Μέρος Α’: O Joker, o Hamill και τα Batman: The Arkham Series
Ο Joker δε χρειάζεται συστάσεις. H σύλληψη του έγινε το 1940 και αποδίδεται στους Bill Finger, Bob Kane και Jerry Robinson. Είναι βασισμένος δε, στο χαρακτήρα που υποδύεται ο Conrad Veidt, τον Gwynplaine, στην ταινία The man who laughs (1928). Έως σήμερα, πολλοί είναι αυτοί που έχουν μπει στα παπούτσια αυτού του κακού της DC Comics, από τον Cesar Romero μέχρι και τον Joaquin Phoenix στην πιο πρόσφατη απόδοση του χαρακτήρα, με το Joker (2019) του Todd Philips. Και φυσικά δεν αναφέρουμε την πληθώρα των κόμικ, κινουμένων σχεδίων και βιντεοπαιχνιδιών που έχει πρωταγωνιστήσει πλάι στο έτερο του ήμισυ, τον Batman. Σήμερα, θα μιλήσουμε για μια μορφή που σχετίζεται άμεσα με τον Joker και πολύς κόσμος ξεχνάει όταν αναφέρεται στους μεγάλους ηθοποιούς, κυρίως λόγω του ότι δανείζει μόνο τη φωνή του σε αυτόν. Τον πολυαγαπημένο Mark Hamill και τον ρόλο του Joker στα Batman: The Arkham Trilogy. Το κείμενο θα χωριστεί σε δύο μέρη, με το πρώτο να δίνει τα στοιχεία των παιχνιδιών και τα χαρακτηριστικά, τόσο του Mark Hamill, όσο και του Joker στην πληθώρα των μέσων όπου και προβάλλονται και το δεύτερο να εξετάζει τη σημαντικότητα της ερμηνείας του ρόλου μέσα στην προαναφερθείσα τριλογία. Απολαύστε.
Για όσους δεν γνωρίζουν τα Batman: Arkham Asylum (2009), Arkham City (2011) και Arkham Knight (2015) αποτελούν την τριλογία της Rocksteady Studios πάνω στο μασκοφόρο εκδικητή. Πρόκειται για μεγάλες επιτυχίες καθώς όχι μόνο κατάφεραν και βελτιστoποίησαν μηχανισμούς πάνω στα action-adventure παιχνίδια, αλλά έδειξαν και με ποιο τρόπο μεταφέρεις έναν υπερήρωα και το ποικίλο καστ που τον ακολουθεί, σε έναν βιντεοπαιχνίδι με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Τόσο στο τεχνικό, όσο και στο κομμάτι του gameplay, το παιχνίδι ανθίζει και τον παίχτη στο κόσμο της Gotham. Εκπτώσεις φυσικά δεν έγιναν ούτε στο σενάριο, το οποίο έγραψε ο Paul Dini (για τα δύο πρώτα της σειράς) και αποδόθηκε εκπληκτικά από τους Kevin Conroy στο ρόλο του Batman και Μark Hamill στο ρόλο του Joker. Πως να μη γίνει αυτό άλλωστε από τη στιγμή που και οι τρεις τους είχαν ήδη συνεργαστεί πάνω στο Batman: The Animated Series (1992). Αποτέλεσμα αυτού ήταν μια ποιοτική ιστορία με γνώριμες φωνές από την παιδική ηλικία, η οποίες μπόρεσαν και υλοποίησαν πλήρως τους αγαπημένους μας χαρακτήρες.
Μεταφερόμαστε λοιπόν τώρα στη φωνή του Joker, τον Mark Hamill. Ο ηθοποιός, που έγινε γνωστός από την πρώτη τριλογία των Star Wars (1979 – 1983) ως Luke Skywalker, έκανε voice acting για κινούμενα σχέδια, ήδη, από τις αρχές της δεκαετίας του 70. Η επανάσταση έγινε, όμως, όταν ανέλαβε να γίνει η φωνή του Joker το 1992 για τη σειρά Batman: The Animated Series. Έπειτα, θα ερμηνεύσει τον πρίγκηπα του εγκλήματος σε μια πληθώρα κινουμένων σχεδίων και βιντεοπαιχνιδιών αρκετά πετυχημένα έως και το 2016 με τα Batman: Arkham Knight και Batman: The Killing Joke (μεταφορά του ομότιτλου graphic novel στη μεγάλη οθόνη). Ο Mark Hamill θεωρείται από πολλούς, εάν όχι ο καλύτερος, ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς που ερμήνευσαν τη νέμεσις του Batman. Αυτό οφείλεται σε ποικίλους λόγους. Ο κυριότερος από αυτούς μπορούμε να θεωρήσουμε πως είναι τα, είκοσι και, χρόνια δουλειάς πάνω σε ένα χαρακτήρα. Αυτό λειτουργεί σε δύο επίπεδα: Το πρώτο, η σχέση Joker – ηθοποιού, δημιουργεί μέσα στο χρόνο μια άνεση στην κατανόηση των κύριων στοιχείων του ρόλου, με αποτέλεσμα όσο περνάει ο καιρός η ερμηνεία να γίνεται όλο και καλύτερη. Η δεύτερη, η σχέση Joker – θεατή, έχει άμεση συσχέτιση με την οικειότητα που νιώθουμε ακούγοντας μια γνώριμη φωνή μέσα στο πέρασμα του χρόνου, πόσο δε μάλλον όταν αυτή είναι και συνυφασμένη με την ποιότητα.
Παρόλα αυτά, οφείλουμε να μιλήσουμε και για το χαρακτήρα του Joker. Ποια είναι τα στοιχεία που του προσδίδονται και ποιο είναι αυτό το υποκριτικό ενδιαφέρον που έχει ο ρόλος; Το διαμετρικό αντίθετο του Batman λειτουργεί σε άμεση συσχέτιση με αυτόν. Είναι το χάος απέναντι στην τάξη, ο αμοραλισμός ενάντια στη βαθιά πίστη στο πνεύμα του νόμου. Δεν ήταν πάντα έτσι, καθότι από τη δημιουργία του ο Joker εκπληρώνει πάντα αυτό που η κοινωνία επιτάσσει ως εγκληματική δραστηριότητα την εκάστοτε χρονική στιγμή. Από τον μαφιόζο Joker, ο πρίγκηπας του εγκλήματος εξελίσσεται στον αυτόνομο εγκληματία με το πέπλο της σχιζοφρένειας να καλύπτει τις δραστηριότητες του και να τον κάνει απρόβλεπτο, μέχρι και την αναρχική θεώρηση του από τον Christopher Nolan που τον χρησιμοποιεί σαν μια ανεξέλεγκτη δύναμη στη ζούγκλα της πόλης. Όλα αυτά μας δείχνουν έναν ρόλο, ο οποίος αναδύεται πάντα μέσα από κοινωνικά στερεότυπα που δημιουργούν την ανάγκη να διαχωρίσουν το καλό από το κακό, διασφαλίζοντας έτσι την υγιή άνθηση της κοινωνίας καθαυτής, απομακρυσμένης από μολυσματικούς φορείς. Βλέπουμε, λοιπόν, πως μεταφερόμαστε από τον κίνδυνο των συμμοριών της Αμερικής των δεκαετιών του 40’ – 60’, στη σύγχρονη εποχή και την φοβία ότι τα μη συστηματοποιημένα άτομα διαταράσσουν την ασφάλεια του status quo. Άρα, ο ρόλος του Joker γίνεται όλο και πιο δύσκολος με το πέρασμα του χρόνου, διότι ενσωματώνει συνεχώς τους ενδόμυχους φόβους μιας κοινωνίας πίσω από τη μάσκα του πάντα γελαστού κλόουν.
Επανερχόμενοι στον Mark Hamill αρχίζουμε να κατανοούμε τη δυσκολία του έργο του στο πέρασμα του χρόνου και τον τρόπο με τον οποίο ενσωματώνει στην ερμηνεία του τον Joker στην ολότητα του. Η φωνή που κάνει ακούγεται απειλητική, ευφυείς, πονηρή και ανεξέλεγκτη, αλλά είναι παρόλα αυτά σταθερή και δεν σπάει καθ όλη τη διάρκεια της ερμηνείας. Το γέλιο, που ακούγεται σαν κραυγή ύαινας, είναι πηγαία τρομακτικό και μας δημιουργεί την αίσθηση της ανασφάλειας, δίπλα από ένα πρόσωπο που δε δίνει δεκάρα για την πλάση ολόκληρη, εαυτού μαζί, και λειτουργεί σαν μια ωρολογιακή βόμβα έτοιμη να πυροδοτηθεί ανά πάσα ώρα και στιγμή. Οι δυναμικές του λειτουργούν εξαίσια και τον καθιστούν απολαυστικό στο ρόλο, δίχως να δημιουργούν σημεία καμπής και να κουράζουν το θεατή. Ο ηθοποιός έχει δημιουργήσει έναν πυρήνα αναλλοίωτων χαρακτηριστικών και πάνω σε αυτόν εγκαθιδρύει όλες τις ανησυχίες και τις λεπτομέρειες που του αποδίδουν οι συγγραφείς και σκηνοθέτες. Καταφέρνει να είναι μοναδικός και χαρακτηριστικός δεδομένου του ότι ποτέ δεν γίνεται βαρετός και στάσιμος, αλλά πάντα εναλλακτικός και εξελισσόμενος.
Συμπερασματικά, η μοναδικότητα του Mark Hamill έγκειται στο γεγονός ότι μας παρουσιάζει έναν Joker που παρ’ όλες τις προσεγγίσεις του από τα διάφορα μέσα, παραμένει πάντα οικείος, μια μορφή συνυφασμένη στο ρόλο που παίζει. Έναν ρόλο που πολλοί έχουν εξερευνήσει υπό πληθώρα πρισμάτων και με εντατική μεθοδικότητα και προετοιμασία. Μολαταύτα, ξεχνάμε την τριλογία των παιχνιδιών Arkham. Την τριλογία που όπως προαναφέραμε άλλαξε τα δεδομένα στο χώρο και μας έδωσε μία απολαυστικότατη και χορταστική ερμηνεία Joker διαφορετική από τις ταινίες και τα κόμικ, τόσο ως προς την σύλληψη της, όσο και ως προς την υλοποίηση της. Βασισμένη πάντα σε ένα μοντέλου δυισμού απέναντι στον Batman, η οποία λειτουργεί σε πολλαπλά επίπεδα και εκμεταλλεύεται πλήρως τη αφηγηματική θεωρία του μονομύθου, όπως την ανέλυσε ο Joseph Cambell το 1993. Η συνέχεια στο επόμενο μέρος.