Απεικονίζοντας έναν βροχερό δρόμο του Παρισιού, ο πίνακας που -ουσιαστικά- κλάπηκε από τους Ναζί κρέμεται εδώ και καιρό στους τοίχους ενός από τα κορυφαία μουσεία τέχνης της Μαδρίτης.
Η μοίρα του βρίσκεται πλέον στα χέρια του ανώτατου δικαστηρίου των ΗΠΑ, σε μια υπόθεση που έχει εδώ και καιρό φέρει σε αντιπαράθεση το ισπανικό ίδρυμα με τους κληρονόμους των Εβραίων προσφύγων. Στο επίκεντρο της ακροαματικής διαδικασίας του ανώτατου δικαστηρίου των ΗΠΑ, που θα ξεκινήσει την Τρίτη, βρίσκεται ένας πίνακας του 1897 του ιμπρεσιονιστή Camille Pissarro. Για δεκαετίες το έργο με τίτλο -Rue Saint-Honoré, dans l’après-midi Effet de pluie- κοσμούσε τους τοίχους των σπιτιών της οικογένειας Cassirer στο Βερολίνο και το Μόναχο αφού αγοράστηκε απευθείας από τον έμπορο έργων τέχνης του Pissarro.
Το 1939, οι αρχές της ναζιστικής Γερμανίας κατέστησαν σαφές ότι η εξέχουσα εβραϊκή οικογένεια θα έπρεπε να εγκαταλείψει τη χώρα διαφορετικά θα κινδύνευε να πεθάνει. Όπως είναι λογικό, άμεσα η Lilly Cassirer Neubauer προσπάθησε να βρει τρόπο να φύγει. Της είπαν ότι θα μπορούσε να αποκτήσει βίζα εξόδου, αλλά με κόστος: η οικογένεια θα έπρεπε να παραδώσει τον πολύτιμο πίνακα του PIssaro. Ένας εκτιμητής διορισμένος από τους Ναζί πρόσφερε το ασήμαντο ποσό των 360 $, τα οποία πληρώθηκαν σε έναν αποκλεισμένο λογαριασμό στον οποίο η οικογένεια δεν μπορούσε να έχει πρόσβαση.
Η Cassirer αργότερα, σύμφωνα με τους κληρονόμους της πέρασε χρόνια αναζητώντας το εν λόγω έργο. Αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είχε χαθεί ή καταστραφεί, δέχτηκε 13.000 δολάρια ως αποζημίωση από τη γερμανική κυβέρνηση το 1958, αλλά δεν παραιτήθηκε από το δικαίωμά της να ζητήσει την επιστροφή του πίνακα.
Περισσότερα από 40 χρόνια αργότερα, ο εγγονός της Claude ανακάλυψε ότι ο πίνακας εκτίθεται στο μουσείο Thyssen-Bornemisza της Μαδρίτης. Αφού η Ισπανία απέρριψε το αίτημά του για την επιστροφή του, άσκησε μήνυση στην πολιτεία καταγωγής του, την Καλιφόρνια, πυροδοτώντας μια δικαστική μάχη που βρισκόταν σε εξέλιξη για περισσότερα από 15 χρόνια. Όταν ο Claude πέθανε το 2010, ο γιος του David ανέλαβε την αξίωση. «Πρόκειται για τρεις γενιές της οικογένειας Cassirer που προσπαθούν να πάρουν πίσω ό,τι είναι δικό τους», είπε ο δικηγόρος της οικογένειας, Stephen Zack της αμερικανικής δικηγορικής εταιρείας Boies Schiller Flexner.
Το ταραχώδες παρελθόν του πίνακα, η αξία του οποίου έχει υπολογιστεί σε 30 εκατομμύρια δολάρια δεν αμφισβητείται. «Σε αντίθεση με πολλές περιπτώσεις όπου υπάρχει διαφωνία σχετικά με τα γεγονότα, κανείς δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι αυτός ο πίνακας ανήκε στους Cassirers και τον πήραν οι Ναζί χωρίς αποζημίωση», είπε ο Zack. Αντίθετα, η νομική μάχη – συμπεριλαμβανομένης της ερώτησης που τίθεται τώρα στο ανώτατο δικαστήριο – επικεντρώθηκε στο αν θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ο νόμος της Καλιφόρνια ή της Ισπανίας για να προσδιοριστεί ο νόμιμος ιδιοκτήτης του πίνακα.
Ο πίνακας άλλαξε χέρια αρκετές φορές προτού αγοραστεί από τον βαρόνο Hans Heinrich Thyssen-Bornemisza το 1976. Στη συνέχεια πέρασε στην Ισπανία το 1993, όταν ένα μη κερδοσκοπικό ίδρυμα υποστηριζόμενο από το κράτος πλήρωσε στον βαρόνο 338 εκατομμύρια δολάρια για μεγάλο μέρος της συλλογής του, το οποίο εγκαταστάθηκε σε μουσείο που φέρει το όνομά του.
