J’accuse: ένα φιλοσοφικό ηθικό σύστημα πολλών μεταβλητών.

Η νέα ταινία του Roman Polanski αποτελεί καθρέφτης της εποχής μας, με τη λογική του αποκλεισμού και τον ξενοφοβικό λόγο.

Ζώντας μικρός για αρκετά χρόνια στο γκέτο της Κρακοβίας ενώ η οικογένεια του διώχθηκε από τους Ναζί,  μια ταινία για την υπόθεση Dreyfus επιτρέπει στον Polanski ένα κινηματογραφικό παραλληλισμό με το δικό του ταξίδι έναντι του αντισημιτισμού. Εντούτοις, η ταινία αυτή διαφοροποιείται αρκετά από τις κλασικές εμμονές περί της κινηματογραφικής τέχνης του σκηνοθέτη, ο οποίος δημιουργεί μία έντονη δράση για να αφηγηθεί ένα από τα πιο καυτά γεγονότα της στροφής του 20ού αιώνα. Η «υπόθεση» αυτή ήταν κάτι περισσότερο από μια απονομή δικαιοσύνης, φτάνοντας έως το κρατικό σκάνδαλο. Η δίκη, η υποβάθμιση του Dreyfus και η απέλασή του σε ένα νησί μαρτυρούν επίσης στρατιωτικές, πολιτικές και δικαστικές περιπλοκές σε μια αντισημιτική Γαλλία. Και το θέμα, το οποίο απασχόλησε τον Polanski από το 2012, κορυφώνεται με μια αριστοτεχνική ταινία προσαρμοσμένη από το μυθιστόρημα του Robert Harris, An Officer and a Spy(2013).Το J’accuse με το δεξιοτεχνικό χτίσιμο της έντασης και της αγωνίας φτάνει να ισούται με τα αριστουργήματα των πρώτων ταινιών του σκηνοθέτη. Με τον Robert Harris (που συνυπόγραψε το πετυχημένο The Ghost Writer), ο Polanski επεξεργάστηκε τις λεπτομέρειες και τα ακριβή γεγονότα ώστε να είναι όσο το δυνατόν πιο κοντά στην πραγματική ιστορία. Ωστόσο, ο σκηνοθέτης εκμεταλλεύεται τις δυνατότητες της μυθοπλασίας που προσφέρονται από αυτό το συμβάν μέσω του κώδικα μιας ταινίας κατασκόπων. Εάν η υπόθεση Dreyfus περιέχει από μόνη της έναν ισχυρό δραματουργικό πυρήνα, ένα πλούσιο αφηγηματικό υλικό, ο Polanski παραδίδει μια Χιτσκοκική ματιά αναφορικά με την έρευνα και τον ψευδή ένοχο, μέσα σε ένα παρανοϊκό κλίμα. Δημιουργεί έτσι μια ταινία με μία σφιχτή πλοκή, όπου η ψυχολογία των χαρακτήρων καθιστά δυνατή την αποτελεσματική ενσωμάτωση των εμπλεκόμενων δυνάμεων. Ο ανταγωνισμός διαδραματίζεται εξαίσια κυρίως μέσω της αντιπαράθεσης του υπολοχαγού Picquart (Jean Dujardin) και του συνταγματάρχη Henry (Grégory Gadebois), που τους ωθεί στην δράση ένα προσωπικό όραμα για την πίστη του καθήκοντος. Η ηθική της αλήθειας και της δικαιοσύνης, αφενός, και αφετέρου η ατιμία και η απάρνηση των πιστεύω του άλλου. Ο Alfred Dreyfus (Louis Garrel) εμφανίζεται με μεγάλη αξιοπρέπεια, γνωστός για τα εγκλήματα προδοσίας. Από αυτή την πλευρά, ο Polanski επιλέγει ιδανικά τον Louis Garrel , ο οποίος ενσαρκώνει τις περιπέτειες του χαρακτήρα του με αυτοσυγκράτηση. Η άποψη αυτή μεταβιβάζεται σε μεγάλο βαθμό στον Συνταγματάρχη Picquart, οδηγώντας την έρευνα περισσότερο προς όφελος της αλήθειας από αυτό του Dreyfus. Αν πρέπει να έχουμε κατά νου ότι η Γαλλία το 1894 μόλις ανακάμπτει από την αποτυχία του πολέμου κατά της Πρωσίας για να κατανοήσουμε την οξύτητα τέτοιων ηθικών συζητήσεων, ας μην ξεχνάμε ούτε ότι οι συγκρούσεις αξιών πάντοτε διέσχισαν την ιστορία αυτής της δημοκρατίας- μέχρι σήμερα, όπου η ταινία του Polanski αντηχεί εκπληκτικά τις τωρινές ειδήσεις.
Αν η ταινία αφορά πρωτίστως την υπόθεση Dreyfus, αφορά εξίσου την αφύπνιση της συνείδησης ενός ανθρώπου που ανακαλύπτει την εξαπάτηση της εξουσίας και μιας κοινωνίας στην οποία είναι μόνο ένα πιόνι. Με αυτή την έννοια, πρόκειται επίσης για μια ταινία για την «εκμάθηση» της πολιτικής ανυπακοής, όπου ο Picquart συμβολίζει την εξέγερση στην επιλογή του κατά της δουλοπρέπειας. Γεγονός παραμένει το ότι το αποτέλεσμα προσφέρει μια ειρωνική ανάγνωση της ιστορίας, πέρα από την ηθική αποκατάσταση που προσφέρεται στους χαρακτήρες. Εάν οι ένοχοι γελοιοποιούνται για τον έκλυτο βίο τους, η ειρωνεία απευθύνεται και στους νικητές της σύγκρουσης. Πράγματι, το J’accuse φωτίζει με μια πικρία τις ανθρώπινες παραχωρήσεις, οι οποίες είναι στην πραγματικότητα, αρκετές φορές, μικρές αποτυχίες στην ηθική.

Χρησιμοποιώντας την Ιστορία ως μέσο για ιστορίες, ένα συναρπαστικό «ρομαντικό» εργαλείο, τόσο στην αφήγηση όσο και στη μεταχείριση των χαρακτήρων, το J’accuse θυμίζει την πρόσφατη και λαμπρή ταινία του Marco Bellocchio, The Traitor. Δεν αρκείται να πει απλώς τα γεγονότα αλλά παίρνει τον χρόνο του για να χτίσει ένα πολύχρωμο ήρωα. Βέβαια, αυτή η χαρακτηριστική μοναξιά που είναι εγγενής στο έργο του Πολωνού σκηνοθέτη δεν θα μπορούσε να είναι πιο σημαντική εδώ: ενώ ο Picquart προσπαθεί να αποκαταστήσει μια ταυτότητα, αρχίζει τελικά να αποκαλύπτει την δική του απομόνωση, μια μορφή υπαρξιακής ανωνυμίας που κρύβεται πίσω από την αριστοκρατική του τάξη. Έτσι μπορεί εύκολα να πάρει τη θέση του δίπλα στον Trelkovsky, τον πιανίστα Szpilman ή ακόμα και την Rosemary, που η μοίρα τους περιθωριοποίησε από τον υπόλοιπο κόσμο, και τους καταδίκασε σε μια οικεία εξορία, μόνοι εναντίον όλων.

Σαν το J’accuse να ήταν η τελευταία του ταινία, ένα τελικό κινηματογραφικό άθροισμα, ο Polanski απολαμβάνει επίσης την ενσωμάτωση στιγμών από άλλες δικές του ταινίες. Σαν άλλα easter eggs για αυτούς που έχουν δει αρκετές ταινίες της φιλμογραφίας του. Μια φράουλα (Tess), ένα χέρι πάνω σε ένα εγκαταλελειμμένο πιάνο (Le Pianiste), τα ύψη των παριζιάνικων στεγών (Frantic), ένας θυρωρός και ο σκύλος του να γαβγίζει off-screen (Le Locataire): όλα σημάδια μίας αναπόλησης .Εν τέλει, ο Polanski είναι ένας σκηνοθέτης με αίσθηση ρυθμού που κατέχει την δεξιοτεχνία του σασπένς. Αφηγείται με θρησκευτική ευλάβεια αυτήν την υπόθεση, όπου ο αντισημιτισμός της εποχής αρχίζει να εμφανίζεται σε αυτήν την αναδυόμενη Τρίτη Δημοκρατία. Συγκεντρώνοντας την ίντριγκα στους χώρους εξουσίας, η ταινία οδηγεί στην εξέταση των συστημικών πηγών του ρατσισμού, ανεξάρτητα από τα ονόματα και τις μορφές που παίρνει. Εφιστά την προσοχή μας στην αιτιολόγηση της ανήθικης συμπεριφοράς στο όνομα του κρατικού λόγου και ζητά την ευθύνη του καθενός. Και αν το συναίσθημα της καταπίεσης φαντάζει βαρύ, είναι επειδή η ταινία αντανακλά ανησυχητικά το χάος στο οποίο ζούμε.

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr