Κριτική για την ταινία Και οι 7 ήταν υπέροχοι του Antoine Fuqua
[dropcap size=big]Τ[/dropcap]ο είδος που αδιαμφισβήτητα έχει επηρεάσει βαθύτερα το σύγχρονο αμερικανικό κινηματογράφο είναι και αυτό που έχει ξεχαστεί μετά την ακμή του. Οι πιο συνήθεις, αντρικοί (κυρίως), αρχετυπικοί χαρακτήρες, όπως αυτός του ηθικά παράνομου, του μοναχικού περιπλανητή, του ήρωα υπέρ των αδύναμων, του προδότη και του καταπατητή γεννήθηκαν στα μέσα του αιώνα μέσα από το γουέστερν. Σήμερα, όμως, που οι στοχεύσεις της βιομηχανίας έχουν αλλάξει και το κοινό έμαθε να θέλει τη γρήγορη, πολλές φορές κενή δράση, σπάνια βλέπουμε οι παραγωγοί να στρέφουν το ενδιαφέρον τους στο είδος αυτό. Όταν, λοιπόν, ένας από τους πλέον ελπιδοφόρους Αμερικανούς σκηνοθέτες, o Antoine Fuqua (Training Day, Olympus has fallen, Southpaw) αποφάσισε να γυρίσει τη δική του εκδοχή του κλασικού γουέστερν του 1960, The Magnifient Seven, που είναι με τη σειρά του βασισμένο στους 7 Σαμουράι του Akira Kurosawa, οι προσδοκίες ανέβηκαν στα ύψη και τα στοιχήματα άρχισαν. Θα αποτελέσει ακόμη μία προσθήκη στη λίστα των αδιάφορων remakes της χρονιάς ή θα καταφέρει να δώσει νέα πνοή σε ένα είδος γερασμένο;
[dropcap size=big]Η[/dropcap] πλοκή ακολουθεί αυτήν των προκατόχων της. Ένα μικρό, φτωχικό χωριό βρίσκεται στο έλεος του Bogue, του αδίστακτου ιδιοκτήτη του τοπικού ορυχείου που λεηλατεί και δολοφονεί. Μετά την εν ψυχρώ δολοφονία του άντρα της, η όμορφη και δυναμική Emma Cullen θα ζητήσει εκδίκηση και θα την βρει στο πρόσωπο του Chisolm (Denzel Washington), ενός περιβόητου κυνηγού επικηρυγμένων. Αυτός θα στρατολογήσει μία ομάδα ανδρών του περιθωρίου αλλά αριστοτεχνών, που μαζί θα παλέψουν για τη δικαιοσύνη.
Βρισκόμαστε στα χρόνια που έπονται του Αμερικανικού Εμφυλίου και η ταινία χρησιμοποιεί όλες τις κοινωνικές ομάδες της τότε διχασμένης Αμερικής για να δώσει ποικιλομορφία στο άλλοτε αμιγώς λευκό καστ. Έτσι βλέπουμε 7 ανθρώπους από διαφορετικό κοινωνικό υπόβαθρο να πολεμούν ο ένας πλάι στον άλλον, με τις διαφορές τους να δίνουν μόνο αφορμές για αστεία. Επίσης, η ταινία προσπαθεί να διορθώσει κάτι που η προηγούμενη αμελούσε: την παρουσία των γυναικών. Η Έμα, η όμορφη χήρα με το άριστο σημάδι, παίζει καίριο ρόλο στην πλοκή και είναι παρούσα, παρόλο που η κατάφωρη σεξουαλικοποίησή της από την πρώτη κιόλας σκηνή, με το πλούσιο μπούστο της να αποτελεί το κέντρο του κάδρου και της προσοχής, ενοχλεί και απομακρύνει από τον στόχο. Αναφορές στη θρησκεία αλλά και τον καπιταλισμό υπάρχουν, αλλά θίγονται ελάχιστα με αποτέλεσμα να χάνονται γρήγορα. Φαίνεται, λοιπόν, πως η ιδεολογία δεν είναι κάτι στο οποίο επενδύει ο Fuqua.[dropcap size=big]Α[/dropcap]ντιθέτως, εκεί που αφιερώνεται η ταινία και επιτυγχάνει είναι στους χαρακτήρες και τη διασκέδασή τους. Τη θέση των Yul Brynner, Steve McQueen και Charles Bronson παίρνουν τώρα ένας στιβαρός Denzel Washington, η πηγή όλων των αστείων Cris Pratt και ο Ethan Hawke στον πιο βαθύ και περίπλοκο χαρακτήρα απ’ όλους. Το επταμελές καστ συμπληρώνουν ο απολαυστικός Vincent D’Onofrio, ο θανατηφόρος με τα μαχαίρια Byung-hun Lee, ο Manuel Garcia-Rulfo που το απολαμβάνει με την καρδιά του και ο λακωνικός και μυστηριώδης Ινδιάνος Martin Sensmeier. Παρόλο