“Pretty much all memory is fiction and heavily edited.”
Ανθρώπινη λογική στη δοκιμασία του παράλογου έρωτα. Αυτό θα μπορούσε να είναι το ευρύ θέμα που ενώνει την πλειονότητα των έργων του Kaufman, από το σενάριο του Eternal Sunshine of the Spotless Mind μέχρι την τελευταία του δουλειά, το Anomalisa, που διηγήθηκε την ιστορία ενός εφήμερου ζευγαριού που «δημιουργείται» κατά τη διάρκεια μιας νύχτας με τη μορφή παρένθεσης. Στο I’m thinking of ending things (ένας πρωτότυπος τίτλος που πρέπει να ληφθεί υπόψη, καθώς η πολυσημία της τελευταίας λέξης έχει νόημα ενόψει των λαβυρινθικών εξελίξεων της ιστορίας), το ζευγάρι και η νύχτα επιστρέφουν, με την προοπτική μίας επερχόμενης διάλυσης. Η πρόσβαση στη φωνή της νεαρής γυναίκας, η οποία διακόπτεται τακτικά από τις παρεμβάσεις του συντρόφου της που προσπαθεί να ξεκινήσει έναν απλό διάλογο, είναι ένας εξαιρετικός σύμμαχος. Το πολύ μακρύ πρώτο μέρος, μεταμορφώνεται σε μια κατεσταλμένη κρίση, στην αδεξιότητα ενός άνδρα που γνωρίζει καλά ότι κατέχει μία μοναδική ευκαιρία να παρουσιάσει την κοπέλα του στους γονείς του. Παρόλα αυτά, μια συνενοχή λάμπει, ιδίως χάρη στην απαγγελία ενός ποιήματος που ριζικά δείχνει στο μυαλό μας τα βάθη της κατάθλιψης. Φευγαλέες σκηνές, μια αρρυθμία στην αλλαγή δωματίων και η πολύ ενοχλητική συμπεριφορά των γονέων μετατρέπουν τη νύχτα σ’ έναν εφιάλτη από πνιγμένες στιγμές.
Η στροφή προς το παράλογο και ξεκάθαρο σύμπαν του Kaufman είναι συναρπαστική επιτρέποντας μας να αγνοήσουμε την λογική συνοχή των γεγονότων. Ως αντίθεση στα μεγάλα κενά στο χρόνο ή το χώρο, οι διάλογοι δημιουργούν μια κατάσταση που δεν θα μπορούσε να είναι πιο κατανοητή, μεγεθυμένη από την πολύ λεπτή διεύθυνση φωτογραφίας του Lukasz Zal που υπερέχει τόσο πολύ με το χρώμα όσο το ασπρόμαυρο στην ταινία του Pawlikowski, Ψυχρός Πόλεμος. Ένας γιος που τον καταβρόχθισε η μοναξιά, με γονείς αποκλεισμένους σε ένα αγρόκτημα στο τέλος του κόσμου, μία νεαρή γυναίκα που δεν ξέρει ποιανού μέρος να πάρει και ταλαντεύεται ανάμεσα στην καλή θέληση και την επιθυμία να δραπετεύσει. Το λαμπρό καστ, και ιδιαίτερα η Jessie Buckley, καταφέρνει να μεταβάλει υπέροχα την παλέτα των συναισθημάτων, δίνοντας σάρκα σ’ ένα λαβύρινθο όπου οι χρονικές στιγμές θα αναμειχθούν.
Η επιστροφή προφανώς δεν μπορεί να γίνει αθώα, αν και ένας από τους πιο τρομερούς εφιαλτικούς κανόνες είναι να αποδεχτούμε το αδύνατο, το υπερφυσικό ή το παράλογο συνεχίζοντας να προχωράμε. Η επιστροφή συνοδεύεται από το σκοτάδι της νύχτας. Η ευγένεια του προλόγου ακολουθείται από φόβο, ιδίως στην αδιαφάνεια του Τζέικ, ο οποίος ταλαντεύεται μεταξύ της επιμονής στον διάλογο και της συμπεριφοράς που οδηγεί, κυριολεκτικά και μεταφορικά, εκτός πορείας.
