Οι «Cuties» είναι πράγματι μία άβολη ταινία, ζόρικη και αποκρουστική να τη δεις όπως και η πραγματικότητα που απεικονίζει αλλά ταυτόχρονα τρυφερή, ευαίσθητη κι αθώα όπως η ηλικία στην οποία εστιάζει.
ΠΡΟΣΟΧΗ! Το άρθρο περιέχει spoilers!
Μόλις στις 9 Σεπτεμβρίου κυκλοφόρησε η νέα γαλλικής παραγωγής ταινία του Netflix, The Cuties ή The Mignonnes όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος της και έχει κιόλας καταφέρει να γίνει ίσως η πιο αμφιλεγόμενη ταινία της χρονιάς. Η Γαλλίδα Maïmouna Doucouré υπογράφει το σενάριο και τη σκηνοθεσία κάνοντας έτσι το κινηματογραφικό της ντεμπούτο βασισμένη στην προγενέστερη μικρού μήκους ταινίας της, Maman(s) (2015), η οποία είχε αποσπάσει ένα César Award το 2017. Οι «Cuties» βραβεύτηκαν στην πρεμιέρα τους τον περασμένο Ιανουάριο στο Sundance Film Festival και έλαβαν θετικές κριτικές. Με την επικείμενη είσοδο τους στο Netflix όμως ήγειραν πλήθος αντιδράσεων ήδη πριν από την κυκλοφορία τους εξαιτίας της promo αφίσας που επέλεξε η γνωστή πλατφόρμα και άνοιξαν το δρόμο για ν’ αρχίσει ένας δημόσιος διάλογος σχετικά με τα όρια της τέχνης, με κάθε πλευρά να αποκτά φανατικούς υπέρμαχους.
Η διαμάχη αφορμάται από τις «ενήλικες» πόζες και ενδυμασία των ανήλικων κοριτσιών στην αφίσα για να καταλήξει στο trend #cancelNetflix στα social media και σε petition με αίτημα την διαγραφή της ταινίας με χιλιάδες υπογραφές παγκοσμίως. Η πλατφόρμα κατηγορήθηκε για προώθηση της παιδικής πορνογραφίας, σεξουαλικοποίηση ανηλίκων και προώθηση λανθασμένων προτύπων. Η φρενίτιδα μάλιστα έφτασε μέχρι το Κογκρέσο, μέλη του οποίου εισηγήθηκαν την διαγραφή της ταινίας από την γνωστή πλατφόρμα και περαιτέρω έρευνα για έκθεση σε κίνδυνο και εκμετάλλευση ανηλίκων.
Οι Cuties είναι πράγματι μία άβολη ταινία, ζόρικη και αποκρουστική να τη δεις όπως και η πραγματικότητα που απεικονίζει αλλά ταυτόχρονα τρυφερή, ευαίσθητη κι αθώα όπως η ηλικία στην οποία εστιάζει. Η Doucouré μας παρουσιάζει την προεφηβική ανυπομονησία με όλη την ενέργεια, τον ρομαντισμό, την αστάθεια και την αφέλεια που την διέπει στο δεδομένο υποκείμενο πλαίσιο, κοινωνικό και πολιτισμικό για να αναδείξει και να επικρίνει αυτήν ακριβώς την τοξικότητα την οποία κατηγορείται ότι προάγει.
Η ιστορία επικεντρώνεται στην Αμί (Fathia Youssouf), μια 11χρονη μαθήτρια από τη Σενεγάλη που μένει σε μια φτωχή γειτονιά στα προάστια του Παρισιού με την μητέρα της (Maïmouna Gueye), την θεία της (Mbissine Thérèse Diop) και τους δύο μικρότερους αδελφούς της. Η ταινία ξεκινά με την Αμί (γαλλικά: ami [a-mee; English a-mee, ah-mee ]= φίλος) να έχει τάσεις αποξένωσης και αμφισβήτησης προς την μουσουλμανική κουλτούρα της οικογένειάς της, τάσεις που μετουσιώνονται σε πλήρη αποστροφή όταν μαθαίνει ότι ο πατέρας της θα παντρευτεί δεύτερη σύζυγο την οποία θα φέρει μάλιστα και στο σπίτι τους. Η Αμί πνίγεται κυριολεκτικά και μεταφορικά από το φόρεμα που της έχουν επιλέξει εθιμοτυπικά για να βάλει στον γάμο. Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας αυτό το φόρεμα θα συμβολίζει την οικογένεια, την παράδοση, την ηθική της και τις αρχές με τις οποίες έχει μεγαλώσει, θα της θυμίζει την γυναίκα που θέλουν και πρέπει να γίνει. Η Αμί αποφασίζει να ξεφύγει από τη ζωή που της έχει επιβληθεί όταν ακούει την μητέρα της να κλαίει στο τηλέφωνο. Σε μια από τις πιο έντονες σκηνές της ταινίας, η Doucouré με επιδεξιότητα επιλέγει να μας δείξει την οπτική γωνία της Αμί η οποία ούσα κρυμμένη κάτω από το κρεβάτι βλέπει μόνο τα πόδια της μητέρας της η οποία κλαίει στο τηλέφωνο για τον επικείμενο γάμο. Γεμίζει φόβο, απελπισία και θυμό, χάνει την