Η αρχή έγινε το 2008, όταν μερικοί φίλοι συναντήθηκαν μουσικά ως μία μπάντα του δρόμου και αποφάσισαν να ανταλλάξουν τα βιώματά τους. Έτσι, τα παραδοσιακά των Γρεβενών και τα χάλκινα των Βαλκανίων συνδυάστηκαν με τη βάση της ροκ και γεννήθηκαν οι BaiLdSA. Μετά από δύο δίσκους – ο πρώτος με τίτλο USB – United States of Balkan (2011) και ο δεύτερος zVarNa (2014) – καθώς και αμέτρητα live, φτάνουμε στο σήμερα που περιμένουμε τον τρίτο τους δίσκο, από τον οποίο ακούμε το πρώτο κομμάτι Balkan Express και βλέπουμε το εξαιρετικό βίντεο κλιπ που επιμελήθηκε ο Γεράσιμος του project Who Shot Ya?. Στο στούντιο των BaiLdSA συναντήσαμε ένα μεσημέρι το συγκρότημα και τον σκηνοθέτη και μιλήσαμε για το βίντεο κλιπ, τη μουσική και για πολλά ακόμα. Πρώτα βλέπεις, μετά διαβάζεις!
[su_youtube url=”https://www.youtube.com/watch?v=NDXjTTSs0aY” width=”200″ height=”100″ responsive=”no”]
Μαρία Μιχαλάκη (Lavart) – Γεράσιμε, πώς ξεκίνησες να ασχολείσαι με την εικόνα και την παραγωγή βίντεο;
Γεράσιμος – Ασχολούμουν ανέκαθεν με τη φαντασία και την εικόνα. Μπορούσα με έναν τρόπο να βλέπω εικόνες που δεν έβλεπε κανένας άλλος. Παραδείγματος χάριν, ενώ άλλοι έβλεπαν τρία τρίγωνα, εγώ έβλεπα ένα πρόσωπο. Μετά, θέλοντας να δημιουργήσω κάτι δικό μου, ασχολήθηκα με το 3D animation – εκεί που φτιάχνεις έναν χαρακτήρα από το μηδέν – και με ενθουσίασε πάρα πολύ. Στην συνέχεια, ξεκίνησα να δουλεύω πάνω σ’ αυτό και σε δύο χρόνια έκανα ένα βίντεο τριών λεπτών. Επειδή όμως δούλευα μόνος, για το κάθε βίντεο θα χρειαζόμουν πολύ χρόνο. Οπότε μετά «έπεσα» στο μοντάζ και την εικονοληψία.
Μαρία Μιχαλάκη (Lavart) – Τι είναι το Who Shot Ya?
Για μένα είναι η απόλυτη τέχνη. Ξεκίνησα το πρότζεκτ με την ιδέα να τα κάνω όλα εγώ, σκηνοθεσία, λήψη, μοντάζ. Έτσι άφησα όλα τα υπόλοιπα και ασχολήθηκα αποκλειστικά με αυτό, χωρίς να περιμένω χρήματα. Τις περισσότερες φορές τα έσοδα ήταν από τις προβολές του βίντεο στο Youtube. Και πήγε πολύ καλά, όλοι ήταν ευχαριστημένοι από τη δουλειά μου και απέδειξα και στον εαυτό μου ότι μπορώ να το κάνω, και μάλιστα εύκολα.
Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Έχεις σπουδάσει σκηνοθεσία;
Στη σχολή του 3D animation τα μαθαίνεις όλα, γιατί δημιουργείς έναν χαρακτήρα που πρέπει να έχει ένα backstory και δίνεις ψυχή σε κάτι άψυχο. Αλλά όταν αντιμετώπισα τον Δημήτρη Κοντό, τον ηθοποιό που συμμετέχει στο βίντεο κλιπ, αυτός περίμενε οδηγίες από μένα. Εγώ αγχώθηκα! Αλλά μετά θυμήθηκα τα χρόνια μου στη σχολή που ουσιαστικά εγώ έπρεπε να υποδείξω στον χαρακτήρα τι θα κάνει. Αν το σκεφτείς, είναι κάπως δικτατορικό αυτό, αλλά πρέπει να υπερισχύσει η ματιά του σκηνοθέτη στον κινηματογράφο, γιατί αυτό που βλέπει αυτός είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που βλέπει ο ηθοποιός, και τελικά η εικόνα του σκηνοθέτη βγαίνει στο τελικό αποτέλεσμα. Εν τέλει, η συνεργασία μας ήταν μια χαρά και ο ίδιος μου είπε πολύ καλά λόγια.
