Στο δαιδαλώδες βασίλειο του μεγάλου έργου του Julio Cortázar, “Hopscotch” (Rayuela), συναντάμε ένα απόσπασμα που ξεπερνά τα όρια της συμβατικής πεζογραφίας.
Καθώς ξεδιπλώνεται η αφήγηση, παρασυρόμαστε σε έναν κυκλικό χορό βλέμματος και εγγύτητας, όπου τα μάτια γίνονται κυκλωτικά, συγχωνεύονται και διαπλέκονται σε ένα οπτικό μπαλέτο. Οι κύκλωπες, στην προσεκτική τους εξέταση, δίνουν τη θέση τους σε μια οικεία σύγκρουση των αναπνοών και των χειλιών, μια χορογραφία της επιθυμίας που υπερβαίνει το οπτικό και μας βυθίζει στο βασίλειο της αφής.
Η γλώσσα, πλούσια σε ζωντανές εικόνες, ανακαλεί ένα αισθητηριακό τοπίο όπου τα φιλιά μοιάζουν με λουλούδια ή ψάρια, ενώ κάθε κίνηση είναι μια ζωντανή έκφραση πάθους. Το απόσπασμα κορυφώνεται σε μια συμφωνία αισθήσεων -μια ανάμειξη σάλιου, η γεύση ώριμου φρούτου και η ανατριχιαστική αγκαλιά εραστών που περιπλέκονται σαν το φεγγάρι στο νερό.
Χόρχε Λουίς Μπόρχες: Είμαστε…αυτό που χάνεται, όχι αυτό που μένει
Julio Cortázar, Hopscotch
«Αγγίζω το στόμα σου, με το δάχτυλό μου αγγίζω το περίγραμμα του στόματός σου, το σχεδιάζω σαν να το δημιουργεί το χέρι μου, σαν το στόμα σου να μισανοίγει για πρώτη φορά και αρκεί να κλείσω τα μάτια μου για να το σβήσω και να ξαναρχίσω να το φτιάχνω, και κάθε φορά κάνω να γεννιέται το στόμα που ποθώ, το στόμα που επιλέγει το χέρι μου και σχεδιάζει πάνω στο πρόσωπό σου, ένα στόμα επιλεγμένο ανάμεσα σε τόσα άλλα, επιλεγμένο με ηγεμονική ελευθερία από μένα για να το ζωγραφίσει το χέρι μου πάνω στο πρόσωπό σου και που από ένα γύρισμα της τύχης που δεν προσπαθώ να καταλάβω συμπίπτει ακριβώς με το στόμα σου που χαμογελάει κάτω από εκείνο που σχεδιάζει το χέρι μου.
Με κοιτάς, με κοιτάς από κοντά, κάθε φορά και από πιο κοντά και τότε παίζουμε τον κύκλωπα, κοιταζόμαστε όλο και από πιο κοντά και τα μάτια μεγαλώνουν, πλησιάζουν το ένα το άλλο, κολλάνε το ένα στο άλλο και οι κύκλωπες κοιτιούνται, οι ανάσες τους μπλέκουν, τα στόματα συναντιούνται και παλεύουν ανόρεχτα, δαγκώνονται χείλια με χείλια, ακουμπώντας μόλις τη γλώσσα πάνω στα δόντια, παίζουν μέσα στον περίβολό τους όπου πηγαινοέρχεται ένας βαρύς αέρας με ένα παλιό άρωμα και μια σιωπή. Τότε τα χέρια μου θέλουν να βυθιστούν στα μαλλιά σου, να χαϊδέψουν αργά τα βάθη των μαλλιών σου ενώ φιλιόμαστε σαν το στόμα μας να είναι γεμάτο λουλούδια ή ψάρια, ζωηρές κινήσεις, σκοτεινή ευωδιά. Και όταν δαγκωνόμαστε ο πόνος είναι γλυκός κι όταν πνιγόμαστε μʼ ένα σύντομο και τρομερό ταυτόχρονο ρούφηγμα της αναπνοής, αυτός ο στιγμιαίος θάνατος είναι όμορφος. Και υπάρχει ένα και μόνο σάλιο, μια και μόνη γεύση από ώριμο φρούτο κι εγώ σε νιώθω νʼ ανατριχιάζεις απάνω μου όπως η σελήνη στο νερό.»
26 συγγραφείς που αποτελούν τον κανόνα της δυτικής λογοτεχνίας και πρέπει να τους διαβάσεις