Γνωστός ως βασικός εκπρόσωπος του θεάτρου του παραλόγου, όμως επί της ουσίας υμνητής της ανθρώπινης λογικής που οδηγεί τον άνθρωπο σε νέους κόσμους μέσα από αμφισβητήσεις και νεοστοχασμούς, ο Ευγένιος Ιονέσκο σπάζει τη θεατρική σύμβαση της πλοκής, δημιουργεί σύμπαντα παράλληλα και συνάμα άκρως διαφορετικά και επικριτικά ως προς την κατεστημένη κοινωνική πραγματικότητα της αστικής τάξης και τα φασιστικά ιδεώδη που κατακλύζουν την εποχή του.
Γεννιέται το 1909 στη Σλατίνα της Ρουμανίας, από Ρουμάνο πατέρα και Γαλλίδα μητέρα. Η Ρουμανία ακόμη και σήμερα διεκδικεί τον τίτλο της πατρίδας του μεγάλου θεατρικού συγγραφέα, αν και ο Ιονέσκο ζει τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στο γαλλικό κράτος και επιλέγει να δημιουργήσει στη γαλλική γλώσσα. Περνά την παιδική του ηλικία στη Γαλλία, όμως μετά το διαζύγιο των γονιών του μετακομίζει στη Ρουμανία, όπου και σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου. Αποφοιτά το 1933 με πτυχίο καθηγητή της γαλλικής γλώσσας. Τρία χρόνια αργότερα, παντρεύεται την Rodicia Burileanu, και μαζί με την κόρη τους μετακομίζουν στη Γαλλία. Εκεί, συνεχίζει τις σπουδές του, αλλά δεν ολοκληρώνει ποτέ τη διδακτορική του διατριβή. Αν και το επαγγελματικό του όνειρο ως παιδί το τοποθετούσε κάπου ανάμεσα στον πωλητή καστάνων και τον ιατρό, όχι οποιονδήποτε ιατρό αλλά τον οικογενειακό τους, όπως δηλώνει ο ίδιος, δε θα μπορούσε να ασχοληθεί με τίποτε άλλο, εντέλει, πέρα από τη λογοτεχνία. «Πάντα ήθελα να γράφω… Υπήρχε βαθιά μέσα μου. Δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο. Δεν υπήρχε κάτι άλλο που να με ενδιέφερε. Ούτε το θέατρο με ενδιέφερε στην πραγματικότητα όσο η λογοτεχνία».
Το συγγραφικό του έργο ξεκινά το 1931 γράφοντας ποιήματα, και ακολουθούν τα ιδιαίτερα παραμύθια που θα συγγράψει για την κόρη του. Τις λογοτεχνικές του ανησυχίες επιθυμεί να εκφράσει και στο δραματικό χώρο, πέρα από την απλή λογοτεχνική τους αποτύπωση. Επιχειρεί, έτσι, το 1950 τη συγγραφή του πρώτου του θεατρικού έργου με τίτλο «Η Φαλακρή Τραγουδίστρια». Το έργο αυτό χαρακτηρίζει ο ίδιος αντι-θεατρικό και βασίζει το κείμενο του στη δομή των αγγλικών τυπικών διαλόγων, διανθισμένων στη συνέχεια μ’ ένα χείμαρρο λέξεων, φαινομενικά χωρίς νόημα. Η γλώσσα είναι ιδιαίτερα σημαντική στο συνολικό έργο του συγγραφέα. Αρχικά την γελοιοποιεί, υποστηρίζοντας ότι από τη στιγμή που η γλώσσα δε σημαίνει τίποτα έξω από την ίδια, χάνει την αξία του προορισμού της, χάνει την αξία της και γίνεται αυτοσκοπός. Έτσι, ο Ιονέσκο δημιουργεί καταστάσεις όπου η γλώσσα αποκτά αυτοτέλεια και γίνεται κύριο πρόσωπο πάνω στη σκηνή. Ακολουθούν κι άλλα του έργα διαποτισμένα με τα παραπάνω, πολυπαιγμένα πια και γνωστά στο ευρύ κοινό, όπως «Το Μάθημα» και «Οι Καρέκλες». Το 1959 ολοκληρώνει το έργο του «Δολοφόνος χωρίς αμοιβή». Στο έργο αυτό εμφανίζεται για πρώτη φορά μια αγαπημένη μορφή του Ιονέσκο, ίσως εν μέρει αυτοβιογραφική, ο Μπερανζέ που συναντούμε και στα επόμενα έργα του «Ρινόκερος», «Ο βασιλιάς πεθαίνει» και «Ο πεζός στον αέρα». Μέσα από τον ήρωα του, ο συγγραφέας δίνει οντότητα στην απορία και την αγωνία του για την παράδοξη πραγματικότητα.
Οι ήρωές του, αντισυμβατικοί, μέσα από μια φαινομενικά αποξενωμένη επικοινωνία, εμπνέουν κι εμπνέονται οδηγούμενοι στον αυτοπροσδιορισμό. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο οξύνους συγγραφικός του λόγος, δεν έγινε αμέσως αποδεκτός. Ξένισε και, προφανώς, οι αλληγορίες του – έμμεσες κατακρίσεις των κοινωνικών συμβάσεων – ενόχλησαν. Το έργο διαδέχθηκε σωρεία επικριτικών σχολίων, τα οποία όμως, μάλλον, επέφεραν το αντίθετο αποτέλεσμα από το προσδοκώμενο, καθώς γνωστοποίησαν τη νέα αυτή ιδιαίτερη συγγραφική πένα και τον εισήγαγαν στη θεατρική κοινωνία. Ο Ιονέσκο αποδίδει, σε συνέντευξή του, τα αρνητικά σχόλια εις βάρος του σε δύο αιτίες που αφορούν τόσο την παρά-λογη γραφή του όσο και την παρουσία του στον κόσμο του θεάτρου. Και οι δύο ανάγονται στην παιδική του ηλικία. Η πρώτη σχετίζεται με μια εμπειρία που βίωσε, όταν, περπατώντας στην καλοκαιρινή λιακάδα σε ένα επαρχιακό χωριό κάτω από έναν έντονο μπλε ουρανό, ένιωσε ξαφνικά ένα αίσθημα έντονης φωτεινότητας, ένα αίσθημα ότι αιωρείται και ταυτόχρονα ένα αίσθημα έντονης ευεξίας. Όταν, όμω,ς επέστρεψε στην πρότερη κατάσταση και το φως εξαφανίστηκε, συνειδητοποίησε ότι «ο κόσμος ήταν σάπιος, γεμάτος διαφθορά και ανούσια επαναλαμβανόμενη δράση». Η αίσθηση αυτή διαφαίνεται στα έργα του και επισφραγίζει τις προσωπικές του πεποιθήσεις. Η δεύτερη αιτία συνεπάγεται από μια θεατρική εμπειρία που βίωσε ως παιδί. Σε ηλικία τεσσάρων ετών παρακολουθεί με την μητέρα του μία παράσταση με μαριονέτες. «Όλα τα παιδιά εκτός από μένα γελούσαν. Η μητέρα μου θεώρησε ότι βαριόμουν κι ήθελα να φύγουμε. Αλλά εγώ δε βαριόμουν. Ήμουν εμβρόντητος, συγκλονισμένος. Τίποτε άλλο στο θέατρο δε με είχε ελκύσει τόσο πολύ. Έτσι, όταν ξεκίνησα στο θέατρο υιοθέτησα το στυλ από το κουκλοθέατρο. Το θέατρο για μένα πρέπει να είναι απλοποιημένο και να επικρατεί το γκροτέσκο. Η κίνηση αυτή των μαριονετών που κινούνται μηχανικά, αποτυπώνει για μένα τον κόσμο. Ο κόσμος φαίνεται να αποτυπώνει το γκροτέσκο, να είναι παράλογος, γελοίος, επώδυνος».
Συνολικά, γράφει είκοσι έξι θεατρικά έργα. Το συγγραφικό του έργο συμπληρώνουν δέκα δοκίμια, τέσσερα μυθιστορήματα, μία ποιητική συλλογή και πολλά δοκίμια. Τη δεκαετία του ’70 γίνεται μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, ενώ ακολουθούν κι άλλες τιμητικές διακρίσεις μεταξύ των οποίων οι τιμητικοί διδακτορικοί τίτλοι από τα πανεπιστήμια της Νέας Υόρκης, του Warick και του Τελ Αβίβ.
Ο Ιονέσκο ταυτίστηκε με την απεικόνιση του παράλογου της ανθρώπινης πραγματικότητας, ο ίδιος όμως ορίζει σε συνέντευξη του διαφορετικά τη βάση του παράλογου το οποίο εντόπισε και διερεύνησε: «Η ζωή για μένα δεν είναι παράλογη. Η ιστορία δεν είναι παράλογη. Είναι απόλυτα λογική. Μπορεί να εξηγηθεί. Να εντοπίσεις γιατί τα πράγματα συμβαίνουν. Δεν υπάρχει κάτι μέσα στην ύπαρξη μας που να είναι παράλογο. Είναι η ίδια μας η ύπαρξη την οποία βρίσκω αφάνταστη, αδιανόητη».
Ο μεγάλος θεατράνθρωπος, αλλά και θεωρητικός του θεάτρου, πεθαίνει το Μάρτιο του 1994 σε ηλικία ογδόντα τεσσάρων χρόνων έχοντας συνειδητοποιήσει το τέλος του θανάτου και φιλοσοφώντας αυτό πολλές φορές τόσο στον δοκιμιακό, όσο και στον θεατρικό του λόγο. Η πολύπλευρη οπτική των έργων του, η πολυδιάστατη ταυτότητα των ηρώων του δεν είναι επιθυμητό ούτε επιτρεπτό να εξηγηθούν μέσα από δοκίμια. Μπορεί να φαίνονται έργα με σκηνές αποσπασματικά δοσμένες, όμως μόνο η προσωπική ενασχόληση με το σύνολο του κάθε έργου του μπορεί να οδηγήσει στην αποτύπωση της σκέψεως, του μηνύματος του Ιονέσκου. Καθολικό; Προσωπικό; Όπως κι αν εκληφθεί από την εκάστοτε λογική προσέγγιση, όχι τη λογική που όρισε ο ίδιος ως «τρέλα των δυνατών», αλλά εκείνη που ως κίνητρο σε οδηγεί πέρα από το λογικό κατεστημένο που επιβλήθηκε στον κάθε άνθρωπο. Κι αυτή είναι η μαγεία των έργων του. Όσα φωνάζει, μέσα από τη σιωπή των ηρώων του, τον προσωπικό τους περίπατο στους υπαρξιακούς όρους, το κοίταγμα τους σ’ ένα καθρέφτη, στον αντικατοπτρισμό που διαφέρει. Δραματοποιεί το κενό της ύπαρξης του ανθρώπου όπως το βίωσε μέσω της δικής του ενόρασης κι όπως το βιώνει ο κάθε άνθρωπος αναλογιζόμενος την ύπαρξή του.
Κείμενο: Μαρία Καρβούνη (Lavart)