Κλάους Κίνσκι: το «ξανθό κτήνος» του κινηματογράφου

Ο Κλάους Κίνσκι (18 Οκτωβρίου 1926 – 23 Νοεμβρίου 1991) είναι μία από τις πιο αμφιλεγόμενες και εκκεντρικές μορφές του κινηματογράφου, ο οποίος έγινε ευρέως γνωστός από τις ταινίες του Βέρνερ Χέρτζογκ.

Η εκκεντρικότητα, ο ακραίος ατομοκεντρισμός, η κυκλοθυμία και η επιθετικότητα ήταν μερικά από τα βασικά στοιχεία τόσο της κινηματογραφικής του περσόνας όσο και του πραγματικού του χαρακτήρα, όπως «μαρτυρά» και ο ίδιος ο Χέρτζογκ αλλά και πολλοί άλλοι πρώην συνεργάτες του. Αλλά παραμένει στο τέλος το ερώτημα: Ποιος ήταν στα αλήθεια ο Κλάους Κίνσκι; Αυτό είναι κάτι που θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε στη συνέχεια.

Ξεκινώντας από κάποια βασικά βιογραφικά στοιχεία, ο ηθοποιός γεννήθηκε στο Τσόποτ της «ελεύθερης πόλης» του Ντάντσιχ το 1926, ως Κλάους Γκίντερ Καρλ Νακσίνσκι. Πατέρας του ήταν ο πολωνικής καταγωγής φαρμακοποιός Μπρούνο Νακσίνσκι και μητέρα του η γερμανικής καταγωγής Σουζάνε Λούτσε, η οποία ήταν κόρη πάστορα. Είχε, επίσης, άλλα τρία αδέρφια, την Ίνγκε, τον Άρνε και τον Χάνς – Γιόαχιμ.

Ο ίδιος συχνά απέκρυπτε την πραγματική ταυτότητα τόσο του πατέρα του όσο και του ίδιου, πράγμα που επαναλαμβάνει και στην επίσημη αυτοβιογραφία του «Ich bin so wild nach deinem Erdbeermund» («Είμαι πολύ άγριος για το φραουλένιο στόμα σου»), η οποία μεταφράστηκε στα αγγλικά ως «Kinski Uncut».

Μέσα σε αυτήν, συχνά, περιγράφει τον πατέρα του ως έναν ασταθή βιοπαλαιστή και γενικότερα τις οικογενειακές συνθήκες, μέσα στις οποίες αυτός μεγάλωσε, ως αρκετά φτωχικές και περιορισμένες, κάτι που αποτελεί για πολλούς σημείο σφοδρής αμφισβήτησης. Καθώς, σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, όπως αυτή του Χέρτζογκ, ο νεαρός Κλάους μεγάλωσε μέσα σε μία εύπορη μεσοαστική οικογένεια.

Ο νεαρός Κίνσκι κατά την περίοδο του «καλλιτεχνικού πειραματισμού»

Ό,τι όμως και να ισχύει, είναι γεγονός ότι η οικογένειά του κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του 1930, μετεγκαταστάθηκε στη Γερμανία, όπου εκεί, μάλλον, έγινε και η αλλαγή του επιθέτου σε Κίνσκι μετά την απόκτηση της γερμανικής υπηκοότητας. Ένα γεγονός που δημιούργησε ακόμη μεγαλύτερη ταυτοτική σύγχυση στον Κίνσκι και ενίσχυσε τη σχεδόν αναρχική φύση του, η οποία συχνά τον οδηγούσε στο να μη ταυτίζεται με κανέναν και με τίποτα, αν και ο ίδιος αναγνωρίζει στην αυτοβιογραφία του ότι κρύβει μέσα του μία «σλαβική ψυχή».

Κατά τη διάρκεια του  Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αυτή του η συνειδησιακή στάση δοκιμάστηκε, όταν σε ηλικία 16 ετών στρατολογήθηκε από τη Βέρμαχτ, ένα γεγονός που του στοίχησε πολύ και τον έκανε να φοβηθεί, αφού θα έχανε έτσι την ελευθερία του, μπαίνοντας στο δίλλημα «να σκοτώσει ή να σκοτωθεί».

Η θητεία του δεν έμελλε βέβαια να τον ταλαιπωρήσει για πολύ, καθώς μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Βρετανούς στην Ολλανδία, όπου είχε μετατεθεί η μονάδα του και κλείστηκε σε στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου. Μετά από ενάμιση χρόνο εγκλεισμού, τελικά αφήνεται ελεύθερος μαζί με αρκετούς άλλους πρώην αιχμαλώτους. Έτσι, λοιπόν, με ελάχιστα υπάρχοντα μαζί του και με λίγες προμήθειες που του έδωσαν οι Βρετανοί, άρχισε να αναζητά ξανά τον δικό του δρόμο.

Τότε ήταν που ξεκίνησε να ασχολείται με το θέατρο, συνεργαζόμενος αρχικά με τον διάσημο τότε Μπολεσλάου Μπάρλογκ και  αργότερα απλά παίζοντας σε ατομικούς ρόλους, παριστάνοντας μέσω διαδραστικών παραστάσεων που έδινε μπρος σε κατά κύριο λόγο νεανικό κοινό σε μπαρ και καφετέριες, είτε «καταραμένους ποιητές» και λογοτέχνες όπως ο Ρεμπώ, ο Βιγιόν και ο Ουάιλντ είτε ακόμη και τον ίδιο τον Ιησού.

