Ή αλλιώς το The Big Blue του Luc Besson
Ανάγκη για στροφή και φυγή προς τη (γαλάζια) φύση ήταν το αίτημα της εποχής των ‘80s, για απεγκλωβισμό από την αγχώδη πραγματικότητα, που τόσο βάναυσα ξεζούμιζε τον ανθρώπινο ψυχισμό. Επίκαιρη και ζώσα, όσο τίποτα άλλο, η επιθυμία αυτή, αποκτά σάρκα και οστά στην ταινία, που έκανε γνωστό τον Luc Besson, το The Big Blue ή αλλιώς Le grand Bleu, γυρισμένο το 1988.
Ο Ζακ (Jean-Marc Barr) και ο Ένζο (Jean Reno), πρωταγωνιστές της ταινίας, τοποθετούνται σε ασπρόμαυρη σεκάνς στην πανέμορφη Αμοργό του 1960, όπου ως παιδιά τρέφουν ένα κοινό πάθος, αυτό της κατάδυσης. Με το πέρας των χρόνων οι δύο ήρωες χάνουν επαφή, ακολουθώντας ο καθένας τη δική του πορεία, σχετική, όμως, πάντα με αυτό που τους δίνει τροφή για ζωή, την ελεύθερη κατάδυση. Ο Ένζο στη Σικελία πλέον, είναι καταξιωμένος πρωταθλητής καταδύσεων, ενώ ο Ζακ ζει και εργάζεται στις Άνδεις, διεξάγοντας επιστημονικές έρευνες στο πλαίσιο των οποίων κάνει καταδύσεις. Ο Ένζο, ωστόσο, μην έχοντας ξεχάσει τον παιδικό του φίλο, θα τον αναζητήσει, για να βρεθούν αντιμέτωποι σε αυτό που τους ενώνει περισσότερο, την κατάδυση στο θαλάσσιο παράδεισο, με αφορμή το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Καταδύσεων στην Ταορμίνα της Σικελίας. Από την επανένωση των δύο πρωταγωνιστών και έπειτα ο θεατής αφήνεται σε μία άνευ προηγουμένου θαλάσσια βουτιά, με πλάνα μαγευτικά. Οι μνήμες του παρελθόντος ξεπηδούν, η φιλία μαζί με τις ανθρώπινες δυνατότητες δοκιμάζονται και ένα ειδύλλιο (πως άλλωστε θα μπορούσε να λείπει;!) γεννάται.Το σενάριο είναι εμπνευσμένο από πραγματικά γεγονότα, με μόνη όμως πλαστή-επινόηση του Luc Besson, την προσθήκη μιας ερωτικής σχέσης, με θηλυκή φιγούρα την Τζοάννα, την οποία υποδύεται η Joanne Arquette. Το φιλμ ωστόσο, σεναριακός αρωγός του οποίου αποτέλεσε και ο πραγματικός Ζακ (ο οποίος και πριν λίγους μήνες έχασε τη ζωή του), δε χαρακτηρίζεται από έντονες ανατροπές και αναπάντεχες εξελίξεις. Θα έλεγε κανείς, πως η ιστορία ακολουθεί κοινότυπη πορεία, καθώς η ψυχογράφηση των στερεοτυπικών χαρακτήρων (με τον Ένζο να παρουσιάζεται δυναμικός, άπληστος, υπερήφανος, ενώ ο Ζακ ευαίσθητος με ένα βαρύ φορτίο ψυχικών εμπειριών) είναι επιδερμική, το love-story προβλέψιμο, οι βαρύγδουποι διάλογοι πολυφορεμένοι και το φολκλόρ στοιχείο διάχυτο. Ακόμα και οι συμβολισμοί μέσω των δελφινιών υπέρ του δέοντος χρησιμοποιούνται, με αποτέλεσμα να κουράζουν.
