Γυρνώντας το βράδυ απαντώ αναποδογυρισμένες κατσαρίδες που κάποτε ίσως και να ήταν άνθρωποι.
Η στατικότητα, η στασιμότητα, η ακινησία, η αδράνεια. Η συναισθηματική δυσλεξία, το σωματικό βραχυκύκλωμα. Το αφοπλιστικό μούδιασμα, η νοητική απραξία, αμηχανία, οκνηρία, ατονία, απάθεια, νωθρότητα – η υποδόρια δυσκαμψία που παραλύει τα άκρα και τους νηματοειδείς υμένες που προστατεύουν το οζώδες κειμήλιο στο εγκεφαλικό κρανίο, ένα κρανίο ντυμένο με σάρκινες κορδέλες και παραγεμισμένο με αργυρόχρωμο υδράργυρο. Να κάτι που δοκιμάζουν όλοι όσοι ανασαίνουν (αργά ή γρήγορα), αργά ή γρήγορα: ένα είδος πλασματικής, επαυξημένης βαρύτητας που σφίγγει τα πόδια με σπαρακτική ικανότητα και παραφυσική αγένεια, πνίγοντας όσους την αψηφούν σε ωκεανούς χημικής, υγρής αμφιβολίας.
Και τότε είναι που ξεγλιστρά το ουρλιαχτό. Εν αρχή ανεπαίσθητα, αόρατα, ένας άψυχος αχός που αποσυμπιέζει τα κλουβιά του στερνού στέρνου από το αδίστακτο φορτίο τους. Γοργά, όμως, η ένταση ανεβαίνει.
Το ουρλιαχτό
Γεγονός: Όταν κάποιος δεν είναι ικανός να πριονίσει τα πόδια του τα προσδεμένα στα ασβεστολιθικά βαρίδια, όταν τα εδεμικά όνειρα του αδενικού του νου είναι στα αλήθεια ενδημικά και σάπια, τότε είναι που ξεκινά να ουρλιάζει. Και είναι ένα άλλου είδους ουρλιαχτό από το παραδοσιακό: είναι ένα πυκνό, παρατεταμένο σάλπισμα που δεν ξεφεύγει από τα ματωμένα σωθικά του κυρίου του, και μολονότι υπόκωφο, καρκινοβατεί δίπλα στον μαέστρο κάθε ημέρα της ζωής του – τουλάχιστον μέχρι εκείνος να το πάψει.
Και να το πάψει προσπαθεί, πρώτα, όμως, οφείλει (ως επιστήμονας του εαυτού του) να το οριοθετήσει. Πώς, λοιπόν, ορίζεται το ουρλιαχτό; Η πρωτεϊκή στριγκιά ντύνεται με πολλά κοστούμια, ενσαρκώνοντας μια ανόργωτη αποπληξία, ασθενική και εξαιρετικά μειλίχια στην αρχή, κατακλυσμικά επικίνδυνη για το νου που πάσχει με οργανωτική απαξία στη συνέχεια. Είναι το θαμπό φως πίσω από το βλέμμα που έχει λησμονήσει τον ηλεκτρικό παροξυσμό του. Μια νεκρή σπίθα ανίκανη να ενεργοποιήσει τη μαγνητική βελόνη του κυρίου της, ένας ανυπάκουος εντολοδόχος που προεικάζει το σαβανοζωσμένο πεπρωμένο του. Είναι η εκδορά που σκίζει την ομοιογενή επιφάνεια ενός ακυμάτιστου λογισμού, ο πόνος που ραμφίζει τα ούλα, η βιδωμένη ακίδα στη φλεβώδης, ρητινοφόρα πέτσα.