Μαρία Μιχαλάκη (Lavart) – Πώς προέκυψε η αρχική ιδέα για το βίντεο;
Θάνος Γκουντάνος – Η αρχική ιδέα ήταν του Γεράσιμου, και τη συζητήσαμε αρκετά όλοι μαζί. Ήταν πάρα πολύ περίεργο στα γυρίσματα, γιατί οι δυο τους, ο σκηνοθέτης και ο πρωταγωνιστής, ανέλαβαν το μεγαλύτερο κομμάτι και εμείς ήμασταν κάτι περίεργοι τύποι με στολές που βοηθούσαμε και κρατούσαμε τα φώτα! Τα παιδιά δούλευαν, τραβούσαν λεπτομέρειες και εκφράσεις και εμείς δεν είχαμε ιδέα για την εικόνα που δημιουργήθηκε στο τέλος. Μετά μας κάλεσε ο Γεράσιμος να δούμε τα πρώτα πλάνα και ήταν όλα πολύ δυνατά. Και μετά στο μοντάζ διαμορφώθηκε και μας άρεσε πάρα πολύ. Τα γυρίσματα είχαν πολλή αδρεναλίνη, πολύ γέλιο και αρκετή ταλαιπωρία. Αλλά τελικά, για εμάς, ήταν από τα πιο ξεκούραστα βίντεο που έχουμε κάνει. Και το αποτέλεσμα μας δικαίωσε.
Μαρία Μιχαλάκη (Lavart) – Πόσο καιρό κράτησε η προετοιμασία, τα γυρίσματα και το post–production;
Θάνος Γκουντάνος – Σε τρεις μέρες έγιναν τα γυρίσματα, γύρω στα τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου, στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Και μετά ο Γεράσιμος δούλεψε πάρα πολύ γρήγορα και ήμασταν έτοιμοι γύρω στα μέσα Σεπτέμβρη. Χρειάστηκε ένας χρόνος για να ετοιμαστεί το promo και μετά το βίντεο «εξαερώθηκε»…
Γεράσιμος – Μετά το τελικό μοντάζ αφήνω πάντα το αποτέλεσμα να ωριμάσει για ένα διάστημα στο μυαλό μου για να δω τη διάρκειά του στο χρόνο. Εκεί είναι που προκύπτουν κάποιες μικρές αλλαγές που βελτιώνουν εντελώς τη ροή και τον ρυθμό.
Μαρία Μιχαλάκη (Lavart) – Το τελικό αποτέλεσμα παρέκκλινε από την αρχική ιδέα;
Γεράσιμος – Να σου πω την αλήθεια, δεν άλλαξε πάρα πολύ η αρχική ιδέα, γιατί αυτό που είχαμε στο μυαλό μας ήταν πολύ ανοιχτό. Πολλές λεπτομέρειες μάλιστα τις βρήκαμε στην πορεία, ανάλογα με τα μέσα που είχαμε, πάντα ακολουθώντας το κόνσεπτ που θέλαμε να βγάλει το βίντεο: αυτό της σουρεαλιστικής κατάχρησης. Βλέπεις τι έχεις γύρω σου και το χρησιμοποιείς όσο καλύτερα γίνεται. Πρώτα, ήθελα να γνωρίσω τα παιδιά και μετά να διαμορφωθεί η ιδέα. Έτσι, πριν από τα γυρίσματα, περάσαμε τρεις μέρες μαζί, γνώρισα το χαρακτήρα του καθενός, βρήκαμε μία κοινή συνισταμένη και από εκεί συνεχίσαμε. Όλοι ήταν πολύ ανοιχτοί, με εμπιστεύτηκαν και βγήκε κάπως έτσι, αναίμακτα. Έπρεπε να γίνει μία εμπειρία για όλους μας, να το μοιραστούμε όλοι μαζί. Να μοιραστούμε την τέχνη μας.
Έπρεπε να γίνει μία εμπειρία για όλους μας, να το μοιραστούμε όλοι μαζί. Να μοιραστούμε την τέχνη μας.
Θάνος Γκουντάνος – Πάντως, κι εμάς μας κέντρισε πολύ το ενδιαφέρον αυτή η φιλοσοφία. Το πρότζεκτ είναι να βρεθείς με αυτόν που θα συνεργαστείς και να περάσετε πραγματικές ώρες μαζί, εκτός των γυρισμάτων, και από την σχέση που θα προκύψει να διαμορφωθεί το βίντεο.
Μαρία Μιχαλάκη (Lavart) – Βλέπουμε ότι, σήμερα, πολλοί καλλιτέχνες από διάφορους μουσικούς χώρους καταφεύγουν σε πιο χειροποίητα μέσα για την παραγωγή ενός βίντεο, με χαμηλό budget και λίγα άτομα. Είναι ο μόνος δρόμος;
Γεράσιμος – Από την πλευρά του σκηνοθέτη, σήμερα, βλέπω ότι δεν υπάρχει χρηματοδότηση. Στην Αθήνα υπάρχουν ακόμη κάποιες εταιρείες παραγωγής, αλλά αυτό που παρατηρώ είναι ότι έχει χαθεί το όραμα. Οι σχολές 3D animation θέλουν να βγάζουν χειριστές μονάχα και απορρίπτεται κάθε προσπάθεια για μοναδικότητα και πρωτοτυπία.
