[dropcap size=big]Μ[/dropcap]έχρι πού θα έφτανε ο άνθρωπος για την Τέχνη; Ή, καλύτερα, μέχρι πού θα έφτανε η Τέχνη για τον άνθρωπο; Η Μαρίνα Αμπράμοβιτς χαρίζει το σώμα της και την ψυχή της για να απαντήσει αυτό το ερώτημα. Η εικαστική ιέρεια, που δικαίως αποκαλείται «η γιαγιά της performance art», επιχειρεί να γνωρίσει τα όρια της τέχνης σε συνάρτηση με τα όρια του σώματος, και να καταφέρει να απελευθερωθεί απ’ αυτά. Προσωπικότητα ισχυρή, σαγηνευτική, με μια αύρα παιδικής περιέργειας και χρόνιας σοφίας ταυτόχρονα. Μια γυναίκα που σίγουρα δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη. «Σε κάνει να επιθυμείς να την ευχαριστήσεις».
Δίνει 72 αντικείμενα στο κοινό, επιτρέποντάς του να τα χρησιμοποιήσει πάνω της άφοβα, με δική της ευθύνη. Ανάμεσα σε αυτά, μαχαίρια, ψαλίδια, μέλι, νυστέρι, τριαντάφυλλο, μία σφαίρα και ένα όπλο. Παίρνει φάρμακα για να παραλύσει το σώμα της και το μυαλό της, για να ανακαλύψει αν η απώλεια των αισθήσεών της μπορεί να αποτελέσει μέρος παράστασης. Ρίχνει τον εαυτό της σε φλόγες και λιποθυμά απ’ την έλλειψη οξυγόνου. Επιθυμεί να ενώσει το παρελθόν με το παρόν επαναλαμβάνοντας πάνω της τα ίδια κοψίματα με μαχαίρι. Παραμένει επί 12 μέρες σε μια εγκατάσταση χωρίς να φάει ή να μιλήσει. Εκτίθεται σε κινδύνους και ανακαλύπτει τα φυσικά της όρια.
«Δεν αγαπώ τον πόνο καθόλου. Ο λόγος που μπήκα σε αυτή τη διαδικασία δεν ήταν για να ευχαριστηθώ, αλλά για να βρεθώ στο σημείο που η απελευθέρωση από τον πόνο σε μυεί στο νόημα και στον πλούτο του πνευματικού κόσμου». Η Αμπράμοβιτς έλκεται από τις έμμονες ιδέες, τις ιδέες που της προκαλούν φόβο. Κι εκεί, μέσα στο φόβο και στον πόνο της, δημιουργεί τέχνη και ανακαλύπτει την ύπαρξή της.
[dropcap size=big]Γ[/dropcap]εννιέται στη Σερβία, από μια οικογένεια ιδιόρρυθμη, την οποία ο πατέρας εγκατέλειψε όταν εκείνη ήταν 18 ετών. Έκτοτε η μητέρα της, ανέλαβε τα ηνία και κατέληξε να γίνει «ο πιο σκληρός άνθρωπος που ξέρω», όπως αναφέρει η καλλιτέχνης. Δεν της επέτρεπε να βγαίνει από το σπίτι μετά τις 10 μέχρι την ηλικία των 29. Κι εκείνη υπηρετούσε την τέχνη της μέχρι την επιτρεπόμενη ώρα.
Την ημέρα των γενεθλίων της, γνωρίζει τον Ulay. Και η σύνδεσή τους, μεταφυσική, σε μια πλήρως αρμονική ένωση αρσενικού και θηλυκού. Συμβιώνουν και συνεργάζονται, δημιουργώντας ένα μοναδικό καλλιτεχνικό δίδυμο. Στις παραστάσεις τους συμπεριφέρονται ως ένα σώμα με δυο κεφάλια, ένα «ερμαφρόδιτο εγώ» στην απόλυτη ένωση γυναίκας και άντρα.
