Σαν σήμερα γεννήθηκε ο Αρχιτέκτονας των Ονείρων
[dropcap size=big]Έ[/dropcap]χεις προσπαθήσει ποτέ να θυμηθείς ένα όνειρο, εστιάζοντας όχι στο περιεχόμενο παρά στην γενικότερη αίσθηση που σου άφησε; Αυτή η ενοχλητικά επίμονη πεποίθηση πως μπορείς να οριοθετήσεις με γνώριμες εικόνες τις άγνωστες ιδέες, να ορίσεις με απτές λέξεις τις άυλες κατασκευές, πεποίθηση που εν τέλει αποβαίνει θνησιγενής; Ο Lewis Carroll έχει προσπαθήσει. Και τα κατάφερε.
Ο Charles Lutwidge Dodgson υπήρξε Άγγλος μαθηματικός, λογιστής, φωτογράφος και συγγραφέας. Ο Lewis Carroll από την άλλη ήταν ένας πραγματικός ονειροπόρος: ένας προσκυνητής στα στραβά παλάτια της στρεβλής λογικής, ένας λοξός λεξιπλάστης που λαξεύει προτάσεις. Μαθηματικά και λογοτεχνία, τάξη και παράνοια μοιράζονται μια κοινή σκεπή: την περσόνα του Άγγλου δημιουργού, γεννώντας μια πραγματικά ιδιότροπη φυσιογνωμία, μια μορφή βουτηγμένη σε ονειρόσκονη και χλιαρό τσάι. Γράφοντας ποιήματα και μικρές ιστορίες από νεαρή ακόμα ηλικία, ο Dodgson – Carroll απέκτησε δημόσια απήχηση με τα έργο «Οι περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων» και «Η Αλίκη μέσα από τον καθρέφτη», σε εικονογράφηση του Sir John Tenniel. Αυτή ήταν και η πρώτη μεγάλη βουτιά στο κενό, η ελεύθερη πτώση στο φαντασμαγορικό και ξέφρενο, με τον Άγγλο συγγραφέα να συνθέτει μια σφοδρή κριτική της αγγλικής κοινωνίας και πολιτικής, ενδύοντάς την με το σαρκίο ενός ανέμελου παραμυθιού.
[dropcap size=big]Τ[/dropcap]ο ταξίδι της Αλίκης, η συνεχής αναζήτηση για μια σπίθα λογικής σε μια θάλασσα παράνοιας, είναι αυτό που σπιθίζει την περιέργειά της και δίνει φτερά στα κουρασμένα, κουκλίστικα ποδαράκια της. Διότι η Αλίκη δεν είναι το συνηθισμένο επτάχρονο («επτά και μισό, αν έχετε την καλοσύνη») κοράσιον, όχι κύριε. Πίσω από το πεισματάρικο και σκανταλιάρικο προσωπείο της φωλιάζει η ειρωνική διάθεση, η γκρίνια και η φιλοσοφία, ο ώριμος ορθολογισμός του χαμογελαστού της μαριονετίστα. Ενός κουκλοποιού που πλοηγεί το γλυκύτατο ανδρείκελό του σ’ έναν κόσμο από κούπες, κάστρα, σκούπες, άστρα και ιππότες, κρατώντας το δέσμιο σε νήματα μελαγχολίας και ενθουσιασμού, αναδεικνύοντας πάντοτε το τρυφερό πρόσωπο της φρίκης, το πρωτότυπο της Λολίτα του Ναμπόκοφ. Οι παθιασμένοι διάλογοι και οι ωμοί διασπαθισμοί της Αλίκης με την Κόκκινη Βασίλισσα («Πάρτε της το κεφάλι!»), την Δούκισσα («Να είσαι αυτό που φαίνεται πως είσαι»), τον Τρελοκάπελα («Είναι ΠΑΝΤΑ ώρα για τσάι») και τον ίδιο της τον εαυτό («Ποια είμαι, αν όχι εγώ;») είναι τα θεμέλια του έργου, τα σημεία που αιχμαλωτίζουν με νηφαλιότητα την μέθη του ονείρου, του απόμακρου και αβέβαιου. Εμφιαλώνοντας την αχαλίνωτη ροή φαντασίας, οριοθετώντας την τρέλα ως μια έννοια ρευστή άλλα και πεπερασμένη, άυλη άλλα και χειροπιαστή, αστείρευτη άλλα και μετρήσιμη, ο Carroll αποδεσμεύει τις λέξεις του όσο και το ίδιο το φορτίο νοήματος που κουβαλούν: παύουν να υφίστανται ως απλές ετικέτες περιεχομένου, αποκτώντας δική τους υπόσταση και νόημα, ζωή και σκοπό.
[dropcap size=big]Ο[/dropcap] Carroll είναι καυστικός και βιτριολικός, μακάβριος μα και παιδαριώδης, γεμίζοντας τις τσέπες των χαρακτήρων του με απλόχερες δόσεις τρέλας, μιας τρέλας μεθοδικής και στοχευμένης, με μηχανική σχεδόν ακρίβεια. Τυχαίο και υπερβολικό, ασήμαντο και χαοτικό συνυπάρχουν και διαφεντεύονται από τους ίδιους ευμετάβλητους κανόνες, τις ρητές επιταγές μιας Χώρας που δεν μπορεί να αποφασίσει αν υπάρχει. Μάλιστα, ίσως να μην έχει καν σημασία.