Η βραβευμένη ταινία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης εξήντα χρόνια μετά
Εξήντα χρόνια πριν, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης προβλήθηκε μια ταινία που θα λάμβανε τρία βραβεία: καλύτερου σεναρίου, πρώτου γυναικείου και δεύτερου ανδρικού ρόλου. Η ταινία αυτή δεν είναι άλλη από την αγαπημένη μας πια Μανταλένα, που αν και μετράει πολλά χρόνια ζωής ακόμη και σήμερα με κάποιο τρόπο παραμένει διαχρονική.
Η Μανταλένα και ο ελληνικός κινηματογράφος της δεκαετίας του ‘60
Αρχές δεκαετίας του 1960 και το ελληνικό σινεμά αρχίζει να ανεβάζει στροφές. Μάλιστα τα χρόνια που θ’ ακολουθήσουν μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του εξήντα χαρακτηρίζονται ως τα «χρυσά χρόνια» του ελληνικού κινηματογράφου. Κυρίως μιούζικαλ κι άλλες ελαφρές αλλά καλογυρισμένες ταινίες διανέμονται στις κινηματογραφικές αίθουσες. Έτσι, έχουμε μια σειρά ταινιών που δε θίγει βέβαια κοινωνικά ζητήματα, έστω και μέσα από την κωμωδία, παρά στοχεύει κυρίως στην ψυχαγωγία του θεατή και μάλιστα το καταφέρνει με μεγάλη επιτυχία.
Μέσα σ’ αυτή τη γενικότερη τάση των ταινιών που γυρίζονται τότε, εμφανίζονται κάποιες που διαφέρουν. Μια απ’ αυτές είναι η Μανταλένα σε σκηνοθεσία του Ντίνου Δημόπουλου και σενάριο του Γεώργιου Ρούσσου. Η υπόθεση μάλλον γνωστή στους περισσότερους. Μια νεαρή γυναίκα που ζει σ’ ένα μικρό νησί, το Ασπρονήσι, μένει μόνη μετά το θάνατο του πατέρα της και είναι η μόνη υπεύθυνη να μεγαλώσει τα αδέρφια της και να κρατήσει ζωντανή τη δουλειά που κληρονόμησε, τη μεταφορά με καΐκι των κατοίκων του μικρού νησιού στο απέναντι πιο μεγάλο νησί. Δύσκολη υπόθεση όμως να καταφέρει να επιβιώσει και να συνεχίσει τη δουλειά του πατέρα της που παραδοσιακά οι κάτοικοι του νησιού τη θεωρούσαν ανδρική. Όταν μάλιστα ο ανταγωνιστής της ποντάρει στις «νέες τεχνολογίες» της εποχής κι όταν ο έρωτας της χτυπά την πόρτα η κατάσταση γίνεται ακόμη δυσκολότερη. Ή μήπως όχι;
Ο σεναριογράφος Γιώργος Ρούσσος εμπνεύστηκε το σενάριο από αληθινά γεγονότα που ο ίδιος είχε ζήσει στη γενέτειρά του, την Αντίπαρο. Το νησί που σήμερα είναι ένας δημοφιλής προορισμός, τη δεκαετία του εξήντα δεν ήταν παρά ένας τόπος φτωχός, ξερός, χωρίς καν ηλεκτρικό καταμεσής των Κυκλάδων. Η αγάπη του Ρούσσου για το νησί τον οδήγησε να γράψει τη Μανταλένα, σαν προσφορά στον τόπο που μεγάλωσε και που τελικά κατάφερε να κάνει γνωστό μέσα από την ταινία, καθώς εκεί πραγματοποιήθηκαν τα γυρίσματα[1]. Το κινηματογραφικό Ασπρονήσι με τους μύλους και τα ξερά τοπία είναι η όμορφη, τουριστική πια, Αντίπαρος.