παιδικότητα της. Αποφασίζει ποια δε θέλει να γίνει χωρίς όμως ξέρει ποια θέλει να είναι. Εν μέσω τέτοιας συναισθηματικής αστάθειας η Αμί θέλει να ξεφύγει από την οικογένειά της και τις πατροπαράδοτες αρχές και αξίες και εντάσσεται σε μια παρέα συνομηλίκων κοριτσιών, οι οποίες θα λάβουν μέρος σε διαγωνισμό χορού με το όνομα «Cuties». Αυτά τα κορίτσια χορεύουν αισθησιακά, επιδεικνύουν το σώμα τους, προκαλούν ηθελημένα, έχουν πολλά likes, θέλουν να γνωρίζουν αγόρια, λένε ψέματα, κλέβουν, έχουν τουπέ μα κυρίως… περνάνε καλά! Η Άμι δεν αργεί να ενθουσιαστεί από τις εκκεντρικές συμμαθήτριές της και να ενστερνιστεί όλες τις «αξίες» και ιδανικά της παρέας δείχνοντας μάλιστα παροιμιώδη ζήλο, ο οποίος φτάνει στην πιο ακραία έκφανσή του όταν ανεβάζει φωτογραφία από τα απόκρυφα σημεία της στο διαδίκτυο. Συγκρούεται με τις παλαί ποτέ φίλες της οι οποίες συν τοις άλλοις είναι πολύ ευερέθιστες και όχι ιδιαίτερα πιστές μεταξύ τους. Το πολύ εξυπηρετικό σκηνοθετικά γεγονός ότι ο γάμος συνέπεσε ημερολογιακά με τον τελικό του διαγωνισμού δίνει το έναυσμα για την πιο κρίσιμη «μάχη» που καλείται να δώσει η Αμί, απέναντι στις δύο μεγαλύτερες προκλήσεις των κόσμων της. Πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στον γάμο και τον διαγωνισμό. Στο αποπνικτικό «πρέπει» και το αντιδραστικό «θέλω» Φεύγει από το γάμο και παρατάει την οικογένειά της, βγάζει τον πιο καταπιεσμένο εαυτό της στη διάρκεια μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσει ό,τι της έχει συμβεί πάνω στη σκηνή. Μπροστά στο φανερά ενοχλημένο κοινό, η Άμι ξαναγίνεται παιδί, βάζει τα κλάματα και πάει σπίτι. Η μητέρα της πρώτη φορά την υποστηρίζει, το φόρεμα ματώνει υπερφυσικά και η Αμί σώζεται. Η ταινία τελειώνει με την Άμι να πηγαίνει στον γάμο με δικά της ρούχα, ούτε συντηρητικά, ούτε προκλητικά, χαμογελαστή, χαρούμενη και απελευθερωμένη, να βρίσκει την ουσία κάπου στη μέση. Ανεβαίνει σε ένα τραμπολίνο και φτάνει όλο και πιο ψηλά, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Στόχος της ταινίας δεν είναι φυσικά η σεξουαλικοποίηση ανηλίκων, υπάρχουν το Tik Tok και γενικότερα τα social media γι’ αυτή τη δουλειά (για να μην αναφερθούμε στα καλλιστεία ανηλίκων κλπ). Στόχος είναι ο σχολιασμός της κουλτούρας των social media και πώς αυτή επιδρά πάνω στην (εν προκειμένω) προεφηβική αφέλεια και ανασφάλεια στα δεδομένα κοινωνικά πλαίσια. Η Doucouré προσπαθεί να ανιχνεύσει τα βαθύτερα αίτια του προβλήματος, όταν οι πιο ακραίες πραγματώσεις της κάθε κουλτούρας συγκρούονται πάνω στην αθώα, αφελή, απρόσεκτη και θυμωμένη κρίση μιας 11χρονης. Η Αμί έχει μπροστά της δύο διαφορετικά μοντέλα θηλυκότητας, δύο διαφορετικές ζωές για να ζήσει και εν τέλει δημιουργεί και ακολουθεί ένα τρίτο, το δικό της. Στα 11 δεν είσαι ούτε μεγάλος ούτε μικρός, βρίσκεσαι ακριβώς στο κομβικό εκείνο σημείο που ανακαλύπτεις και συνειδητοποιείς τον εαυτό σου. Λίγο γυναίκες και λίγο μικρά παιδιά, οι «Cuties» ήρθαν για να προβληματίσουν και να ανοίξουν έναν διάλογο αναδεικνύοντας ένα σύγχρονο καρκίνωμα, την δεσπόζουσα επιρροή των social media ιδίως στις πιο ευαίσθητες ηλικίες και τα αποτελέσματα αυτής σε παιδιά παρατημένα ή προερχόμενα εν γένει από ανθυγιεινά περιβάλλοντα, που δεν έχουν κάπου να στραφούν. Η Doucouré δεν προσπάθησε να σεξουαλικοποιήσει ανήλικες, προσπάθησε να αναδείξει μια υπάρχουσα κατάσταση, ένα πρόβλημα- σημείο των καιρών μας και τα κορίτσια της τα κατάφεραν μια χαρά. Η ταινία πέτυχε τον σκοπό της, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο και το σίγουρο είναι ότι θα συζητιέται για πολύ καιρό ακόμα.
Κείμενο: Θεοδωρίδου Ελένη (Lavart)