Η αιτία
Γεννιέται μέσα από τη ρουτίνα, το μηχανοποιημένο αναμάσημα μιας σκέψης ή πράξης που από καιρό έχει χάσει την παρθενική της αίγλη. Μετριέται με άδειες κούπες καφέ και μουσκεμένα μαξιλάρια, με επαναλήψεις των ίδιων τραγουδιών και ακάλεστες σουβλιές πίκρας και σιροπιαστής μελαγχολίας. Καθορίζεται ως η συνειδητοποίηση ότι τα αισθήματα περηφάνειας, λαχτάρας, λατρείας, μνησικακίας, μισαλλοδοξίας, ματαιοδοξίας που διυλίζει κάποιος από τα γυάλινα σπλάχνα του είναι στα αλήθεια ψεύτικα και στρεβλά – καχεκτικά κακέκτυπα των πραγματικών υπερκόσμιων αντικειμένων, σαθρά αντίγραφα που τσαλακώνονται μόλις ανακύψει ένα νέο ερέθισμα.
Το ουρλιαχτό, λοιπόν, ωθούμενο από όλες τις συνιστώσες του και με όλες τις εκφάνσεις του, κλειδώνει το υποκείμενο σε μια ανάλγητη φυλακή, και πλημμυρίζει τα πάντα έξω από αυτήν με την υπόστασή του. Απορροφά δημιουργικά τις ανεμοπόρες τάσεις του και τις γειώνει με ασφάλτινα λουριά, προσδένοντάς τες σε κάγκελα καμωμένα από αμετάπειστη πίστη στην ιδέα της αποτυχίας – σε ένα πλαστικό κλουβί. Όντως, όταν το υποκείμενο αρχικά κλειστεί στο πλαστικό κλουβί για να προφυλαχτεί από τη βία του ουρλιαχτού που ζει εντός του, αυτό γίνεται από ανάγκη. Μια ανάγκη να δικαιολογήσει τις στάσεις, αποφάσεις και συμπεριφορές που το παρακίνησαν να συμβιβαστεί με τις εξελίξεις, τις τρομερές συνέπειες, τις δυσβάσταχτες αυτοεκπληρούμενες προφητείες. Μάλιστα, στην αρχή μπορεί να κολλήσει στο λιωμένο πλαστικό του τοιχώματος καθώς προσπαθήσει να απελευθερωθεί, αποφασίζοντας έτσι να μείνει λίγο παραπάνω στο πλαστικό του κρατητήριο.
Από το Α στο Β
Θα αγωνιστεί να ξεφύγει, να επιστρατεύσει σώμα και ατσαλένια θέληση για να αποδράσει. Ροκανίζοντας τα κάγκελα με τα σκουριασμένα του δόντια και ψηλαφίζοντας τις κλειδαρότρυπες με λασπωμένα νύχια. Και θα το κάνει, στην αρχή. Θα βγει έξω, θα πολεμήσει το ουρλιαχτό με το δικό του, θα λαβώσει τον ήχο με τον ήχο του. Και θα χάσει, αναπόφευκτα, επιστρέφοντας στο πλαστικό του κλουβί. Μια χρυσαλλίδα που επιστρέφει στο κουκούλι της. Και τότε, είναι, που θα νοιώσει ασφάλεια. Φευγαλέα. Για λίγο μόνο, για λίγα δευτερόλεπτα ο πόνος θα υποχωρήσει. Και αυτό είναι το κολλώδες ρετσίνι που τον σφραγίζει μέσα: ο μη-πόνος. Με το χρόνο, ο κρατούμενος αντιλαμβάνεται ότι τα τείχη του κελιού του ηχομονώνουν το ουρλιαχτό, λαβώνοντας την έντασή του και γλυκαίνοντας το δηλητηριώδες νανούρισμά του. Συνηθίζει το πλαστικό κλουβί του, δίνει όνομα στα κάγκελα, τα βάφει. Και τα πιο ξεκούμπωτα από αυτά τα ξεβιδώνει και τα κρύβει μέσα του.
