Το έργο της Μαρίας Πολυδούρη είναι γνωστό στους μελετητές για το συναίσθημα που αποπνέει και το συγκινησιακό του φορτίο – γνωρίσματα όχι και τόσο ελκυστικά για όσους ψάχνουν βαθυστόχαστο περιεχόμενο και προοπτικές ανάλυσης στη Λογοτεχνία. Ωστόσο, η κοπέλα που γεννήθηκε στη 1 Απριλίου του 1902 στην Καλαμάτα, έχει όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να τη χρίσουν ηρωίδα ενός μεγάλου ερωτικού δράματος και να δώσουν υλικό για σενάρια και μυθιστορήματα.
Η ζωή της, μέχρι το 1921, μάλλον δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τη χρονιά εκείνη όμως μετατίθεται από τη Νομαρχία Μεσσηνίας στη Νομαρχία Αθηνών, όπου γνωρίζει τον Κώστα Καρυωτάκη. Η Μαρία είναι τότε είκοσι ετών και έχει δημοσιεύσει κάποια ποιήματά της, ενώ εκείνος, στα 26, έχει ήδη εκδώσει δυο ποιητικές συλλογές («Πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων» και «Νηπενθή») και έχει αρχίσει ήδη να απολαμβάνει την αναγνώριση των ομοτέχνων του.
Ανάμεσά τους αναπτύσσεται σχεδόν αμέσως ένα έντονο ερωτικό αίσθημα – είναι εξάλλου η απτή απόδειξη ότι τα ετερώνυμα έλκονται. Η Μαρία είναι μια κοπέλα απελευθερωμένη, μορφωμένη, μεγαλωμένη με φεμινιστικές ιδέες, που τολμά να κάνει παρέα με άντρες, πράγμα αδιανόητο για την εποχή εκείνη. Ο προκλητικός τρόπος ζωής της δεν ταιριάζει με το συνεσταλμένο χαρακτήρα του Καρυωτάκη, ο οποίος όμως εντυπωσιάζεται, όπως φημολογείται, από το εντυπωσιακό κορμί και τα μαύρα μάτια της. Από την άλλη, η Μαρία γοητεύεται από τον νεαρό με το ιδιαίτερο ποιητικό ταλέντο, παραβλέποντας τις ανασφάλειες του και τη μελαγχολία από την οποία εκείνος υπέφερε.
Η σχέση τους υπήρξε μάλλον τρικυμιώδης – ο Καρυωτάκης πιστεύει πως οι μποέμικες ιδέες της αγαπημένης του θα τον στιγματίσουν στα μάτια του κόσμου, αλλά η Μαρία είναι πλασμένη με τις ιδέες της ανεξαρτησίας και δε μπορεί να μεταμορφωθεί σε κάτι διαφορετικό.
Ένα χρόνο μετά τη γνωριμία τους, ο Καρυωτάκης της αποκαλύπτει ότι πάσχει από σύφιλη. Εκείνη όμως, αντί να απογοητευτεί, προχωρά σε μια κίνηση πρωτοφανή για την εποχή – του κάνει πρόταση γάμου και του ζητά να συνεχίσουν μαζί, έστω και χωρίς να κάνουν παιδιά. Ο Καρυωτάκης αρνείται, ωστόσο της προτείνει να συνεχίσουν να συναντιούνται ως φίλοι. Η Μαρία δέχεται, ωστόσο η περηφάνια της έχει πληγωθεί βαθιά και σταδιακά οι συναντήσεις τους αραιώνουν, μέχρι που σταματούν τελείως.
