If somehow the Lord gave me a second chance at that moment, I would do it all over again.
Λίγες κυκλοφορίες έχουν καταφέρει να διχάσουν τόσο πολύ το κοινό τους. Μια από αυτές και κατά τη γνώμη μου, από τις πιο χαρακτηριστικές, είναι το The Last of Us Part II. Από τη μία πλευρά οι κριτικοί το αποθέωσαν, ενώ από την άλλη οι θαυμαστές το καταδίκασαν, αφού πρώτα το είχαν προδικάσει, λόγω κάποιον διαρροών σχετικά με την ιστορία του. Το πρόβλημα με αυτή την αντιμετώπιση άσπρου-μαύρου έγκειται στο γεγονός ότι δεν μπορούν να προκύψουν ουσιώδεις συζητήσεις σχετικά με τη θέση του τίτλου στη συνολική εικόνα του μέσου. Εμείς στη Lavart θα σας παρουσιάσουμε την δική μας οπτική για το παιχνίδι, προσπαθώντας να είμαστε όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικοί. Για να δώσουμε μια ολοκληρωμένη άποψη, η κριτική θα περιέχει στοιχεία της ιστορίας και των χαρακτήρων, τα οποία αποκαλύπτονται στην πορεία (spoilers). Καθίστε αναπαυτικά και απολαύστε!Το The Last of Us Part II κυκλοφόρησε στις 19 Ιουνίου 2020, 4 χρόνια μετά από την ανακοίνωση του το 2016. Εκδόθηκε από τη Sony και κατασκευάστηκε από το στούντιο της NaughtyDog. Στο τιμόνι έχουμε τους Neil Druckmann, Anthony Newman και Kurt Margenau, με τον πρώτο να κατέχει τον ηγετικό ρόλο. Την ηχητική ενδυμασία την έχει αναλάβει ο Gustavo Santaolalla, για τον οποίο έχουμε κάνει αφιέρωμα. Εδώ να τονίσουμε, ότι καθότι ο τίτλος είναι η άμεση συνέχεια του πρώτου παιχνιδιού, The Last of Us, τόσο στην ιστορία, όσο και στους μηχανισμούς κάποια πράγματα θα θεωρηθούν αυτονόητα, οπότε καλό θα ήταν να ρίξετε μια ματιά στο άρθρο μας για τον προηγούμενο τίτλο.
Ανοίγοντας για πρώτη φορά το παιχνίδι, το πρώτο πράγμα που μας κάνει εντύπωση είναι η πληθώρα επιλογών που απευθύνονται σε άτομα με προβλήματα κινητικά, ακουστικά, ή όρασης. Έχει γίνει μια πολύ καλή δουλειά έτσι ώστε να μπορούν όλοι να προσαρμόσουν το παιχνίδι τα μέτρα τους, να νιώσουν άνετα και το κυριότερο να απολαύσουν την ιστορία που θα ξετυλιχθεί μπροστά τους. Το γεγονός αυτό, αποτελεί μια πρωτοπορία, που οφείλει να έχει μιμητές.Περνώντας στο κύριο παιχνίδι, η ιστορία του έχει ως εξής: Ο Joel και η Ellie μετά από τα γεγονότα του πρώτου παιχνιδιού έχουν καταλήξει στην πόλη Jackson στο Wyoming, με τον πρώτο να τρέφει μια μεγάλη γονεϊκή αγάπη για την Ellie, ενώ τη δεύτερη να προσπαθεί να συμβιβαστεί με τη ζωή της. Τέσσερα χρόνια μετά, η σχέση των δύο έχει περάσει αναταράξεις και διακόπτεται απότομα καθότι μια ομάδα ατόμων ταξιδεύουν από το Seattle με σκοπό να δολοφονήσουν τον Joel, κάτι το οποίο επιτυγχάνουν. Η Ellie, λοιπόν, αποκαρδιωμένη αναχωρεί για το Seattle όπου αναζητά εκδίκηση. Αυτή η εισαγωγή στην ιστορία προκάλεσε πολλές αντιδράσεις, λόγω του ότι ο Joel είναι ιδιαίτερα αγαπητός στο κοινό του. Παρόλα αυτά, η παρουσία του αποτελεί τον κινητήριο μοχλό για ό,τι συμβαίνει στο παιχνίδι. Ο θάνατος του δημιουργεί τον ουσιαστικό συναισθηματικό αντίκτυπο που επιβάλλεται από την ιστορία, για να μπορεί να προχωρήσει η ίδια. Ειδάλλως, δεν υπάρχει νόημα, πέρα της πεπατημένης, για ένα σύνολο ανθρώπων, να αφήσουν την ασφάλεια μιας κοινότητας σε έναν μετά-αποκαλυπτικό κόσμο.