Το The big blue, παρά ταύτα θα απογειώσει το 1988 τον Luc Besson, καθιστώντας τον φήμης σεναριογράφο και αποκτώντας φανατικό κοινό. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Κανών, αγγίζοντας τα 10 εκατ. εισιτήρια και τέθηκε σε υποψηφιότητα για πολλά βραβεία Σέζαρ, κερδίζοντας αυτό της καλύτερης Μουσικής για Ταινία και καλύτερου Ήχου το 1989. Η υποβλητική μουσική του Eric Serra που μας ταξιδεύει στη θαλάσσια άβυσσο είναι αξιοσημείωτη. Επιπλέον, η ταινία απέσπασε το βραβείο της Γαλλικής Εθνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Το φιλμ αυτό αποτέλεσε το ακρογωνιαίο λίθο μιας πολυάριθμης κινηματογραφικής πορείας για τον Luc Besson. Ο Γάλλος σεναριογράφος-σκηνοθέτης, χαρακτηρίζεται σίγουρα ως μία πολύπλευρη προσωπικότητα με ποικιλόμορφη κινηματογραφική συλλογή, καταγράφοντας στο ενεργητικό του περιπέτειες σκληροτράχηλων διαστάσεων (Nikita, Taxi, Taken, Transporter), αισθηματικές-τρυφερές ταινίες (Angel-A, Leon, the Lady και φυσικά το The big blue), παιδικά animation όπως το Arthur and the minimoys αλλά και ταινίες επιστημονικής φαντασίας (Το Πέμπτο Στοιχείο, Valerian and the city of a thousand planets). Δικαίως, λοιπόν, ο Luc Besson έχει χαρακτηριστεί ως «ο πιο Χόλυγουντ άνθρωπος μεταξύ των Γάλλων κινηματογραφιστών», με το The big blue να αποτελεί την απαρχή για την εγκαθίδρυσή του στη λίστα με τους πιο «ποιοτικοεμπορικούς» σεναριογράφους. Ταυτόχρονα, το The big blue ήταν καθοριστικό και για την εγκαινίαση μιας πολύχρονης σχέσης με τον ταλαντούχο Jean Reno, με τον οποίο συνεργάστηκε σε πολλά από τα επόμενα δημιουργήματά του.Το μεγάλο, όμως ατού του The grand blue, που σε μυεί στη «θεοποίησή» του, μετουσιώνοντας πολλούς από εμάς, σε πιστούς ακολούθους της, είναι η καθηλωτική εικόνα. Παρά τα σεναριακά ψεγάδια, ο θεατής αντικρίζει πλάνα απίστευτου φυσικού κάλλους. Η ασημίζουσα από το φως, άλλοτε του ήλιου και άλλοτε του φεγγαριού, θάλασσα, οι υποβρύχιες λήψεις, που σε κατευθύνουν από το γαλάζιο της επιφάνειας, στο απέραντο μαύρο του βυθού, εκεί όπου νιώθεις αιώνιος και ευτυχισμένος, περιτριγυρισμένος από γοργόνες, φτάνεις ως θεατής στην απόλυτη μέθεξη με τη φύση και αποζητάς την αποστροφή από την ανιαρή πραγματικότητα. Έτσι, πετυχαίνει και τον στόχο του ο Luc Besson, με το πρώτο του αυτό αγγλόφωνο εγχείρημα. Υμνεί την απλότητα των αγαθών της φύσης, τη θάλασσα, τον βυθό της, τον ήλιο, που τόσο απλόχερα μας προσφέρονται, σε αντίθεση με εμάς που φαίνεται να τα λησμονούμε καθώς βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι σε μια ιλιγγιώδη καθημερινότητα. Έτσι, με το The big blue επιβεβαιώθηκε ο χαρακτηρισμός που του αποδόθηκε μετά το Subway (1985) ως ουσιαστικό μέλος του κινήματος Cinema du look, το κίνημα του οπτικού θεάματος και του προσεγμένου στυλ.Προς ενίσχυση του εθνικού μας φρονήματος, που πάντα αναζωπυρώνεται σε ταινίες γυρισμένες στην Ελλάδα, με την άρθρωση του τίτλου The big blue αυθόρμητα στο νου ενός σινεφίλ, πάντα θα έρχεται η Αμοργός. Το κυκλαδίτικο νησί, μετά την επιτυχία της ταινίας, γνώρισε μεγάλη τουριστική άνθηση και ταυτίστηκε με την ξεγνοιασιά του καλοκαιριού. Ιδίως η παραλία Αγία Άννα, στην οποία έγιναν, κατά κόρον, τα γυρίσματα, αποτελεί σημείο συνάντησης πολλών φανατικών θαυμαστών της ταινίας, όπου κοντοστέκονται για να ατενίσουν το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας, μέχρι το σημείο εκείνο του ορίζοντα, όπου το νερό γίνεται ένα με το μπλε του ουρανού.Έτσι, λοιπόν, σαγηνευμένος και εσύ από τη γαλήνη του υδάτινου πλούτου της θάλασσας, δε θες να τελειώσει ποτέ το καλοκαίρι ή και αν ακόμα τελειώσει θα πατήσεις play για μία ακόμη φορά στο Le grand bleu για να σε ταξιδέψει εκεί όπου «είναι καλύτερος τόπος», εκεί όπου καθώς βουτάς «νιώθεις να γλιστράς, χωρίς να πέφτεις», στο βυθό ενός θαλάσσιου παραδείσου. «Και όσο για μένα ακόμα πιστεύω στον παράδεισο. Τώρα, όμως ξέρω ότι δεν είναι κάποιο μέρος που μπορείς να βρεις. Γιατί δε βρίσκεται όπου πας, είναι το πώς νιώθεις για μια στιγμή στη ζωή σου, όταν ανήκεις κάπου. Και αν τη βρεις αυτή την στιγμή, διαρκεί για πάντα», συνειρμικά καταλήγω, ψελλίζοντας μαζί με τον Leonardo DiCaprio στο The beach.
Κείμενο: Μαρία Παπαγεωργίου (Lavart)
Πηγές Φωτογραφιών: 1, 2, 3, 4, 5