Θάνος Γκουντάνος – Πάντως, σήμερα, πολλά συγκροτήματα και μεγάλοι καλλιτέχνες ειδικά στην δική μας μουσική σκηνή είναι αυτοχρηματοδοτούμενοι. Αφού δεν υπάρχει κάποιος που να το χρηματοδοτήσει όλο αυτό, στηριζόμαστε στην αλληλεγγύη και στην αλληλοϋποστήριξη μεταξύ των καλλιτεχνών.
You are currently viewing a placeholder content from Default. To access the actual content, click the button below. Please note that doing so will share data with third-party providers.
Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Ζείτε από τη μουσική σας;
Θάνος Γκουντάνος – Αν εννοείς από το συγκρότημα, όχι. Προσωπικά, από επιλογή ασχολούμαι μόνο με τη μουσική. Τις καθημερινές διδάσκω μουσική για να συντηρούμαι. Αλλά το όνειρό μας είναι να καταφέρουμε να ζούμε από το συγκρότημα, να κάνουμε αυτό που αγαπάμε χωρίς να χρειαστεί να το πουλήσουμε. Όχι φθηνά τουλάχιστον! (γέλια) Αλλά για ένα συγκρότημα στην Ελλάδα αυτό είναι πολύ δύσκολο.
Οι σχολές 3D animation θέλουν να βγάζουν χειριστές μονάχα και απορρίπτεται κάθε προσπάθεια για μοναδικότητα και πρωτοτυπία.
Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Λόγω του είδους της μουσικής που παίζετε, σας έχουν ανοίξει πόρτες στο εξωτερικό και ειδικότερα στα Βαλκάνια;
Θάνος Γκουντάνος – Στα Βαλκάνια έχουμε κάνει πολλές συναυλίες σε όλους τους γείτονές μας και ήμασταν πάντα καλοδεχούμενοι. Στην Τουρκία, επίσης, έχουμε ένα αδελφικό συγκρότημα, τους Luxus, που προσπαθούμε να κάνουμε συμπράξεις και συνεργασίες. Όπως και στη Βουλγαρία έχουμε κάνει κάποιες επαφές. Δεν είναι εύκολο αλλά το χτίζεις σιγά σιγά, σκάβοντας το δρόμο με το κουταλάκι…
Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Το line–up είναι το ίδιο από την αρχή σας;
Θάνος Γκουντάνος – Από τον πρώτο δίσκο, τον πρώτο σταθμό του συγκροτήματος, δεν έχουνε γίνει πολλές αλλαγές. Μπάσο έχουμε αλλάξει, ήταν ο Λουκάς ο Μεταξάς στον πρώτο δίσκο, αλλά τώρα έχει φύγει στην Aθήνα.Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Υπάρχουν καλλιτέχνες που μπορεί να παίζουν τα ίδια κομμάτια για 10, για 20 χρόνια, με ελάχιστες προσθήκες. Πώς μπορεί η ψυχοσύνθεση ενός μουσικού να παραμένει σε επίπεδα ζωντάνιας στα ίδια κομμάτια για τόσα χρόνια;
Γεράσιμος – Για μένα υπάρχουν πολλοί λόγοι, αλλά οι περισσότεροι θίγουν τον καλλιτέχνη. Έχει διαφορά το να μείνεις κολλημένος από το να μείνεις πιστός. Και το να μείνεις κολλημένος μπορεί να συμβεί γιατί θεωρείς ότι μόνο αυτό μπορεί να σε ταΐσει. Αλλά, για μένα, αν το κάνεις αυτό δεν είσαι καλλιτέχνης.
Θάνος Γκουντάνος – Εντάξει, και το τι είναι καλλιτέχνης είναι μία τεράστια κουβέντα. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες γιατί εμπλέκονται και η show-biz και το marketing που εκεί πλέον παρατηρείς πως κάποιοι μουσικοί δουλεύουν σαν είναι δημόσιοι υπάλληλοι. Από την άλλη υπάρχουν και καλλιτέχνες που κάνουν αυτό που θέλουν και το καταφέρνουν. Εμείς αυτό κοιτάμε.
Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Έχει κοινωνικό ρόλο ο καλλιτέχνης σήμερα; Έχει υποχρεώσεις απέναντι στην κοινωνία, λόγω της θέσης του;
Θάνος Γκουντάνος – Σε μία συναυλία των Χαΐδηδων, ο Αποστολάκης είχε πει ότι όταν συμβαίνει κάτι κακό, οι πρώτοι που το αντιλαμβάνονται είναι οι «τρελοί», οι ψυχοπαθείς, πράγμα το οποίο είναι αποδεδειγμένο επιστημονικά. Οπότε λέει «όλοι εμείς που μαζευτήκαμε σήμερα εδώ και έχουμε μία κοινή ανησυχία είμαστε όλοι μία παρέα ψυχοπαθών»! Με την έννοια ότι εμείς που συζητάμε για την κοινωνική αλλαγή, είμαστε μία μειονότητα και οι υπόλοιποι μας βλέπουν σαν τους ουτοπικούς, τους τρελούς της υπόθεσης, που πρέπει να μιλάνε μόνο μεταξύ τους.
Γιάννης Βαμβακάς – Υπό αυτήν την έννοια ένας καλλιτέχνης είναι πολύ συχνά ψυχοπαθής, οπότε, αφού αντιλαμβάνεται αυτά τα πράγματα, νιώθει και την ανάγκη να τα μοιραστεί. Και φυσικά έχει και το χρέος πρώτα απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό.
Θάνος Γκουντάνος – Υπάρχουν καλλιτέχνες που είναι κοινωνικά ενεργοί ή κάποιοι που είναι στρατευμένοι και υπάρχουν και κάποιοι που είναι απολιτίκ. Ο κάθε καλλιτέχνης στηρίζει αυτό που τον ενδιαφέρει και διαλέγει ό,τι του ταιριάζει. Έχει ένα βήμα, και μπορεί να πει κάποια πράγματα ή να δράσει ανάλογα, να είναι ενεργός, να είναι ακτιβιστής και αλληλέγγυος. Και το κοινό επιλέγει ποιον θα στηρίξει με παρόμοιο τρόπο.
Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Έχουμε φτάσει σε μία κατάσταση σήμερα που δεν έχει τόσο σημασία να εξετάσουμε τι έφταιξε, ποιος ευθύνεται, αλλά τι κάνουμε εμείς. Θεωρείς πως ο καλλιτέχνης και ο διανοούμενος γνωρίζουν την αλήθεια ενώ παράλληλα έχουν και τον τρόπο να την μεταδώσουν;
Γιάννης Βαμβακάς – Αυτό έχει γίνει πολλές φορές στο παρελθόν. Σκέφτομαι το παράδειγμα του Ρίτσου που οι στίχοι του στα χρόνια που τον διαδέχθηκαν σηματοδότησαν ένα ολόκληρο κίνημα. Αν ο καλλιτέχνης κάνει κάτι το οποίο πηγάζει από κάπου βαθιά μέσα του και δεν είναι «μπίζνα». Αλλά, δεν μπορείς να τον πιάσεις τον άλλον από το γιακά και να τον κάνεις να ακούσει αυτά που θέλεις να του πεις.
Γεράσιμος – Ακριβώς. Για μένα και ο καθένας από εμάς έχει την ευθύνη να ψάξει να βρει την αλήθεια. Θέλεις να αφυπνίσεις το μυαλό σου; Ψάξ’ το! Μην περιμένεις από άλλους. Κάποιος άλλος αφύπνισε το δικό του μυαλό και ανακάλυψε ένα θησαυρό. Ψάξε να βρεις αυτόν τον θησαυρό.
Θάνος Γκουντάνος – Εγώ θα σου πω ένα παράδειγμα που το θεωρώ το καλύτερο για την κουβέντα που κάνουμε. Για έναν καλλιτέχνη, τον Manu Chao, ο οποίος πέρα από τη μουσική του, αντιλαμβάνεται την ευθύνη αυτή και δρα ακτιβιστικά από το βήμα που του δόθηκε. Είτε σου αρέσει είτε όχι, τα τραγούδια του Manu Chao έχουν και κοινωνικό και πολιτικό μήνυμα. Αλλά αυτός ο άνθρωπος και στην πράξη, τα μισά χρήματα από την κάθε συναυλία τα στέλνει απευθείας στους Zapatistas στηρίζοντας το κίνημά τους. Και τώρα στηρίζει επίσης και μία αντίστοιχη κοινότητα στην Αφρική. Αν και κερδίζει πολλά χρήματα στις συναυλίες, ο ίδιος ζει απίστευτα λιτά, πολύ πιο λιτά από εμάς. Αυτός ο άνθρωπος είναι ό,τι ήταν και ο Bob Marley παλιότερα και αυτό το δείχνει χωρίς να το διαφημίζει, κάνοντάς το πράξη. Και όταν είχαμε εμφανιστεί μαζί του τον Ιούνιο του 2014 μας είχε πει το εξής: «Ωραία, είσαι μουσικός και έχεις κοινωνικά και πολιτικά μηνύματα. Αλλά αυτό δεν φτάνει, είναι μόνο μουσική. Το θέμα είναι τι κάνεις κάθε μέρα».
Μαρία Μιχαλάκη (Lavart) – Από την αρχή σας, βασίζεστε στα δικά σας πόδια για την παραγωγή και την διανομή της μουσικής σας. Αυτό έγινε ως επιλογή ή από ανάγκη;
Γιάννης Βαμβακάς – Δεν είναι ή το ένα ή το άλλο. Μπορείς να επιλέξεις να το κάνεις συνειδητά, γιατί όταν είσαι κάτω από την ασπίδα μίας εταιρείας δημιουργούνται καλλιτεχνικές «υποχρεώσεις» τις οποίες δεν μπορείς να παρακάμψεις και μπορούν να σε αλλοιώσουν πολύ γρήγορα ως μουσικό. Από την άλλη, η μουσική βιομηχανία με την άνοδο του διαδικτύου και υπηρεσιών, όπως το Spotify, έχει αλλάξει στόχευση. Καλό είναι να αποφύγεις όσο μπορείς αυτά τα πράγματα, τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα.
Θάνος Γκουντάνος – Ανέκαθεν υπήρχαν και ανεξάρτητες εταιρείες που στήριζαν και στηρίζουν συγκροτήματα χωρίς να επεμβαίνουν στη μουσική. Τώρα οι περισσότεροι κάνουν μόνοι τους τις δουλειές τους ή μπαίνουν υπό την στέγη κάποιας εταιρείας η οποία αποτελείται από αντίστοιχης φιλοσοφίας άτομα. Εμείς, από τον πρώτο δίσκο ακόμα, επιλέξαμε να διαθέτουμε δωρεάν τη μουσική μας και το κοινό να μας στηρίζει μέσα από τα live και από δωρεές. Και δεν είμαστε ούτε οι πρώτοι, ούτε οι μόνοι. Θέλαμε να έχουμε μία άμεση επαφή με το κοινό μας και πλέον με το ίντερνετ μπορείς να το πετύχεις αυτό.Μαρία Μιχαλάκη (Lavart) – Παρατηρώ πως σήμερα, που επικρατεί η τάση να ακούμε μουσική μέσω διαδικτύου έχει χαθεί η σχέση που υπήρχε παλιότερα με το απτό αντικείμενο, όπως ένα CD ή ένα βινύλιο. Παράλληλα όμως, βλέπουμε πως το βινύλιο επιστρέφει πολύ δυναμικά στη μουσική βιομηχανία. Γιατί θα λέγατε ότι συμβαίνει αυτό;
Θάνος Γκουντάνος – Το βινύλιο για κάποιους είναι έρωτας σαν διαδικασία γιατί είναι διαφορετικός και ο τρόπος που ακούς μουσική. Μονίμως συζητάμε το πόσο τρομακτικά έχει αλλάξει ο τρόπος που ακούμε μουσική. Λόγω του διαδικτύου, έρχεσαι αντιμέτωπος με την υπερπληροφόρηση και πρέπει να είσαι ικανός να διαχωρίζεις το τι θα κρατήσεις και τι όχι. Παλιότερα, πήγαινες στο δισκοπωλείο, έπαιρνες τον μοναδικό σου δίσκο και άκουγες τη μουσική περιεργαζόμενος την κάθε του λεπτομέρεια από άποψη μουσικής και αισθητικής.
Γιάννης Ιωαννίδης – Ακριβώς. Είναι πολύ διαφορετική η διαδικασία που ακούς μουσική από ένα βινύλιο. Το βινύλιο είναι πιο χειροπιαστό, έχει άλλη αξία και συνήθως ο κόσμος που αγοράζει δίσκους είναι συναισθηματικά πιο δεμένος μαζί τους. Επίσης, ας μην ξεχνάμε ότι το βινύλιο είναι και πιο καλό ηχητικά, γιατί δίνει πιο πολύ χώρο και αποδίδει καλύτερα την αίσθηση του ζωντανού παιξίματος. Με τα CD και τα MP3 όσο συμπιέζεται ο ήχος τόσο περισσότερο χάνει την αυθεντικότητά του.
Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Είπατε ότι έχει αλλάξει ο τρόπος που ακούμε μουσική. Θεωρώ ότι έχει χαθεί η προσοχή στην ακρόαση με τους διάφορους περισπασμούς, όταν ακούς παραδείγματος χάριν μουσική, μέσω ενός υπολογιστή σερφάροντας παράλληλα στο διαδίκτυο. Πιστεύετε ότι αυτό δημιουργεί και κατ’ επέκτασιν κακούς μουσικούς;
Θάνος Γκουντάνος – Όχι, δεν το συμμερίζομαι αυτό. Τα παιδιά που μεγαλώνουν τώρα ακούνε μουσική μόνο από το Youtube και δεν νομίζω ότι είναι κακό αυτό. Εκεί θα μεταφερθεί το πράγμα. Αυτό που πρέπει να διδάσκεται πλέον στα σχολεία είναι το πώς να κάνουμε σωστά αναζήτηση στο Google για να γνωρίζουμε τι είναι σημαντικό. Η δικιά μας γενιά έπεσε στο χάος της υπερπληροφόρησης γιατί έζησε την εξέλιξη της τεχνολογίας από την αρχή και όταν ήρθε το Internet, από την λαχτάρα της αφθονίας, έπεσε με τα μούτρα. Δεν νομίζω ότι τα παιδιά σήμερα θα έχουν αυτό το πρόβλημα, γιατί δεν έχουν βιώσει την αλλαγή από το αναλογικό στο ψηφιακό. Αλλά και η παλαιότερη τεχνολογία δεν εξαφανίζεται. Εμείς, ας πούμε, τον δεύτερό μας δίσκο τον ηχογραφήσαμε αναλογικά από επιλογή, ενώ είχαμε όλες τις ευκολίες των ψηφιακών μέσων.
