Τι σημαίνει ο όρος «μπαϊράκι», ποια η ετυμολογία του και πού τον συναντάμε;
Σύμφωνα με το λεξικό του Τριανταφυλλίδη η λέξη μπαϊράκι είναι τουρκική “bayrak”, που είναι παραφθορά της περσικής και σημαίνει σημαία, ιδίως πολεμική ή αλλιώς παντιέρα που σημαίνει σημαία κράτους, σημαία ή λάβαρο αρχηγού κράτους, αξιωματούχου, στρατιωτικής μονάδας. Από την ίδια λέξη προκύπτει και ο Μπαϊρακτάρης, δηλαδή ο σημαιοφόρος. Σαν όρος αναφέρεται στην επανάσταση, στην εξέγερση ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων απέναντι σε μια άλλη καταπιεστική ομάδα. Η συγκεκριμένη επανάσταση γίνεται ανεξαρτητοποίηση, οργανωμένα με στόχο την απελευθέρωση από τα δεσμά. Το μπαϊράκι συνδέεται στενά με την ελληνική επανάσταση του 1821, καθώς ορισμένα μέλη ανταρτών που ζούσαν στα βουνά, δηλαδή οι κλέφτες και αρματολοί έπρεπε να διακριθούν μεταξύ τους. Οι πιο γνωστοί οπλαρχηγοί, αγωνιστές όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, οι Μαυρομιχαλαίοι είχαν ο καθένας το δικό του μπαϊράκι με συγκεκριμένα χρώματα και γράμματα ώστε να ξεχωρίζουν τα των μεταξύ τους ένοπλα σώματα.
Το μπαϊράκι, ή αλλιώς φλάμπουρο, ήταν συνήθως μονόχρωμο με ελάχιστα δίχρωμα υφασμάτινα σήματα κατά το πρότυπο του βυζαντινού φλάμουλου (ο λατινικός του όρος είναι flammulum) που σχημάτιζε σταυρό και είχε τριγωνικό σχήμα φλόγας. Με αυτά κυρίως παρουσιάζονταν στα πανηγύρια και στις γιορτές οι αρματολοί ενώ το μπαϊράκι ήταν το πολεμικό σήμα. Όσοι μάχονταν στη θάλασσα χρησιμοποιούσαν τον όρο «παντιέρα», σημαία παραλληλόγραμμου σχήματος.
Κωστής Παλαμάς: 18
Ονειρεύομαι, πλάθω, ζω το στίχο
στα λιγνά μου τα χέρια από παιδάκι·
τον έχτισα τριγύρω μου σαν τοίχο,
σα σηκωμού τον έστησα μπαϊράκι·
σαν ποτήρι, και πρόσφερα με κείνο
το νερό, το κρασί και το φαρμάκι.
Μα ο κεραστής εγώ, κι εγώ τα πίνω·
το στόμα ξένο, ανόρεχτο του κόσμου.
Πότε αμύριστο, αμάραντο είναι κρίνο
μιας μαστοριάς ο στίχος ο δικός μου,
πότε χορτάρι ηλιοθρεμμένων τόπων,
και πότε ωμά τον αμολά ο θυμός μου
φασκέλωμα στα μάτια των ανθρώπων.
«Σήκωσε μπαϊράκι»
Όταν κάποιος αποστατεί από τα συνηθισμένα, επαναστατεί, δεν ακολουθεί τους καθιερωμένους κανόνες μιας ομάδας οργανωμένα, τότε λέμε ότι σηκώνει το δικό του μπαϊράκι, ανεξαρτητοποιείται, ακολουθεί τους δικούς του κανόνες, τα δικά του θέλω. Σήμερα, με το ρήμα «σήκωσε», εννοούμε ότι αντιδρά κάποιος, οργανώνει την δική του επανάσταση, τη δημιουργεί.
Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος
Ο Όλυμπος κι’ ο Κίσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν,
το ποιο να ρήξη τη βροχή, το ποιο να ρήξη χιόνι.
Ο Κίσαβος ρήχνει βροχή κι’ ο Όλυμπος το χιόνι.
Γυρίζει τότ’ ο Όλυμπος και λέγει του Κισάβου.
“Μη με μαλώνης, Κίσαβε, μπρε τουρκοπατημένε,
που σε πατάει η Κονιαριά κ’ οι Λαρσινοί αγάδες.
Εγώ ειμ’ ο γέρος Όλυμπος ‘ς τον κόσμο ξακουσμένος,
έχω σαράντα δυο κορφαίς κ’ εξήντα δυο βρυσούλαις,
κάθε κορφή και φλάμπουρο κάθε κλαδί και κλέφτης.
Κι’ όταν το παίρν’ η άνοιξη κι’ ανοίγουν τα κλαδάκια,
γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους.
Έχω και το χρυσόν αϊτό, το χρυσοπλουμισμένο,
πάνω ‘ς την πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει:
-“Ήλιε μ’, δεν κρους ταποταχύ, μόν’ κρους το μεσημέρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, τα νυχοπόδαρά μου;”.
Διαβάστε επίσης:
Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη παρουσιάζει την έκθεση «Η Γυναίκα στην Επανάσταση του 1821»
Κείμενο: Δήμητρα Γκαμπλιά (Lavart)