Στον τεχνικό κομμάτι, ο τίτλος είναι ίσως ο πιο όμορφος που υπάρχει στην κονσόλα της Sony. Οι λεπτομέρειες στους χαρακτήρες, ο τρόπος που προβάλλεται το φως τόσο στους ανοιχτούς, όσο και στους κλειστούς χώρους, αλλά ακόμα και οι ίδιες οι τοποθεσίες, δημιουργούν ένα μελαγχολικό συναίσθημα φθοράς που ενισχύεται από την βλάστηση, η οποία έχει κυριεύσει τα κτήρια. Οι τοποθεσίες που ταξιδεύουμε έχουν μεγάλη ποικιλία και κάθε μέρος έχει μια ιστορία να πει, που αποτυπώνεται μέσα από το ίδιο το περιβάλλον και τα αντικείμενα του. Οι περιοχές είναι μεγαλύτερες από του πρώτου παιχνιδιού, παρόλο που ο τίτλος είναι γραμμικός στην εξέλιξη του. Μας δίνει όμως άψογα τη δυνατότητα εξερεύνησης για τις πολυπόθητες, ελάχιστες προμήθειες που θα βρούμε. Στο πλάι μας ηχεί η μουσική του Gustavo Santaolalla. Οι συνθέσεις του, απλές, ατμοσφαιρικές, αναδεικνύουν τον ψυχικό κόσμο των πρωταγωνιστών. Μοναδική μου ένσταση είναι ότι θα ήθελα να ακούγονται λίγο παραπάνω, καθώς θεωρώ ότι πολλές φορές αναζητούσα με το αυτί μου αυτές τις γνώριμες μελωδίες. Οι ηθοποιοί για άλλη μια φορά επιστρέφουν στους ρόλους τους, με τον Troy Baker (Joel) και την Ashley Johnson (Ellie) να δίνουν στιβαρές ερμηνείες. Στο καστ, όμως, συμμετέχει πλέον η Laura Bailey (Abby), η οποία χρειάζεται ειδική μνεία για την δυνατή, γεμάτη συναίσθημα ερμηνεία της.Στο επίπεδο των μηχανισμών το παιχνίδι ακολουθεί την πεπατημένη του προηγούμενου. Ακολουθεί το τρίπτυχο εξερεύνησης, ανθρώπινων αλληλεπιδράσεων και στοιχείων τρόμου, χρησιμοποιώντας νέα τρικ για να αναταράξει τα νερά και να αλλάξει τα δεδομένα μας. Πλέον, οι αντίπαλοι έχουν πολύ καλύτερη τεχνητή νοημοσύνη, αποκαλούν ο ένας τον άλλον με τα ονόματα τους, ενώ αφήνεται η υπόνοια ότι μεταξύ τους υπάρχουν σχέσεις. Αδερφικές, αγάπης, κτλ. Όταν τους αντιμετωπίζουμε, παύουν να είναι απλά “οι κακοί” και τους προσδίδουμε πιο ανθρώπινο χαρακτήρα. Αυτό γίνεται ακόμα καλύτερο, όταν συνειδητοποιούμε, ότι κάθε παράταξη επικοινωνεί διαφορετικά μεταξύ της. Η βία είναι ωμή, αληθοφανής και αποκρουστική, προσπαθώντας να μας απωθήσει από το να τη χρησιμοποιήσουμε. Αποτυγχάνει όμως, λόγω του πολύ καλού οπτικού τομέα και της διασκέδασης που πηγάζει από το κυνήγι μεταξύ του παίχτη και των αντιπάλων. Αυτό είναι πιο πολύ μνεία στην ιδιαίτερα λεπτομερή δουλειά που έχει γίνει, παρά σε κάποιο