Μαρία Μιχαλάκη (Lavart) – Ποιες είναι οι διαφορές μεταξύ αναλογικού και ψηφιακού τρόπου ηχογράφησης; Τι κερδίσατε τελικά;
Θάνος Γκουντάνος – Παλιότερα, στις αναλογικές ηχογραφήσεις, έπαιζες ζωντανά στο στούντιο, έκανες κάποια overdubs και ο παραγωγός σου έπρεπε να κερδίσει το καλύτερό σου λεπτό σε μία λήξη μέσα από την παρακολούθηση και τις παρατηρήσεις του. Στην ψηφιακή ηχογράφηση, από την άλλη, έχεις την ευκολία να κάνεις χίλιες φορές το ίδιο πράγμα αλλά έτσι ο παραγωγός χάνει τη ζωντάνια και τη live ποιότητα. Ο παραγωγός μας, ο Νικόδημος Τριαρίδης, γνωρίζοντας ότι είμαστε μία μπάντα που στηρίζεται στις ζωντανές της εμφανίσεις θέλησε να βγάλει ακριβώς αυτό. Γενικά, με τις μόδες που περνάνε και κάνουν κύκλο, η αναλογική ηχογράφηση επιστρέφει και πάλι ως παράλληλος τρόπος διαδικασίας.
Μαρία Μιχαλάκη (Lavart) – Θα το κρατήσετε στον επόμενο δίσκο;
Θάνος Γκουντάνος – Όχι! (γέλια)
Μαρία Μιχαλάκη (Lavart) – Σχετικά με το νέο κομμάτι τώρα. Balkan Express. Βλέπουμε πιο σκληρό ήχο με stoner επιρροές να συνδυάζεται με το χαρακτηριστικό balkan, τάση που ξεκινήσατε στον δεύτερο δίσκο και συνεχίζετε τώρα. Πώς προέκυψε αυτό το πάντρεμα;
Θάνος Γκουντάνος – Αυτό το κομμάτι είναι έτσι, αλλά δεν σημαίνει ότι όλος ο δίσκος θα ακολουθήσει αυτήν τη κατεύθυνση. Το stoner και γενικά η κιθαριστική μουσική έχουν ανέβει πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Εμείς, όπως όλοι οι καλλιτέχνες, κινούμαστε, εξελισσόμαστε, ακολουθώντας όμως πάντα το τρένο των BaiLdSA και έχοντας πάντα το βαλκανικό στοιχείο στην ταυτότητά μας. Ουσιαστικά, είμαστε ανοιχτοί μουσικοί, ενεργοί με αυτιά ανοιχτά, και όλα όσα ακούμε μας επηρεάζουν. Το κοινό των BaiLdSA όμως είναι πολυμορφικό: κάποιοι αγαπούν περισσότερο τον πρώτο, πιο balkan δίσκο, κάποιοι άλλοι τον δεύτερο, πιο σκληρό. Κάποιοι μπορεί να αγαπούν περισσότερο τον τρίτο!
Μαρία Μιχαλάκη (Lavart) – Με ποιον τρόπο έχει αλλάξει ο ήχος σας από το 2008 και από τα πρώτα live;
Γιάννης Βαμβακάς – Στην ουσία, είχαμε ξεκινήσει ως μπάντα δρόμου και όταν πρωτοσυναντηθήκαμε μουσικά μεταξύ μας παίζαμε περισσότερο διασκευές. Με τον καιρό και την τριβή στα live, εξελιχθήκαμε και από το πιο ακουστικό ύφος περάσαμε στο στούντιο ηχογράφησης και στα δικά μας πρώτα κομμάτια. Πολύ γρήγορα μπήκαν τα τύμπανα, έφυγε το κόντρα μπάσο, ήρθε το ηλεκτρικό μπάσο και διαμορφώθηκε ο ήχος μας. Έχει σκληρύνει από τότε, έχει σκοτεινιάσει.