Το γεγονός αυτό υπήρξε η αρχή του τέλους και για τους δυο. Η Μαρία πίστεψε πως η ασθένεια του αγαπημένου της ήταν απλώς μια δικαιολογία για να χωρίσουν και ένιωθε ταπεινωμένη και προδομένη. Το 1925 αρραβωνιάστηκε το δικηγόρο Αριστοτέλη Γεωργίου, ένα νέο ωραίο και πλούσιο, με σπουδές στο Παρίσι, τόσο διαφορετικό από τον Καρυωτάκη με το καχεκτικό παρουσιαστικό και το δύσκολο χαρακτήρα. Ωστόσο, η Μαρία δε βρήκε ποτέ την ευτυχία κοντά του, ίσως γιατί δεν τον αγάπησε αληθινά. Έχασε τη δουλειά της στο Δημόσιο, άρχισε να φοιτά στη Δραματική Σχολή Κουναλλάκη και πρωταγωνίστησε στην παράσταση «Το κουρελάκι». Το 1926 διέλυσε τον αρραβώνα της, προσβάλλοντας τα ήθη της εποχής για μια ακόμη φορά και έφυγε για το Παρίσι.
Εκεί συνέχισε τη μποέμικη ζωή της – λέγεται ότι έκανε παρέα κυρίως με άντρες και πολύ συχνά γυρνούσε στο σπίτι της τα ξημερώματα. Μάλιστα, ένα βράδυ τη βρήκαν λιπόθυμη σε ένα σοκάκι του Παρισιού. Τότε διαγνώστηκε με φυματίωση και επέστρεψε στην Αθήνα, όπου νοσηλεύτηκε στο σανατόριο Σωτηρία. Η φυματίωση ήταν η μάστιγα της εποχής και οι πιθανότητες να γλιτώσει ήταν λίγες, η κατάστασή της όμως επιδεινώθηκε πολύ όταν έμαθε για την αυτοκτονία του αγαπημένου της το 1928.
Ο Καρυωτάκης είχε πάρει μετάθεση στην Πρέβεζα, όμως η μελαγχολία του τον κατέβαλλε ολοένα και περισσότερο. Η πόλη ήταν μικρή και ένιωθε να τον πνίγει, ενώ η απουσία της Μαρίας από το πλευρό του έκανε την κατάσταση ακόμη πιο δύσκολη για κείνον. Τελικά, αυτοκτόνησε με πιστόλι στην παραλία του Αμβρακικού. Στο σημείωμα που άφησε πίσω του εξηγούσε μάλιστα πως είχε προσπαθήσει και στο παρελθόν να βάλει τέλος στη ζωή του πέφτοντας στη θάλασσα, αλλά σώθηκε γιατί ήξερε κολύμπι και λειτούργησε το ένστικτο της αυτοσυντήρησης.
[dropcap size=big]Η[/dropcap] Μαρία πέθανε δυο χρόνια αργότερα, στις 29 Απριλίου 1930, καταρρακωμένη από τη φυματίωση και τη στεναχώρια. Λέγεται μάλιστα ότι έφυγε από τη ζωή με ενέσεις μορφίνης, που της είχε προμηθεύσει ένας φίλος της. Είχε προλάβει να κυκλοφορήσει δυο ποιητικές συλλογές («Οι τρίλλιες που σβήνουν», το 1928 και «Ηχώ στο χάος», το 1929), το Ημερολόγιό της και μια Νουβέλα δίχως τίτλο. Η Πολυδούρη ανήκει στη γενιά του 1920 και στο ρεύμα του νεορομαντισμού, που κινείται γύρω από τους άξονες της παρακμής, του ανικανοποίητου, της σκιάς του θανάτου και της δύναμης του Έρωτα. Βέβαια, η ένταξη της στο ρεύμα αυτό δεν έγινε τόσο συνειδητά, αλλά μάλλον οδηγήθηκε εκεί εκ των πραγμάτων, αφού η ζωή της υπήρξε γεμάτη με όλα αυτά.
Το γνωστότερο πλέον ποίημα της Πολυδούρη με τίτλο «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες». Ένα ποίημα γεμάτο λυρισμό που αποτελεί ενδεικτικό στοιχείο του ανεκπλήρωτου έρωτα των δυο ποιητών, έρωτα που κλόνισε την υγεία και την ψυχολογία τους και τους οδήγησε στο πρόωρο τέλος.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
τα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν.
Μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάει
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάει,
μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες.
Γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες
και μου άπλωσες τα χέρια
κ’ είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα
– μια αγάπη πλέρια,
γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
Κείμενο: Μαρία Μερτίκα (Lavart)
Σχέδια: Γιάννης Γκέρτσιος (Lavart)