Η πλατιά θάλασσα του Μάνου Χατζιδάκι
Όταν συμβαίνει μια επιτυχία συνήθως όλοι οι παράγοντες είναι ευνοϊκοί, όλα τα πράγματα πάνε καλά και γενικά πρόκειται για μια ευτυχή συγκυρία. Κάτι τέτοιο συνέβη και με τη Μανταλένα. Πέρα από το στρωτό, καλογραμμένο ηθογραφικό σενάριο του Ρούσσου και την σκηνοθεσία του Ντίνου Δημόπουλου, ο Μάνος Χατζιδάκις έντυσε τις σκηνές της Μανταλένας με τις νότες του. Άλλοτε με τρόπο αιθέριο, όπως στο Θάλασσα Πλατιά, άλλοτε με τρόπο γλυκό όπως στον «αφεντάδικο» μπάλο του κι άλλοτε με τρόπο ξεσηκωτικό με τις περίφημες «Τσαμπούνες» του στην υπέροχη σκηνή του χορού της Μανταλένας με τον κρυφό της έρωτα και ανταγωνιστή της, Λάμπη, η μουσική του Χατζιδάκι είναι πια συνυφασμένη με την ταινία. Ο Χατζιδάκης, για να γράψει τη μουσική του πέρασε κι ο ίδιος χρόνο στην Αντίπαρο[2]. Άλλωστε πώς θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερο αποτέλεσμα απ’ αυτό που μας χάρισε;
You are currently viewing a placeholder content from YouTube. To access the actual content, click the button below. Please note that doing so will share data with third-party providers.
Η ηθογραφία του Ρούσσου και η διαχρονικότητα του σεναρίου
Το σενάριο του Ρούσσου σίγουρα δε μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα σενάριο πολύπλοκο με ανατροπές και μυστήριο, είναι όμως μια όμορφη και γεμάτη ηθογραφία. Η Μανταλένα μας προσφέρει μια πλήρη εικόνα των ηθών και εθίμων της εποχής, του τρόπου ζωής των νησιωτών, των συμπεριφορών, των προλήψεων και προκαταλήψεων της εποχής εκείνης. Έτσι, βλέπουμε τους νέους να πηδάνε τις φωτιές στις θρησκευτικές γιορτές, για να παντρευτούν γρήγορα, τον παπά να αποτρέπει τον χωροφύλακα από το να πιστεύει διάφορες δοξασίες, γιατί «είναι της σολομωνικής αυτά, ευλογημένε» τη στιγμή που ο ίδιος αναποδογυρίζει το δικό του φλιτζάνι, τους μπάλους στα πανηγύρια, τα έθιμα της γιορτής των Φώτων, τις προκαταλήψεις της κοινωνίας απέναντι σε μια γυναίκα που θέλει να πάρει της ζωή της και τη δουλειά στα χέρια της.
Αν και γραμμένο εξήντα χρόνια πριν, το σενάριο του Ρούσσου παρά την αποτύπωση της ηθογραφίας του νησιού και της αφήγηση μιας απλής -μεταξύ άλλων- συναισθηματικής ιστορίας, σε αρκετά σημεία του παραμένει διαχρονικό. Η μάχη της νεαρής Μανταλένας, να επιβιώσει παρά τον σκληρό ανταγωνισμό που δέχεται και τις προκαταλήψεις των νησιωτών που αφορούν στο φύλο της είναι μια μάχη που ακόμη και σήμερα δίνουν πολλές γυναίκες, για να ζήσουν αξιοπρεπώς. Η πτώση της εξάλλου την ημέρα των Φώτων στα παγωμένα νερά, για να πιάσει το σταυρό αποτελεί μια κόντρα στο κατεστημένο της εποχής. Αλλά και η είσοδος της τεχνολογίας, εκείνη την εποχή με την χρήση της βενζινάκατου αντί για την παραδοσιακή βάρκα με κουπιά, ακόμη και σήμερα συνεχίζεται, με μια σειρά επαγγελμάτων που εξαφανίζονται, αφού τώρα πια η ανθρώπινη παρέμβαση δεν είναι και τόσο σημαντική. Και τέλος, τι πιο διαχρονικό από τον ίδιο τον έρωτα και τα κομμένα τριαντάφυλλα στο κατάρτι της βάρκας;
Η «Μανταλένα» εξήντα χρόνια μετά την κυκλοφορία της δεν ξεχνιέται. Ως κάτι το διαφορετικό από το πλήθος των ταινιών που εκείνη την εποχή γυρίζονταν και ως κάτι αθώο και γλυκό σαν μια καραμέλα των παιδικών μας χρόνων που λιώνει στο στόμα.
[1] Ζουμπουλάκης., Γ., (2011), «Η ‘’Μανταλένα έφερε τον πολιτισμό», Το Βήμα, διαθέσιμο εδώ: https://www.tovima.gr/2011/08/14/culture/i-mantalena-efere-ton-politismo/
[2] Δημοκίδης. Α., (2020), Η ‘’Μανταλένα’’ των Φώτων, Lifo, διαθέσιμο εδώ: https://mikropragmata.lifo.gr/guest_posts/oi-mpalloi-tou-manou-chatzidaki-sti-mantalena-ton-foton/
Κείμενο: Ανθή Γιάγκα (Lavart)