μειονέκτημα. Η εξερεύνηση είναι αναβαθμισμένη, με την Ellie να έχει πλέον περισσότερες δυνατότητες, όπως το σκαρφάλωμα, το κρέμασμα από σκοινιά και την ικανότητα να σέρνεται στο έδαφος. Δυστυχώς οι περιβαλλοντικοί γρίφοι για τη μετακίνηση μας στον κόσμο είναι απλοϊκοί, λογικό μεν, λόγω της φύσης του τίτλου, αλλά σε ένα δύο σημεία ίσως θα μπορούσαμε να έχουμε κάτι πιο πολύπλοκο. Τέλος, η συνάντηση μας με τους infected (οι μολυσμένοι, ή πιο απλά τα ζόμπι σε αυτό το παιχνίδι) δημιουργεί μερικές από τις καλύτερες στιγμές μέσα σε αυτό. Όχι μόνο είναι πιο επιθετικοί, αλλά υπάρχουν και νέα είδη, γεγονός που αλλάζει τον τρόπο που τους προσεγγίζουμε. Ο τίτλος διδάσκει το στοιχείο του τρόμου, όχι μόνο με την ιδέα, αλλά με τον τρόπο που σηματοδοτεί το περιβάλλον την άφιξη τους. Το στοιχείο του μύκητα και της υγρασίας είναι εν γένη αποκρουστικό σε εμάς και μια ευφάνταστη ιδέα για ένα τέτοιο σκηνικό.Υπάρχει όμως ένας τομέας που η NaughtyDog κατάφερε να δώσει κάτι τελείως διαφορετικό. Το σενάριο. Η δομή του ακολουθεί δύο παράλληλες ιστορίες προσπαθώντας να αποδομήσει το στερεότυπο του ήρωα. Στον προηγούμενο τίτλο, ο ήρωας εξανθρωπίζεται. Η τελική του πράξη ανατρέπει τα δεδομένα και έρχεται πιο κοντά στη δική μας φιλοσοφία. Σε αυτόν τον τίτλο όμως δεν υπάρχει ήρωας. Ενώ, χειριζόμαστε για ένα μεγάλο μέρος του παιχνιδιού, την Ellie, θέλοντας δικαιολογημένα εκδίκηση για τον θάνατο του Joel, η αποτύπωση της βίας και η ακρότητα μιας τέτοιας πράξης μας αποσχίζει από την πρωταγωνίστρια μας. Γιατί, όσο εμείς αποκτάμε δεύτερες σκέψεις, άλλο τόσο γίνεται η Ellie πιο αποφασιστική. Η βία είναι δικαιολογημένα μη στυλιζαρισμένη, γιατί αποτυπώνει την απώλεια μιας ζωής. Σε μια πράξη ευφυίας, πάνω στην κλιμάκωση της ιστορίας της Ellie, το παιχνίδι κάνει ένα βήμα πίσω και μας δίνει τον έλεγχο της Abby, της δολοφόνου του Joel. Εκεί, ξεκινά μια σειρά παραλληλισμών των βιωμάτων τους σε μικρή ηλικία και στο τώρα, η οποία ξεφεύγει από τα όρια του άσπρου-μαύρου. Για αυτήν, ο Joel αξίζει να πεθάνει, γιατί σκότωσε τον πατέρα της, τον γιατρό που θα έκανε την επέμβαση στην Ellie. Για την Ellie, η Abby αξίζει να πεθάνει, γιατί σκότωσε τον Joel, νομίζοντας ότι το έκανε επειδή στερήθηκε ο κόσμος τη θεραπεία. Η Laura Bailey καταφέρνει να προσδώσει το απαιτούμενο βάθος στην Abby. Αποτυπώνει άρτια τα θέλω της, τις έγνοιες της και τα πάθη της. Οι δύο πρωταγωνίστριες βρίσκονται σε διαμετρικά σημεία, με την Ellie να βουτά όλο και περισσότερο στα πάθη της και την Abby να αναδύεται σταδιακά από αυτά δημιουργώντας μια τεταμένη κατάσταση. Αποτέλεσμα αυτού, αντί να έχουμε την τυπική ιστορία εκδίκησης, η σχέση μας με τους χαρακτήρες προκαλεί αμφιλεγόμενα συναισθήματα. Το τέλος είναι μια καθαρτική εμπειρία, τόσο για τον παίχτη, όσο για τις “ηρωίδες” ανυψώνοντας τον τίτλο σε σχέση με τους υπόλοιπους του είδους.Μολαταύτα, υπάρχουν μειονεκτήματα, τόσο στον τρόπο που μας παρουσιάζεται η ιστορία, όσο και στο περιεχόμενο του τίτλου. Επεξηγώντας το πρώτο, ενώ οι πράξεις των χαρακτήρων προωθούν την ιστορία σε μια σχέση αιτίου-αποτελέσματος, δεν γίνεται το ίδιο με το gameplay, το οποίο μας πετάει αριστερά και δεξιά σε τοποθεσίες βασισμένο, είτε σε τυχαία γεγονότα, είτε σε χειρισμούς που δεν θα έκανε ποτέ ο παίχτης. Αυτό αποτελεί ένα κλασσικό τέχνασμα του στούντιο, που παρά την ικανότητα του, έχει αρχίσει να φανερώνει τα κακώς παλαιωμένα τρικ του. Το δεύτερο σημείο έχει να κάνει με την πληθώρα αντικειμένων που καλούμαστε να συλλέξουμε, για να ολοκληρώσουμε πλήρως το παιχνίδι. Ένα μέρος αυτής της συλλογής είναι ωραίο και συνάμα αναγκαίο να το αποκτήσουμε, όπως τα εγχειρίδια εκπαίδευσης, οι αναβαθμίσεις και κάποια απομεινάρια του παλιού κόσμου. Δημιουργούν δυναμική στο παιχνίδι και προσθέτουν αξία στην εξερεύνηση. Όμως, το γεγονός ότι συλλέγουμε νομίσματα και κάρτες με υπερήρωες, δημιουργεί το ακριβώς αντίθετο. Λόγω της φύσης αυτών, το βλέμμα του παίχτη στρέφεται από το περιβάλλον προς ανούσια σημεία, όπως χαραμάδες, συρτάρια, μαξιλάρια, για την εύρεση κυριολεκτικά άχρηστων ως προς το παιχνίδι αντικειμένων. Μια μικρή τρικλοποδιά από την NaughtyDog. Το τελευταίο πρόβλημα του τίτλου είναι ο επίλογος του. Είναι αρκετά μεγάλος και δεν παρουσιάζεται λόγω δομής, ως τρίτη πράξη που θα ήταν το πιο σωστό. Το πρόβλημα που δημιουργείται είναι ότι μπερδεύει εν μέρη τον παίχτη και τον κουράζει λόγω διάρκειας, αφαιρώντας πόντους από το εκπληκτικό τέλος. Είναι αναγκαίο; Ναι, γιατί μεταφέρει το συνολικό νόημα του τίτλου. Γίνεται σωστά; Όχι ακριβώς.
You are currently viewing a placeholder content from YouTube. To access the actual content, click the button below. Please note that doing so will share data with third-party providers.
Κλείνοντας, το The Last of Us Part II πήρε τον δύσκολο δρόμο. Προτίμησε να πει μια ιστορία με αντίκτυπο, με το ρίσκο να μην ικανοποιήσει κανέναν. Είναι ύμνος στην δημιουργική ελευθερία, η οποία στις μέρες μας κρατείται όμηρος του fan service, δηλαδή της παραγωγής, ξεκάθαρα για ικανοποίηση και δέσμευση του καταναλωτή. Σηματοδοτεί επίσης, ένα στάδιο ωρίμανσης του μέσου ως προς την αφηγηματική μέθοδο. Παρόλα αυτά, επειδή ο τίτλος ενσωματώνει όλα αυτά τα στοιχεία που η NaughtyDog προσπαθεί να τελειοποιήσει με την πάροδο του χρόνου, αναδεικνύει πλέον και κάποιες αδυναμίες τους. Αδυναμίες, που στην επόμενη γενιά δεν θα μπορούν να δικαιολογηθούν τόσο εύκολα. Βλέποντας όμως το εξαιρετικό αποτέλεσμα που αποκαλείται The Last of Us Part II δεν νιώθουμε αμφιβολίες. Ένας τίτλος αριστούργημα.