Εκείνη στέκεται ακίνητη κι εκείνος τη σημαδεύει με ένα τόξο στην καρδιά. Στέκονται γυμνοί σε μια πόρτα, και το κοινό καλείται να περάσει ανάμεσά τους, επιλέγοντας ποιον θα κοιτάξει κάθε φορά. Κάθονται πλάτη με πλάτη, με μπλεγμένα τα μαλλιά τους για 17 ώρες. Ουρλιάζουν ο ένας στο πρόσωπο του άλλου μέχρι αφωνίας. Αναπνέουν ο ένας στο στόμα του άλλου για 17 λεπτά, μέχρι να χάσουν τις αισθήσεις τους. Η έλξη τους, ο συγχρονισμός τους, η τελειότητα του συνδυασμού της ενέργειάς τους, ολοκληρώνουν την κάθε τους περφόρμανς.
[dropcap size=big]Κ[/dropcap]ι όταν επιλέγουν, μετά από 12 χρόνια, να χωρίσουν, το τέλος της σχέσης τους είναι αυτό που τους αξίζει. Παίρνει σάρκα, οστά και όνομα. «Οι Εραστές- Το μεγάλο περπάτημα». Κι αυτό γιατί οι άνθρωποι δίνουν μεγάλη σημασία στην αρχή μιας σχέσης, και πολύ μικρή στο τέλος της. Ο Ulay ξεκινά από την έρημο Γκόμπι, που αντιπροσωπεύει το αρσενικό στοιχείο της φωτιάς, και η Μαρίνα από την Κίτρινη Θάλασσα, που αντιπροσωπεύει το θηλυκό στοιχείο του νερού. Περπατούν 2.500 χιλιόμετρα ο καθένας, διασχίζοντας το Σινικό Τείχος, για να βρεθούν κάπου στη μέση για μια τελευταία αγκαλιά. Με την απόφαση, να μην ξαναβρεθούν ποτέ.
Το 2010, η Μαρίνα Αμπράμοβιτς δημιουργεί την πιο μεγάλη της παράσταση, την αναδρομική έκθεση στο MoMA της Νέας Υόρκης, με 750.000 ανθρώπους να την επισκέπτονται μέσα σε τρεις μήνες. Σε μια από τις πιο σημαντικές της περφόρμανς, παραμένει καθισμένη σε μια καρέκλα για όσες ώρες το μουσείο είναι ανοιχτό, χωρίς να μπορεί να φύγει, και καλεί τον κόσμο να την κοιτάξει στα μάτια. Καλεί τον κόσμο στον πιο ουσιώδη και πιο ξεχασμένο –ίσως και τρομακτικό για κάποιους- τρόπο επικοινωνίας μαζί της, για όση ώρα εκείνοι το επιθυμούν –και, μάλλον, για όσο τον αντέχουν. «Είμαι πολύ δεκτική στην ενέργεια που εκπέμπουν οι άλλοι κι αυτό που με συγκλόνισε ήταν ο απέραντος πόνος που διάβασα στα μάτια των ανθρώπων». Με τα μάτια της μόνο, η Μαρίνα καταφέρνει να κάνει το κοινό μέρος της περφόρμανς της, και να δημιουργήσει μαζί του σαγηνευτικούς, ενεργειακούς διαλόγους. Και ο Ulay, επιλέγει να γίνει μέρος του έργου της, για μερικές στιγμές έπειτα από 22 χρόνια.
Η Μαρίνα Αμπράμοβιτς, η αμφιλεγόμενη, η γιαγιά της Τέχνης της Επιτέλεσης, μεταφέρει την εσώτερη αλήθεια της επί σκηνής, φέρνοντας το σώμα, το νου και την ψυχή της στα όριά τους, καταφέρνοντας με τη γοητευτικότατη τέχνη της, να διεισδύσει στο βάθος της ύπαρξής της, πέραν των ορίων του πόνου και του φόβου.
«Για να είσαι ένας καλλιτέχνης της περφόρμανς πρέπει να μισείς το θέατρο. Το θέατρο είναι ψεύτικο. Το μαχαίρι δεν είναι αληθινό, το αίμα δεν είναι αληθινό και τα συναισθήματα δεν είναι αληθινά. Η περφόρμανς είναι ακριβώς το αντίθετο: το μαχαίρι είναι αληθινό, το αίμα είναι αληθινό και τα συναισθήματα είναι αληθινά».
Κείμενο: Αντωνία Σακελλαροπούλου (Lavart)
Σχέδια: Ειρήνη Θεοδωρίδου (Lavart)