Search
Close this search box.
Search
Close this search box.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Σπάζοντας την κατάρα

Ο Βασιλιάς της Σκωτίας δεσπόζει στο ΚΘΒΕ

[dropcap size=big]Σ[/dropcap]τη λεπτή κόκκινη γραμμή που η δίψα για δόξα γίνεται δίψα για αίμα βρίσκουμε τον Μακμπέθ. Σε εκείνο ακριβώς το σημείο όπου η φιλοδοξία μετατρέπεται σε ματαιοδοξία και η μοίρα του ανθρώπου ετεροκαθορίζεται από χθόνιες δυνάμεις βλέπουμε τον βασιλιά της Σκωτίας που η πένα του Σαίξπηρ δώρισε απλόχερα στην ανθρωπότητα ως παράδειγμα προς αποφυγήν.

Η μοίρα, η ειμαρμένη, το «κομμάτι» του κάθε ανθρώπου σε αυτόν τον κόσμο γίνεται παίγνιο στο επικολυρικό ποίημα του Βάρδου, γιατί περί ποίησης πρόκειται και έπειτα για δραματουργία, παιχνίδι δηλαδή στα χέρια των Μαγισσών και της Εκάτης των Ορφικών. Οι ύπουλες θεότητες, οι σκοτεινές μούσες του πιο ζοφερού Ελικώνα πλέκουν τα δεσμά των ηρώων. Τους οδηγούν στην παράνοια και κάπου εκεί η γυναικεία λαγνεία, η θηλυκή επιρροή σαν προπατορικό αμάρτημα τους οδηγεί κατευθείαν στην κόλαση. Η πράξη αποκτά νόηση και μετουσιώνεται σε ερινύα που θα κυνηγήσει την ενοχή αδυσώπητα, μέχρι τελικής πνοής. Στην πραγματικότητα, στον Μακμπέθ εντοπίζουμε τον άνθρωπο που είναι έρμαιο της δικής του βούλησης, των καταπνιγμένων πόθων που καταλήγουν στην απόλυτη ύβρη, στην καβαφική μέθη και υπεροψία αρκετούς αιώνες μετά.

Το πρώτο που οφείλει να επισημάνει κανείς για την παράσταση είναι η «κατά το σαξονικό πρότυπο» σκηνοθεσία της Αναστασίας Ρεβή, που δεν στερείται, όμως, καθόλου πρωτοτυπίας. Αντίθετα, παίρνει το μοντέλο του κλασικιστικού αγγλικού θεάτρου, με το οποίο είναι φανερό πως έχει γαλουχηθεί η ίδια, και εντάσσει μέσα σε αυτό έθνικ στοιχεία, αλλά και αρκετά ελληνικότροπα και μοντερνισμό ως προς τα τεχνικά μέρη και την κινησιολογία. Αναφορικά με τη μουσική, σε ορισμένα σημεία το μουσικό χαλί δίνει την εντύπωση σαμανικής/παγανιστικής χροιάς, κάτι που συνδυάζεται άψογα με τον πανθεϊσμό του Σαίξπηρ.  Το παραπάνω ζήτημα δεν είναι τόσο απλό όσο ακούγεται, τουναντίον αποτελεί σημαντικό εγχείρημα σε μια εποχή οξείας κρίσης, μια παραγωγή που δεν κάνει εκπτώσεις και μάλιστα εισάγει μια  μορφολογία δράματος άγνωστη ως επί το πλείστο στο ελληνικό κοινό.

[dropcap size=big]Έ[/dropcap]να αρχικό στοιχείο που παρατηρούμε είναι τα σκηνικά και ευρύτερα η σκηνογραφική επιμέλεια (Μάιρα Βαζαίου). Μια σπειροειδής σκάλα-ράμπα που καταλήγει σε ένα μπαλκόνι αποτελεί το βασικό σκηνικό με διάφορα άλλα πρόσθετα σκηνικά που αλλάζουν ανάλογα με τη σκηνή. Η σπείρα, η καμπυλόγραμμη κίνηση της θηλυκής ενέργειας, θα σηματοδοτήσει μια εξέλιξη προς ένα μέλλον αβέβαιο που ρέει και παρασέρνει τα πάντα στο πέρασμά του και, ίσως, κάποια στιγμή να φτάσει εκεί που ο άνθρωπος θα επιθυμούσε. (Πάντως, για την παράσταση η σπείρα θα γίνει ακολουθία φιμπονάτσι και πιθανά θα αγγίξει τη χρυσή τομή στην αισθητική.)

