Η απόδειξη πως τα λόγια κάποιες φορές είναι περιττά.
[dropcap size=big]Α[/dropcap]νυπομονούσα για τη συγκεκριμένη συναυλία τους τελευταίους μήνες, από την ημέρα κιόλας που είχε ανακοινωθεί. Όσο πλησίαζε ο καιρός, τόσο περισσότερος ενθουσιασμός με διακατείχε, με τους ήχους των Explosions in the Sky να ακούγονται στο δωμάτιό μου επί μονίμου βάσεως. Πάντα υπάρχει χώρος όμως και για απρόβλεπτα, οπότε βρέθηκα το βράδυ της Παρασκευής στο Principal Club Theater, ελαφρώς αναστατωμένη λόγω κάποιου συμβάντος που προηγήθηκε της συναυλίας και με τρομερό πονοκέφαλο. Τα πράγματα δεν προμηνύονταν καλά. Πόσες πιθανότητες υπήρχαν να καταφέρω να απολαύσω συναυλία post-rock μουσικής έχοντας πονοκέφαλο;
Οι πρώτες νότες της βραδιάς ακούστηκαν από τους Accra Minoa, στο πρώτο τους live μετά από μια σχετικά μεγάλη αποχή. Το post-rock συγκρότημα από την Κατερίνη έπαιξε τα κομμάτια από το EP του, μεταφέροντάς μας «μακριά από την καθημερινότητα και τη φθορά που αυτή μπορεί να φέρει». Πόσο πιο ενδιαφέρουσα, έστω και λίγο, θα ήταν η μουσική σκηνή της Ελλάδας, αν συγκροτήματα σαν το συγκεκριμένο ξέφευγαν από τον «ερασιτεχνισμό» και τις όποιες δυσκολίες της μουσικής βιομηχανίας και δημιουργούσαν χωρίς περιορισμούς…[dropcap size=big]Α[/dropcap]φότου οι Accra Minoa μας «ζέσταναν» με τη μουσική τους, οι Τεξανοί Explosions in the Sky εμφανίστηκαν στη σκηνή στις 22:30, συνεπείς στην ώρα τους. Η αρχή ήταν δυναμική, προμηνύοντας την πορεία της βραδιάς. Από τους πρώτους κιόλας ήχους έχουν την ικανότητα να τραβάνε την προσοχή σου και να επηρεάζουν τα συναισθήματά σου. Έτσι, λοιπόν, μετά από ένα-δυο κομμάτια, ο πονοκέφαλος εξαφανίστηκε τελείως. Αυτό ήταν. First breath after coma. Οι μελωδίες τους είναι αναζωογονητικές, σαν μικρές ορχηστρικές συμφωνίες κάθαρσης.
Ήρεμες, γλυκές μελωδίες, που σταδιακά αυξάνονται, φτάνουν στην κορύφωση και ξεσπάνε σε μαινόμενους ρυθμούς. Τα κρεσέντο και οι κορυφώσεις είναι χαρακτηριστικό της post-rock μουσικής, και οι EITS το γνωρίζουν πολύ καλά. Η μουσική τους, το αποτέλεσμα μιας δημιουργικής έκρηξης, αποτελεί έναν κόσμο συγκινήσεων. Τη μια στιγμή είναι ουράνια, λαμπυρίζουσα σαν πεφταστέρια, γεμάτη γλυκιά μελωδία και αισιοδοξία. Και ξαφνικά εκρήξεις «θορύβου» και βιομηχανοποιημένοι ήχοι απλώνονται στο χώρο. Από τη μια το παλιό κι αγαπημένο άλμπουμ The Earth Is Not A Cold Dead Place, μια απόπειρα του συγκροτήματος να γράψει κομμάτια αγάπης, από την άλλη το καινούργιο The Wilderness, με κομμάτια που δημιουργούν την αίσθηση ενός μεγαλύτερου χάους, στο οποίο ενυπάρχουν ο τρόμος, η ομορφιά, η δομή, η αφαίρεση, η αγριότητα…[dropcap size=big]Π[/dropcap]ολλοί έχουμε φανταστεί κατά καιρούς πόσο υπέροχο θα ήταν αν ακουγόταν η κατάλληλη μουσική στην καθημερινότητά μας, σε ό,τι και να κάναμε, όπως γίνεται στις ταινίες. Ένα προσωπικό μας soundtrack, με το κατάλληλο κομμάτι να ακούγεται όταν είμαστε στο λεωφορείο, όταν περπατάμε στο δρόμο, όταν βρισκόμαστε με φίλους… Η μουσική των EITS θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα προσωπικό soundtrack. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως έχει ντύσει μουσικά ταινίες, σειρές, ντοκιμαντέρ, τηλεοπτικές διαφημίσεις… Κινηματογραφική μουσική, αυτό είναι. Μια συναισθηματική φαντασμαγορία.
Καθ’όλη τη διάρκεια της συναυλίας, η οποία διήρκησε μιάμιση ώρα ακριβώς χωρίς encore, το ένα κομμάτι έδενε στο άλλο, δημιουργώντας έτσι ένα ενιαίο μουσικό σύνολο αντί για την παράθεση ανεξάρτητων κομματιών. Οι ελάχιστες στιγμές προσωρινής μουσικής ησυχίας διακόπτονταν από το χειροκρότημα του κόσμου. Αυτό που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν το πόσο δεμένοι σαν ομάδα έδειχναν οι μουσικοί, καθώς ακόμα και οι κινήσεις τους βρίσκονταν σε αρμονία και συγχρονισμό. Παρόλο που η συναυλία, λοιπόν, ήταν καλή, δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες μου, αφήνοντάς με προσωπικά λίγο απογοητευμένη. Πήγα στη συναυλία περιμένοντας να είναι υπέροχη, αλλά συγκρίνοντάς την με την πρόσφατη συναυλία των God is an Astronaut, ο ήχος αυτή τη φορά δεν ακουγόταν τόσο καθαρός, σίγουρα όχι τόσο καθαρός όσο ακούγεται ηχογραφημένος σ’ ένα άλμπουμ. Γυρνώντας σπίτι, παρ’ όλα αυτά, το πρώτο που έκανα ήταν ν’ ακούσω EITS, ελπίζοντας πως την επόμενη φορά που θα πάω σε συναυλία τους, η ακουστική θα είναι ελαφρώς καλύτερη.
Κείμενο: Ζωή Όσσα (Lavart)
Φωτογραφίες: Έλενα Κοσμοπούλου (Lavart)