Πάντα όμως σκέφτεται ως κάποιος αφυλάκιστος, ελεύθερος να τρέξει. Ένας κάτοικος του κόσμου. Φοβάται όμως. Τα θωρεί από την ασφάλεια του κελιού (σπιτιού) του: τα κάγκελα του μέλλοντος, τα νέα καταφύγια. Όμορφα και ζωηρά φαντάζουν από μέσα, επαύλεις όντων με νόηση περίσσεια. Σε αυτά θα μπει μετά, αυτό το ξέρει: τα όντα με τη νόηση είναι οι εαυτοί του, όταν φύγει από εδώ και τρέξει παραπέρα. Και το επιχειρεί, ξανά και ξανά και ξανά, επιστρέφοντας πάντα στο κλουβί με ματωμένα δάχτυλα και κουρασμένα μάτια. Δεν είναι πάντα το ίδιο κλουβί, καθώς υπάρχουν και άλλα στη ζωή του, στα οποία φέρνει κάγκελα από τα προηγούμενα, κάνοντάς τα πια δικά του: ίδια μα διαφορετικά συνάμα. Και δεν είναι πάντα το ίδιο άτομο, καθώς στο ξέφρενο τρέξιμο απάνω, στην απόσταση που διανύει για να φτάσει από το ένα κλουβί στο άλλο, το ουρλιαχτό τον διαπερνάει. Τον τσακίζει πέρα για πέρα, πίνοντας τη φολιδωτή του πανοπλία με όρεξη αφείδωλη και κολασμένη. Και τότε χάνει μέρη του εαυτού του, μένει λειψός μα μετρημένος, μετρώντας τα μόρια της ψυχοσύνθεσής του με τα δάχτυλα. «Μπήκε στο επόμενο κλουβί, ασφάλεια και πάλι. Θα στρώσει εκεί να κοιμηθεί, να του περάσει η ζάλη. Και μόλις ξεκουραστεί, θα ξεκινήσει πάλι, να ψάχνει νέο πλαστικό κλουβί, με ολόφρεσκο κεφάλι».
Και όταν, εξουθενωμένος από το τρέξιμο των χρόνων και ανήμπορος την κούρσα να συνεχίσει, βρεθεί σε ένα κλουβί που του αρέσει, θα αρχίσει τότε να το χτίζει. Να το επεκτείνει, σιγά σιγά, κάγκελο το κάγκελο, σπιθαμή προς σπιθαμή, με ιδρώτα και αίμα για κονίαμα. Το πλαστικό κλουβί του τότε μεγαλώνει και ορθώνεται, έως ότου γίνει όσο μεγάλος είναι και ο κόσμος του.
Η λύση
Και εδώ έγκειται το μόνο σημαντικό ερώτημα που εκλιπαρεί απόκρισης: πώς παύει κανείς το μακρόσυρτο και δυσεξάλειπτο ουρλιαχτό που διαβρώνει το υφάδι του πνεύματός του;
Πώς σκοτώνει την καθημερινότητά του; Διότι αν η δύναμη της συνήθειας είναι μεγάλη, τότε η δύναμη της ρουτίνας είναι δυσθεώρητη, γιατί τί είναι η ρουτίνα, αν όχι η προγραμματισμένη επανάληψη της συνήθειας;
Πώς εξοντώνει αυτό που κυρτώνει την ελαστική του ψυχή, αυτό που τρώει το μεδούλι, πίνει τη σάρκα και κανιβαλίζει το δερματώδες φλοιό του μέρα μετά τη μέρα μετά τη μέρα; Και νύχτα μετά τη νύχτα μετά τη νύχτα; Μια βραδύκαυστη μολυσματική νόσος που αποχαυνώνει τις αισθήσεις και στομώνει τα αντανακλαστικά – πώς λοιπόν τη θεραπεύει; Πώς λυγίζει τα πλαστικά κλουβιά μια για πάντα;
Με μια εκκένωση.
Κείμενο: Νικήτας Διαμαντόπουλος
Φωτογραφίες: Νικήτας Διαμαντόπουλος