Το 2015 ένα δικαστήριο της Καλιφόρνια έκρινε ότι η κυριότητα του πίνακα υπέπεσε στην ισπανική νομοθεσία, πράγμα που σημαίνει ότι ήταν ιδιοκτησία του μουσείου σύμφωνα με μια ισπανική ρήτρα που ορίζει την ιδιοκτησία ως έξι χρόνια αδιάκοπης κατοχής. Η απόφαση επικυρώθηκε από εφετείο το 2020. Οι Cassirers είχαν ζητήσει από τα δικαστήρια να εφαρμόσουν την τοπική νομοθεσία. «Σύμφωνα με τη νομοθεσία της Καλιφόρνια, δεν υπάρχει πιθανότητα ένα άτομο να αποκτήσει τίτλο σε ένα κλεμμένο ακίνητο», είπε ο Ζακ. Το εφετείο, παρά την απόφαση του, επέπληξε την Ισπανία επειδή δεν τήρησε τις «ηθικές δεσμεύσεις» της να επιστρέψει την τέχνη που είχε κλαπεί από τους Ναζί. «Είναι ίσως λυπηρό το γεγονός ότι μια χώρα και μια κυβέρνηση μπορεί να φαίνεται ως ηθική στις διακηρύξεις της, αλλά να μην δεσμεύεται από αυτές τις διακηρύξεις. Αλλά αυτή είναι η κατάσταση του νόμου», έγραφε η απόφαση του 2020.
Το μουσείο Thyssen-Bornemisza παρέπεμψε όλες τις ερωτήσεις σε ένα σημείωμα τύπου που δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο αφού το ανώτατο δικαστήριο των ΗΠΑ συμφώνησε να εκδικάσει την υπόθεση. «Το ίδρυμα αναμένει ότι η κυριότητα του πίνακα –που έχει ήδη αναγνωριστεί από το περιφερειακό δικαστήριο και το ένατο κύκλωμα– θα επιβεβαιωθεί», ανέφερε. Το μουσείο τόνισε τη διαπίστωση του δικαστηρίου ότι τόσο ο βαρόνος όσο και το ίδρυμα είχαν αγοράσει το κομμάτι χωρίς να γνωρίζουν ότι είχε κλαπεί. «Τα στοιχεία έδειξαν ότι το 1958, η γερμανική κυβέρνηση πλήρωσε στην προκάτοχο της ενάγουσας, Lily Cassirer, που ζήτησε αποζημίωση (η τότε δίκαιη αγοραία αξία του πίνακα) για να την αποζημιώσει για την απώλειά της», προστίθεται.
Η υπόθεση εξελίσσεται την ίδια στιγμή που οι κληρονόμοι σε όλο τον κόσμο συνεχίζουν να αγωνίζονται για να ανακτήσουν μερικά από τα 600.000 έργα τέχνης που κατασχέθηκαν από τη Γερμανία του Χίτλερ. Στην Ισπανία, τα κύρια κυβερνητικά όργανα της εβραϊκής κοινότητας υπέβαλαν υπομνήματα στο δικαστήριο για να υποστηρίξουν την οικογένεια Cassirer, περιγράφοντας την πολυετή διαμάχη ως επιδείνωση των βαθιών πληγών που άφησε το Ολοκαύτωμα. «Περαιτέρω ζημιά και προσβολή προκαλείται στον εβραϊκό πληθυσμό στην Ισπανία όταν ένα ίδρυμα που χρηματοδοτείται από την κυβέρνηση εμφανίζει δημόσια και διεκδικεί τη νόμιμη ιδιοκτησία ενός καλλιτεχνικού έργου που λεηλατήθηκε από τους Ναζί κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος», αναφέρουν η Εβραϊκή Κοινότητα της Μαδρίτης και η Ομοσπονδία Εβραϊκών Κοινοτήτων στην κατάθεση τους.
Η απροθυμία να δοθεί προσοχή στον ισχυρισμό έρχεται σε σύγκρουση με το καθεστώς της Ισπανίας ως υπογράφοντος στις αρχές της Ουάσιγκτον, μια συμφωνία του 1998 που υπόσχεται να επιστρέψει τα έργα τέχνης που κατασχέθηκαν από τους Ναζί στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους ή να παράσχει αποζημίωση, σημείωσε. «Είναι το σωστό», είπε ο Cremades Román. «Αν δείτε κάποιον που του έχει αφαιρεθεί η περιουσία παράνομα, το σωστό είναι να επιστρέψετε αυτό το ακίνητο. Ανεξάρτητα από το αν είναι εβραϊκής φύσης ή όχι».