Στιγμιότυπο από έναν από τους αμέτρητους καυγάδες μεταξύ Χέρτζογκ και Κίνσκι

Όλα αυτά σε ένα πλαίσιο αχαλίνωτης προσωπικής έκφρασης και πολλές φορές αυτοσχεδιασμού, όπου ο ίδιος γινόταν ένα με τον ρόλο που ενσάρκωνε επί σκηνής, μέσω μίας φαινομενικής και έντονης κατάδυσης στο ασυνείδητό του, επικεντρωνόμενος κατά κύριο λόγο στον εαυτό του και όχι τόσο στο κοινό του, με το οποίο εξάλλου εμπλεκόταν συχνά σε βίαιους καυγάδες, ειδικά αν κάποιος τον παρενοχλούσε κατά την παράσταση.

Με τα λόγια του ίδιου του Κίνσκι, κατά τη διάρκεια των ρόλων ένιωθε ότι η ύπαρξή του αποτελούσε «ένα πρόσφορο έδαφος για την αναπαραγωγή των κλυδωνισμών του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος του κόσμου», όπως καταγράφει στην αυτοβιογραφία του.

Αυτό, βέβαια, το φαινόμενο δεν ήταν κάτι ξένο στη θεατρική σκηνή της χώρας του, αλλά αντιθέτως είχε τις ρίζες του στο πρώιμο ρομαντικό καλλιτεχνικό κίνημα Θύελλα και Ορμή, το οποίο έδωσε τις πρώτες βάσεις για τους μετέπειτα πιο μοντερνιστικούς πειραματισμούς των προπολεμικών και μεταπολεμικών κύκλων των νεαρών ηθοποιών της Γερμανίας, στους οποίους άνηκε και ο ίδιος ο Κίνσκι και όσοι αυτός συναναστρεφόταν.

Αργότερα ασχολήθηκε και με τον κινηματογράφο, όπου μετά από πολλούς δευτερεύοντες ρόλους, κυρίως σε ταινίες που θεωρούνταν τότε δεύτερης διαλογής, όπως τα σπαγγέτι-γουέστερν και οι b-movies, άρχισε σταδιακά να ξανοίγεται στη «μεγάλη οθόνη».

Η τύχη του άλλαξε, όταν μετά από την απόρριψη πολλών δευτερευόντων ρόλων που του είχαν προταθεί από μεγάλους σκηνοθέτες, όπως ο Βισκόντι, τελικά συνεργάστηκε με τον σκηνοθέτη Βέρνερ Χέρτζογκ, με τον οποίο συνδέθηκαν τόσο στενά, ώστε ο ένας να θεωρείται ότι αποτελεί το alter ego του άλλου, ακόμη και όταν η συνεργασία τους κατέληγε σε βίαια επεισόδια, απειλές και ανταλλαγή ύβρεων.

Ο μεγαλύτερος σε ηλικία πλέον Κίνσκι σε μία από τις κλασικές και ιδιόρρυθμες πόζες του

Με αυτόν σκηνοθέτησαν και έγραψαν πολλές φορές μαζί το σενάριο για πολλές κινηματογραφικές παραγωγές, όπως οι πασίγνωστες πλέον Αγκίρε, η Μάστιγα του Θεού (1972), Βόιτσεκ (1979), Νοσφεράτου (1979), Φιτζκαράλντο 1982) και Κόμπρα Βέρντε (1987). Ενώ αργότερα σκηνοθέτησε μόνος του μία και μοναδική ταινία, τον Παγκανίνι (1989), χωρίς όμως μεγάλη επιτυχία.

Βέβαια, όπως ακριβώς στις ταινίες έτσι και στην πραγματικότητα η προσωπική ζωή του ήταν έκρυθμη, συνάπτοντας τρεις διαφορετικούς γάμους και αποκτώντας από αυτούς τρία παιδιά, την Πόλα, τη Ναστάζια και τον Νικολάι. Η σχέση του με τα παιδιά του, όπως είναι προφανές, ήταν τεταμένη, με τη μεγαλύτερη κόρη του Πόλα να αποκαλύπτει μετά τον θάνατό του, ότι την κακοποιούσε.

Ολοκληρώνοντας το αφιέρωμα, ο κύκλος της πολυτάραχης ζωής του «ξανθού κτήνους» του κινηματογράφου θα κλείσει, εν τέλει, στις 23 Νοεμβρίου 1991, μετά από ανακοπή καρδιάς. Όμως, η ανάμνησή του τρομακτικού βλέμματός του παραμένει αναλλοίωτη ακόμη και τώρα, μέσα από τις ταινίες στις οποίες αυτός πρωταγωνίστησε.

Σήμερα στο Τσόποτ παραμένει σχεδόν άθικτο το πατρικό του σπίτι, το οποίο είναι πλέον παμπ.  Ο ιδιοκτήτης της παμπ Αντρέι Ράιχελ, την έχει μετατρέψει σε ένα ιδιαίτερο καλτ μαγαζί, όπου εντός του χώρου της τα πάντα σχετίζονται με τον Κίνσκι, κάνοντας πράξη τη φράση του ηθοποιού «η αλήθεια είναι, ότι δεν μπορώ να πεθάνω».

Κείμενο: Γιώργος Δρίτσας (Lavart)

 

 

Πηγές Φωτογραφιών:12, 3

Βιβλιογραφικές Πηγές:

Klaus Kinski, Kinski Uncut: The Autobiography of Klaus Kinski, μτφρ. Joachim Neugröschel, Viking Penguin, NNew York 1997

Adrian Horrocks, «Klaus Kinski (1926–91): The Outsider, Decadent and Libertine—Reduced to the Status of Playing Genre Villains», filmint, τ.χ. 8, 2010, σσ. 37-48

A. G. Basoli, «The Wrath of Klaus Kinski: An Interview with Werner Herzog», Cinéaste, Vol. 24, No. 4, 1999, σσ. 32-35

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr