει; Ζούμε σε ένα τόπο σπουδαίο και σπάνιο, έχουμε ωραίους ανθρώπους, πνεύμα, έχουμε τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τον Κουν, την Παξινού… Έχουμε ανθρώπους που πρέπει να είμαστε περήφανοι που γεννήθηκαν στην Ελλάδα, και πρέπει να βοηθήσουμε, αντί να διώχνουμε τους νέους μας προς τα έξω. Να τους βοηθήσουμε να μεγαλουργήσουν και να αναπτύξουν τις δυνατότητές τους, στον τόπο που λέγεται Ελλάδα. Είναι πατριωτικά όλα αυτά, αλλά είμαι και Έλληνας και πατριώτης, γιατί αν δεν είμαι, δεν μπορώ να παίζω ούτε αρχαία τραγωδία, ούτε βυζαντινό δράμα, ούτε ελληνικό έργο, δεν θα έχω το σθένος και τις αποσκευές αυτές για να μπορέσω να το υποστηρίξω.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Με λίγες λέξεις, λοιπόν, πώς θα περιγράφατε την σχέση σας με την Θεσσαλονίκη;
Νικήτας Τσακίρογλου – Η Θεσσαλονίκη είναι μια μοιραία πόλη για μένα. Με φέρνει κατά καιρούς και για μεγάλα διαστήματα κοντά της, κοντά στο λαό και τον κόσμο της, κοντά στα προβλήματα της, στα οποία μου αρέσει να συμμετέχω.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Υπάρχει μια σχέση ζωής.
Νικήτας Τσακίρογλου – Ναι, γιατί αξίζει η Θεσσαλονίκη. Είναι περιπετειώδης και ευάλωτη, όπως, και γενικότερα, η Βόρεια Ελλάδα. Εγώ προσπάθησα να κάνω θέατρο στη Μαρώνεια, σε ένα πιο ακριτικό μέρος που αγγίζει την Θράκη. Δημιουργήσαμε ωραία πράγματα με τοπικά δρώμενα και παραστάσεις, όπως οι Βάκχες που κάναμε με τον Τζώρτζογλου. Έχει αστείρευτες πηγές η Θεσσαλονίκη, και πρέπει οι άνθρωποι, οι καλλιτέχνες, οι πολιτικοί, οι άνθρωποι που ασχολούνται με το εμπόριο, να τα δουν όλα αυτά, να τα αναδείξουν και να τα υποστηρίξουν με το αίμα τους, γιατί είναι δυσεύρετα. Η Θεσσαλονίκη να υπάρχει, να δημιουργεί και να αποκτήσει αυτό που ονειρεύεται : ένα καλύτερο θέατρο.
Συνέντευξη: Μαρία Καστανάρα (Lavart)