Οι ήρωες παρουσιάζονται με έντονο το γοτθικό στοιχείο, αυτό της διάστασης του παραμυθιού που όμως δεν εξοκείλει από τον κανόνα της τραγωδίας. Τα κοστούμια χρήζουν προσοχής για τους συμβολισμούς που αυτά φέρουν (πχ. κόκκινο φόρεμα που μοιάζει με κόκκινο πανί ταυρομαχίας), αναδεικνύοντας και αυτά με την σειρά τους στοιχεία των ηρώων. Εύστοχο σχόλιο αποτελούν οι μάγισσες ως νήπια (το πρότυπο της σκανταλιάς των ξωτικών) με την αντίστοιχη ενδυμασία. Οι υποκριτές ανταποκρίνονται στη διττή δυσκολία του έργου, στέκονται επάξια στο ήθος των χαρακτήρων, όπως αυτό εκφράζεται από τις κινήσεις τους και τον λόγο τους. Βέβαια, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι για τους Έλληνες υποκριτές, χωρίς αυτό να μειώνει την υποκριτική τους αξία, ο Σαίξπηρ αντιμετωπίζεται σε ένα κοινό πλαίσιο με το αρχαίο δράμα και έτσι πολλές φορές ο Βασιλιάς Ληρ γίνεται Οιδίποδας ή ο Μακμπέθ Κρέοντας. Ο συσχετισμός των δύο δεν είναι άτοπος, αλλά δεν είναι και απόλυτος. Υφίστανται κάποιες ουσιαστικές (αν και αχνές με γυμνό μάτι) πολιτισμικές διαφορές, οι οποίες είναι εμφανείς στο φάσμα της εκφραστικότητας και κυριότερα στον λόγο αυτόν καθαυτόν.

Περνούμε στη μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη. Με αρκετή τόλμη και θάρρος κατορθώνει κάτι πολύ σημαντικό: Να μεταδώσει το έργο ως μια επίκληση πρώτα στο συναίσθημα και μετά στη λογική. Έτσι άλλωστε είναι δομημένη και η σαξονική γλώσσα. Επί της ουσίας, στον Σαίξπηρ μιλούμε για διανόηση μετά συναισθήματος. Ο Δημητριάδης κατορθώνει να εντάξει αυτό το νοητικό συναίσθημα σε μια γλώσσα αμιγώς νοητική, όπως η ελληνική, και αυτό γίνεται ξεκάθαρο μέσα από τα εκφραστικά μέσα και τη μεταφραστική πορεία. Σε κάποια σημεία παραθέτει αυτούσιο το αγγλικό κείμενο, κίνηση που συνιστά τομή αλλά και τιμή και πνευματική εντιμότητα απέναντι στον Σαίξπηρ.

Μακμπέθ! Μακμπέθ! Μακμπέθ! Ένα όνομα που στοιχειώνει όχι μόνο τα λιβάδια της Σκωτίας που έπλασε ο Σαίξπηρ, αλλά και κάθε θεατράνθρωπο επί γης. Ένα όνομα-κατάρα για πολλούς που αποφεύγουν ακόμα και την εκφορά του. Ίσως, τουλάχιστον για τα δεδομένα της Θεσσαλονίκης, να λύθηκε η κατάρα από τα μάγια της Εκάτης…

(ακολουθούν οι φωτογραφίες της Σοφίας Γκορτζή από την παράσταση)

Συντελεστές
Μετάφραση: Δημήτρης Δημητριάδης
Σκηνοθεσία: Αναστασία Ρεβή
Σκηνικά-κοστούμια: Μάιρα Βαζαίου
Μουσική: ”Δαιμονία Νύμφη” [Εύη Στεργίου, Σπύρος Γιασαφάκης]
Video Art-φωτισμοί: Γιάννης Κατσαρής
Βοηθός σκηνοθέτη, σκηνογράφου, ενδυματολόγου: Εύα Κωνσταντινίδου
Β’ Βοηθός ενδυματολόγου: Αλέξανδρος Τωμαδάκης
Βοηθός Video Art: Jean Wong

Παίζουν: Μάνος Γαλανής (Λέννοξ, Δολοφόνος), Γιάννης Γκρέζιος (Ρος),Βασίλης Ισσόπουλος (Μάλκομ, Δολοφόνος), Κωνσταντίνος Καβακιώτης (Μακμπέθ), Νίκος Καπέλιος (Μακντάφ), Άννα-Μαρία Κεφάλα (Μάγισσα, Κυρία του παλατιού), Γιάννης Καραμφίλης (Μπάνκο), Μαρία-Ελισάβετ Κοτίνη (Μάγισσα, Κυρία του παλατιού), Κωνσταντίνος Λιάρoς (Ντοναλμπέιν, Δολοφόνος, Κέθνες), Αντώνης Μιχαλόπουλος (Λοχίας, Φλίανς, Σερβιτόρος, Μέντεθ, Αγγελιοφόρος), Μαριάννα Πουρέγκα (Μάγισσα, Κυρία του παλατιού), Εύη Σαρμή (Λαίδη Μακντάφ, Εκάτη, Σέιτον), Βασίλης Σπυρόπουλος (Βασιλιάς Ντάνκαν), Πολυξένη Σπυροπούλου (Λαίδη Μακμπέθ), Γιάννης Χαρίσης (Θυρωρός, Γέροντας γιατρός), Μαρία Χριστοφίδου (Μάγισσα, Κυρία των τιμών).

Συμμετέχει επίσης ο Αλέξανδρος Τωμαδάκης

Κείμενο: Χρήστος Φώτης (Lavart)
Φωτογραφίες: Σοφία Γκορτζή (Lavart)

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr