«Δεν κάνουμε θέατρο για το θέατρο. Δεν κάνουμε θέατρο για να ζήσουμε. Κάνουμε θέατρο για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας, το κοινό που μας παρακολουθεί κι όλοι μαζί να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί ένας πλατύς, ψυχικά πλούσιος και ακέραιος πολιτισμός στο χώρο μας».
Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως εάν ο Κάρολος Κουν, η εμβληματική αυτή μορφή της τέχνης, απουσίαζε από τη θεατρική σκηνή, το θέατρο στην Ελλάδα δεν θα ήταν αυτό που γνωρίζουμε σήμερα καθώς μέσα από το έργο του, δημιουργήθηκε μια καινούρια και ανανεωμένη θεατρική πράξη, πάνω στα συντρίμμια μιας παλιά και γερασμένης.
Ανατροφή Και Εκπαίδευση
Γεννημένος στη Προύσα της Μικράς Ασίας, στις 13 Δεκεμβρίου του 1908, μετακόμισε με τους γονείς του στην Κωνσταντινούπολη σε ηλικία μόλις έξι μηνών. Με ρίζες από την Ανατολή και την Ελλάδα από τον πατέρα και τη μητέρα του αντίστοιχα, ανατράφηκε στο μικροαστικό του σπίτι με τα Ελληνικά έθιμα της Πόλης, γαλουχήθηκε από τη Γερμανίδα κουβερνάντα του με παραμύθια των Αδελφών Γκριμ και διαπαιδαγωγήθηκε από κατ΄οίκον δασκάλους.
Στα 12 του χρόνια φοιτά ως εσωτερικός στη Ροβέρτειο Σχολή και αργότερα περνά στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης όπου σπουδάζει την Αισθητική. Μέχρι το 1929 θα συμμετάσχει σε ερασιτεχνικές παραστάσεις ως φοιτητής και για πρώτη φορά θα ξεδιπλώσει το καλλιτεχνικό του ταλέντο.
Το 1930 θα μεταφερθεί με τη μητέρα του στην Αθήνα και θα διοριστεί ως καθηγητής αγγλικών στο Κολέγιο Των Αθηνών. Εκεί, θα σκηνοθετήσει την πρώτη του θεατρική παράσταση Το Τέλος Του Ταξιδιού Του Σερίφ με πρωταγωνιστές τους μαθητές του και θα κάνει τις πρώτες του γνωριμίες με σημαντικά πρόσωπα της τέχνης.
Το Θέατρο Της Δεκαετίας Του ΄30
Μετά από τη Μικρασιατική Καταστροφή, στις αρχές της δεκαετίας του 1930 στις ελληνικές σκηνές θριαμβεύουν οπερέτες, σολίστ, ξένοι θίασοι, λαϊκές επιθεωρήσεις και βουλεβάρτα (θέατρο των πρωταγωνιστών). Το Εθνικό Θέατρο, το οποίο στις αρχές του 1900 είχε λειτουργήσει για μικρό διάστημα ως Βασιλικό, ανοίγει ξανά κάνοντας μικρά καλλιτεχνικά βήματα. Αυτό που απουσίαζε ήταν μια αυθεντική καλλιτεχνική σκηνή η οποία να κάνει θέατρο συνόλου και να διακατέχεται από τόλμη χαράζοντας μια τομή στο θεατρικό γίγνεσθαι. Το κενό αυτό, επάξια γέμισε ο Κάρολος Κουν με τη δημιουργία της Λαϊκής Σκηνής το 1933 που θα συνεργαστεί με διάφορους επαγγελματικούς θιάσους όπως αυτόν της Μαρίκας Κοτοπούλη.
Η Λαϊκή Σκηνή
Μέσα από την εργασία του στο Κολέγιο Των Αθηνών, ο Κουν είχε συστηθεί με τον Κόντογλου και τον Τσαρούχη, δυο σημαντικούς καλλιτέχνες της λαϊκής παράδοσης και πλέον θα συνεργασθεί και μαζί τους σε μια συνάντηση θεάτρου και ζωγραφικής που είχε ως σκοπό την αναζήτηση της αυθεντικής τέχνης στον Ελλαδικό χώρο.
Η συνεργασία Κουν-Τσαρούχη, σε σκηνικά και σε κοστούμια, αποτέλεσε πρωτοπορεία με δυο τρόπους καθώς, επιτεύχθηκε μια ιδιαίτερη προβολή της ελληνικότητας και της παράδοσης και μέσα από τη κίνηση αυτή, στην οποία δεν συμμετείχαν επαγγελματίες ηθοποιοί αλλά απλοί καθημερινοί άνθρωποι του μεροκάματου, η νοοτροπία των ηθοποιών εκείνης της εποχής πάνω στην υποκριτική τέχνη δεν θα ήταν ποτέ ξανά η ίδια.
Η Λαϊκή Σκηνή, φιλοξενήθηκε στο Παλαιό Δημοτικό Κτίριο Των Αθηνών, το οποίο ήταν κατασκευασμένο από τον μεγάλο αρχιτέκτονα Τσίλερ και δυστυχώς για εμάς δεν υπάρχει πια. Εκεί, ο θίασος θα κάνει πρόβες και θα ανεβάσει παραστάσεις ανάμεσα στους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής όπου έχει αποφασίσει να στεγάσει στα θεωρεία του.
Το Θέατρο Τέχνης
«Το θέατρο, ως μορφή Τέχνης, δίνει τη δυνατότητα να συνδεθούμε, να συγκινηθούμε, ν’ αγγίξουμε ο ένας τον άλλον, να νιώσουμε μαζί την αλήθεια. Να γιατί διαλέξαμε το θέατρο σα μορφή εκδήλωσης του ψυχικού μας κόσμου».
To 1942 είναι χρονιά ορόσημο καθώς ανοίγει για πρώτη φορά το Θέατρο Τέχνης και μαζί ιδρύεται και η Δραματική του Σχολή. Το 1949, θα κλείσει για οικονομικούς λόγους έως το 1954 όπου και θα ξανανοίξει στο Υπόγειο που γνωρίζουμε έως σήμερα και στο οποίο ο σκηνοθέτης και οι ηθοποιοί εργάστηκαν στο γκρέμισμα και το εκ νέου χτίσιμο.
Μέσα από του κόλπους του το κοινό θα έρθει σε επαφή με υψηλό ξένο θεατρικό ρεπερτόριο και θα συστηθεί με μεγάλους θεατρικούς συγγραφείς όπως ο Λόρκα, ο Μίλερ, ο Ουίλιαμς, ο Ίψεν, ο Πιραντέλο και άλλους. Επίσης, σημαντικοί Έλληνες συγγραφείς όπως ο Καμπανέλλης, ο Αναγνωστάκης, ο Κεχαγιάς, η Αναγνωστάκη και ο Σεβαστίκογλου, θα γεννηθούν μέσα από τα σανίδια του.
Παράλληλα, ως δάσκαλος της Δραματικής θα φέρει σε επαφή τους μαθητευόμενους ηθοποιούς του με τη Ρώσικη Πρωτοπορεία και τις μεθόδους των μεγάλων δασκάλων της υποκριτικής Στανισλάφσκι και Μέγερχολντ στοχεύοντας σε μια μέθοδο χωρίς στόμφο και κόντρα στο ρεύμα της εποχής.
Το Αρχαίο Δράμα
Από το 1957 και μετά θα στραφεί και στο Αρχαίο Δράμα. Το 1959 θα ανεβάσει τους Όρνιθες του Αριστοφάνη, μια παράσταση επενδυμένη με τη μουσική του Μάνου Χατζηδάκη και χορογραφία Ραλλού Μάνου, που προκάλεσε σκάνδαλο για το λεξιλόγιο της αλλά και για την επιλογή του Κουν να ντύσει τον χορό των ιερέων με χριστιανικά άμφια. Η πράξη αυτή θα οδηγήσει και στην απαγόρευση του έργου το οποίο όμως γνώρισε επιτυχία στο εξωτερικό. Το 1965 θα συνεργαστεί για ακόμα μια φορά με τον Τσαρούχη ο οποίος θα κατασκευάσει τα σκηνικά και τα κουστούμια για το έργο Πέρσες.
Οι παραστάσεις αυτές των Αρχαίων Δραμάτων θα καταφέρουν να φτάσουν στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου και από εκεί θα ταξιδέψουν στο Θέατρο Των Εθνών του Παρισιού, στο Λονδίνο, τη Μόσχα, το Λένινγκραντ, τη Βαρσοβία, τη Φλάνδρα, κερδίζοντας μεγάλες διακρίσεις και συστήνοντας το διεθνές πια κοινό την αξία της Ελληνικής τέχνης.
Φτάνοντας Στο Τέλος
Ο Κάρολος Κουν θα φύγει από τη ζωή στις 14 Φεβρουαρίου του 1987 σε ηλικία 78 ετών από έμφραγμα δραστήριος ως τις τελευταίες του ώρες. Ο σκηνοθέτης, ο δάσκαλος, ο άνθρωπος με τη βαθιά πίστη στη παράδοση, έδωσε με το έργο του μια καινούρια πνοή στο Νεοελληνικό Θέατρο. Η κληρονομιά του διαφυλάσσεται ακόμα ζωντανή μέσα από το Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης όπου οι διδαχές του αντηχούν ακόμα.