που το παρελθόν τού καθενός δεν εξερευνάται ισομερώς και όσο θα θέλαμε, το ηθικό τους υπόστρωμα φαίνεται από πολύ νωρίς μέσα από τις σχέσεις που αναπτύσσονται. Μια αυθεντική χημεία προκύπτει σχεδόν αυτόματα, ενώ μερικές μικρές σκηνές επικεντρωμένες στις σχέσεις μεταξύ δύο χαρακτήρων κάθε φορά, όπως αυτή μεταξύ του Goodnight (Ethan Hawke) και του Faraday (Cris Pratt), βοηθούν στη σκιαγράφηση του καθενός, λέγοντας λίγα αλλά εννοώντας πολλά. Απόδειξη πως οι Richard Wenk και Nic Pizzolatto έκαναν μία πολύ καλή δουλειά στο σενάριο. Ιδιαίτερη μνεία οφείλουμε στον Peter Sarsgaard που, ως ο κακός Bouge, παραδίδει μία εντελώς ψυχωτική και ανατριχιαστική ερμηνεία στο σύνολό της, εκπλήσσοντας με τον κάθε του αμυδρό μορφασμό. Όλοι οι ηθοποιοί φαίνεται ότι νιώθουν άνετα μέσα στο ρόλο τους και ότι απολαμβάνουν κάθε λεπτό. Και έτσι λάμπουν και γίνονται όσο πιο υπέροχοι μπορούν.[dropcap size=big]Ό[/dropcap]ταν πρόκειται για μία σύγχρονη μεταφορά ενός κλασικού έργου, η αναπαραγωγή της ατμόσφαιρας δεν πρέπει να αποσιωπάται. Ειδικά όταν μιλάμε για ένα είδος που βασίζεται τόσο πολύ σ’ αυτήν. Ο Fuqua κουβαλούσε δύο τινά: τη σημερινή τεχνολογία που λύνει τα χέρια και τις προσταγές και τάσεις της σημερινής βιομηχανίας που δεν συνάδουν με την ατμόσφαιρα των παλιών γουέστερν. Και τα συνδύασε. Μέσα από ευρυγώνιες δυναμικές κάμερες συνέθεσε μερικά πανέμορφα πλάνα που γιορτάζουν το μεγαλείο τους, ενώ δεν δίστασε να πλησιάσει στα πρόσωπα των χαρακτήρων όταν έπρεπε να καταγράψει τον φόβο πριν από την μάχη και τον θάνατο. Οπτικοποίησε τις συνθήκες της άγριας Δύσης με το χρώμα, με έντονη αντίθεση μεταξύ του καυτού κίτρινου του ήλιου και της πυκνής σκιάς που καλύπτει τα μάτια. Το αποτέλεσμα στιλιστικά είναι αψεγάδιαστο. Εκεί όμως που οι νέοι Υπέροχοι 7 αδυνατούν να ολοκληρώσουν το έργο τους, ώστε να θεωρηθούν homage στην προηγούμενη ταινία, είναι στην αναπαράσταση της ατμόσφαιρας. Η ταινία του Fuqua φτάνει να προσομοιάζει περισσότερο μία ταινία δράσης, με το γρήγορο μοντάζ και τα εντυπωσιακά stunts, παρά μία ιστορία για εκδίκηση και δικαίωση. Και είναι απόλυτα λογικό γιατί η ταινία βγαίνει το 2016, που οι αίθουσες γεμίζουν με αυτά τα κριτήρια. Και για να μην παρεξηγηθούμε, αυτό που κάνει ο Fuqua το κάνει καλά, με μεράκι και ευχαρίστηση, κλείνοντας την ταινία με μία άκρως χορταστική, σχεδόν μισάωρη σε διάρκεια, μάχη με εκρήξεις και όπλα-μεγαθήρια.[dropcap size=big]Α[/dropcap]ν θέλουμε να μείνουμε εκεί, το Και οι 7 ήταν υπέροχοι αποτελεί τον ορισμό της διασκεδαστικής ταινίας δράσης τοποθετημένης στην Άγρια Δύση. Αλλά αυτή η Άγρια Δύση δεν είναι όπως την ξέρουμε από τις ταινίες γουέστερν με τον Brynner και τον McQueen. Μερικές ατάκες που παραμένουν ίδιες, κλείνουν μεν το μάτι στους παλιούς γνώριμους, δεν αρκούν όμως για να μεταφέρουν το συναίσθημα. Γιατί, τελικά, περιμένουμε ότι θα ακούσουμε τα πιο σύγχρονα αστεία του Cris Pratt, ότι θα δούμε το αχρείαστα πλούσιο μπούστο της Haley Bennett και ότι η τελική αναμέτρηση θα έχει τουλάχιστον δύο μεγαλειώδεις εκρήξεις. Οι προσδοκίες και οι προσταγές έχουν αλλάξει, αλλά όπως και να έχει, το να βλέπεις ένα ξεχασμένο είδος να προσαρμόζεται στο σήμερα είναι άκρως αναζωογονητικό.
Κείμενο: Μαρία Μιχαλάκη (Lavart)