Θάνος Γκουντάνος – Ναι, έχει σκοτεινιάσει. Αλλά δεν είναι πολύ φυσικό αυτό; Φαντάσου, πώς ζούσαμε το 2008, προ κρίσης, και πώς ζούμε τώρα. Και βέβαια, είμαστε μεγαλύτεροι ηλικιακά και έχουν αλλάξει τα ακούσματά μας. Στην αρχή, μας ενδιέφερε περισσότερο να ασχοληθούμε με τη βαλκανική μουσική – ανάγκη που προερχόταν από τα βιώματά μας – και να τη μπλέξουμε με μοντέρνα στοιχεία. Μετά ήρθε η ανάγκη να δώσουμε κάποια μηνύματα μέσω του στίχου και μέσα από τον πρώτο δίσκο πήρε μορφή το τι ακριβώς θέλουμε να κάνουμε και από εκεί και μετά εξελίσσεται.
Μαρία Μιχαλάκη (Lavart) – Έχετε κάποιον μουσικό στόχο;
Γιάννης Ιωαννίδης – Νομίζω πως δεν πάει έτσι στημένο. Δεν έχουμε έναν στόχο που να μας οδηγεί προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση. Μας βγαίνει στη πορεία, έχοντας το παρελθόν μας από πίσω, το παρόν μας, και το μέλλον μας μπροστά, προσπαθώντας αυτά τα τρία πάντα να τα συγχρονίσουμε.
Μαρία Μιχαλάκη (Lavart) – Είστε μία μπάντα, που ανέκαθεν είχατε βαθιά σχέση με την μουσική παράδοση της Ελλάδας και των Βαλκανίων. Βλέπουμε τα τελευταία χρόνια να επικρατεί η τάση όλο και περισσότεροι καλλιτέχνες να επιστρέφουν στην παράδοση. Μπορούμε να κάνουμε λόγο για αναβίωση;
Γιάννης Βαμβακάς – Η αλήθεια είναι ότι ξεκίνησε τα τελευταία χρόνια να γίνεται στην Ελλάδα αυτό που σε άλλες χώρες γινόταν εδώ και πολλά χρόνια. Στην Ελλάδα, μέχρι προσφάτως κυριαρχούσε μία μουσειακή αντιμετώπιση της παράδοσης, ενώ υπήρχε και κατακραυγή αν δοκίμαζες να την πειράξεις. Αυτό σταδιακά έπαψε να συμβαίνει και γι’ αυτό βλέπεις πολλές μπάντες να αντλούν έμπνευση από την παράδοση, που αν μη τι άλλο έχει άπειρο υλικό να σου δώσει.
Θάνος Γκουντάνος – Πάντως, η παράδοση δεν πέθανε για να αναβιωθεί. Η «αναβίωση της παράδοσης» χρησιμοποιείται ως έκφραση αλλά δεν τη θεωρώ πετυχημένη. Η παράδοση υπάρχει είτε το θες είτε όχι .Υπάρχει, φυσικά, και το λεγόμενο φολκλόρ (που «στηνόμαστε» με τις φουστανέλες!) το οποίο θεωρώ γραφικό και γελοίο. Αλλά αυτό δεν είναι η παράδοση, είναι θέαμα. Η παράδοση ζει και πορεύεται μόνη της και έχει βαθιά χρηστική σημασία. Όπως, για παράδειγμα, ένας επιπλοποιός φτιάχνει μία καρέκλα για να κάτσει, έτσι και στην παραδοσιακή μουσική φτιάχνονται τραγούδια για να παντρευτείς, για να πεθάνεις, για να γλεντήσεις, για να πεις κάτι. Και επίσης, στην ουσία της, η παραδοσιακή μουσική προσπερνά τις τάξεις και την «καλλιέργεια». Δηλαδή, μπορεί από το ίδιο τραγούδι να συγκινείται ένας βοσκός και ένας γιατρός (αν θελήσουμε να τους βάλουμε σε διαφορετικούς κόσμους).Γιάννης Ιωαννίδης – Ειδικά την τελευταία δεκαετία πολλοί μουσικοί δοκιμάζουν να δημιουργήσουν ένα άλλο στυλ, συνδυάζοντας, ας πούμε, κάτι από το φολκλόρ με την τζαζ νοοτροπία. Οπότε την τελευταία δεκαετία ανθούν οι μπάντες που παίζουν fusion, δηλαδή πάντρεμα μουσικών. Και αυτό για μένα είναι ο ορισμός της εξέλιξης. Ο συνδυασμός τεχνών είναι κάτι σημαντικό. Και σε αυτό έχει συμβάλει πολύ το διαδίκτυο, γιατί παλιότερα δεν μπορούσες να έχεις πρόσβαση σε όλον το μουσικό πλούτο που υπάρχει.
Θάνος Γκουντάνος – Και φυσικά το fusion δεν είναι πάντα επιτυχημένο. Υπάρχει και καλό και κακό αποτέλεσμα, όπως συμβαίνει σε όλα τα είδη. Μπορεί κάποιος να το κάνει πολύ καλά, μπορεί όμως κάποιος άλλος να το κάνει πολύ επιφανειακά και να είναι χάλια. Ή κάποιος να το κάνει απλά για να το πουλήσει με την ταμπέλα του «world music» και να μην το νιώθει πραγματικά. Όλα εξαρτώνται από το πώς διαχειρίζεσαι και κατά πόσο νιώθεις αυτό που κάνεις.
Η λύτρωση και το γλέντι ταιριάζουν πιο πολύ στο balkan.
Μαρία Μιχαλάκη (Lavart) – Στιχουργικά, βλέπουμε ότι κινηθήκατε αυτή τη φορά σε… αγγλόφωνα μονοπάτια και οι στίχοι κάνουν λόγο για διαφυγή. Με ποια αφορμή γράφτηκε το Balkan Express και από τι μας προτρέπει να ξεφύγουμε, ανεβαίνοντας στο τρένο;
Θάνος Γκουντάνος – Γενικά υπάρχει η ιδέα να κάνουμε ένα δίσκο κατά βάση αγγλόφωνο, και ως ανάγκη αλλά και ως «στρατηγική», καθώς έχουμε σκοπό να επεκταθούμε και πέρα από τους γείτονές μας στα Βαλκάνια και να καταφέρουμε να προσεγγίσουμε ένα ευρύτερο κοινό στην Ευρώπη ή και – γιατί όχι; – παγκόσμια. Στην προκειμένη, στο Balkan Express, ο στίχος μιλάει για ένα ταξίδι, ένα ψυχεδελικό «τριπ», αν θες, το οποίο σε κάνει να ξεφύγεις από την καθημερινότητα. Το Balkan Express σαν σιδηροδρομική γραμμή είναι και συμβολικά κάτι πολύ δυνατό, γιατί είναι μία γραμμή που διασχίζει όλα τα Βαλκάνια, και σηματοδοτεί μία ενωτική διάθεση, προσκαλεί σε ένα ταξίδι γνωριμίας και διαφυγής από την πραγματικότητα. Και θεωρώ ότι και με το βίντεο κλιπ πετύχαμε ακριβώς αυτή την αίσθηση.
Μαρία Μιχαλάκη (Lavart) – Στο τελευταίο λεπτό του τραγουδιού, βλέπουμε να υπερισχύουν τα καθαρά βαλκανικά χάλκινα παρά οι σκληρές κιθάρες του stoner. Κερδίζει τελικά το balkan;
Θάνος Γκουντάνος – Δεν μαλώνουν!
Γιάννης Βαμβακάς – Αυτό είναι πολύ βασικό και πρέπει να ξεκινάμε από εκεί. Δεν έχει να κερδίσει και να χάσει κανείς τίποτα.
Γιάννης Ιωαννίδης – Άσε που τη λέξη «γλέντι» την εκφράζει πιο πολύ το βαλκανικό στοιχείο. Η λύτρωση και το γλέντι ταιριάζουν πιο πολύ στο balkan.
Μαρία Μιχαλάκη (Lavart) – Έχουμε δηλαδή στο τέλος την λύτρωση;
Θάνος Γκουντάνος – Είναι ένα σημείο ιδιαίτερο μέσα στο κομμάτι και μου αρέσει γιατί ο καθένας το βλέπει διαφορετικά. Για κάποιους είναι λύτρωση, για κάποιους μπορεί να είναι κάτι άλλο.
Γεράσιμος – Θα μπορούσαμε να πούμε πως, τελικά, το balkan είναι η ρίζα της ελευθερίας. Γιατί γυρνάμε στη ρίζα, την παράδοση, που είναι και αυτό που μας λυτρώνει, στο τέλος.
Μαρία Μιχαλάκη (Lavart) – Ευχαριστούμε πολύ!
Οι BaiLdSA είναι οι:
Θάνος Γκουντάνος (κιθάρα, φωνή)
Γιάννης Βαμβακάς (ακορντεόν, φωνή)
Μήτσος Χαβλίδης (τρομπέτα, φωνή)
Γιάννης Ιωαννίδης (μπάσο)
Γιάννης Γκουντάνος (τύμπανα)
Επόμενες εμφανίσεις:
8 Δεκεμβρίου – Μύλος 1927, Λάρισα
9 Δεκεμβρίου – An club, Εξάρχεια
10 Δεκεμβρίου – ζωντανά στο ραδιομέγαρο της ΕΡΤ
11 Δεκεμβρίου – Fix Factory of Sound ,Θεσσαλονίκη σε ένα φεστιβάλ που οργανώνεται και θα ανακοινωθεί συντόμως!
Συνέντευξη: Μαρία Μιχαλάκη (Lavart)
Φωτογραφίες: Πηνελόπη Μαμάη (Lavart)