Αυτή είναι ίσως η ευθραυστότητα της ταινίας: η διάρκειά της όπου όλα φαίνονται επιτρεπτά και η οποία μερικές φορές οδηγεί σε έντονες συζητήσεις (για παράδειγμα, ολόκληρο το δοκίμιο/κριτική για το A Woman under the Influence). Επιπλέον, εντοπίζουμε κάποιες επώδυνες αναφορές σε ποιητές που έρχονται να δυναμιτίσουν την ατμόσφαιρα και φιγούρες που δεν χρειάζονταν αυτό το πολιτιστικό και πνευματικό βερνίκι.
Tα στοιχεία που αφήνει πίσω του το σενάριο, τα οποία είναι ανεπαρκή για να εξηγήσουν τα πάντα, υποδηλώνουν ένα θεμελιώδες ψεύτικο μονοπάτι που ήταν η φωνή της νεαρής γυναίκας. Ο ηλικιωμένος επιστάτης που εμφανίζεται τακτικά στο σχολείο φαίνεται να αναφέρεται σε μια μελλοντική ενσάρκωση του Τζέικ, ο οποίος σκέφτεται, ανάμεσα στις φαντασιώσεις και τις αναμνήσεις, ποια ήταν ή θα μπορούσε να ήταν η χαμένη ιστορία της αγάπης του. Μόνο τότε θα μπορούσε να προκύψει κάτι όμορφο, σε μια χορογραφία που εξαλείφει τους διαδρόμους που πρέπει να πλυθούν, μόνο τότε η βία μπορεί να εξιδανικευτεί σε μία ιστορία όπου η θυσία θα οδηγούσε σε ηρωισμό. Στην καρδιά των προβολών του νου του Τζέικ, η σκηνή όπου η νεαρή γυναίκα «αφήνει» τον επιστάτη ξαφνικά και θλιβερά αποκαλύπτει την αλήθεια της ταινίας. Την διαχείριση αυτού του πόνου της εγκατάλειψης και του πώς ένας «τραυματισμός» σηματοδοτεί και καθορίζει μετέπειτα την ιστορία/ταυτότητα ενός ατόμου.
Ένας πιο παράξενος κόσμος από αυτόν των συνειδήσεών μας που συνδυάζει το απίθανο και το πιθανό με την ανικανοποίητη αναζήτηση μιας εξήγηση για τα πάντα. Μέσα από αυτήν τη νύχτα, απλωμένη σε μια ζωή, ο Kaufman συνεχίζει την περίπλοκη οδύσσεια του, το πρόγραμμα της οποίας εξηγεί ο ίδιος: «It is only in the mysterious equations of love that any logical reasons can be found».
Προφανώς δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μία mainstream ταινία και οι πολλές επιλογές στη σκηνοθεσία της θα ενοχλήσουν αρκετούς. Εάν η ταινία επιδιώκει να αποσταθεροποιήσει τον θεατή της, αυτό είναι μερικές φορές τόσο ισχυρό που κινδυνεύει ακόμη και να τον χάσει στις ανατροπές της αφήγησής της. Αλλά ένα πράγμα που θα λειτουργεί πάντα υπέρ του είναι η γραφή των χαρακτήρων του, προσφέροντάς μας μια παλέτα συναισθημάτων που εναλλάσσονται μεταξύ των χαρακτήρων. Είναι δύσκολο να συγκαταλέξουμε την ταινία σε ένα είδος, μιας και η ταινία που παίζει σε πολλά γήπεδα, είτε πρόκειται για δράμα, γλυκόπικρη κωμωδία ή ακόμα και για μια φρίκη. Αυτή η ταινία σίγουρα δεν αφήνει κανέναν αδιάφορο.
Όπως με κάθε ιστορία του Kaufman, το να προσπαθήσουμε να συνοψίσουμε τις πολυπλοκότητες και τις σουρεαλιστικές του ιδέες σε μια κριτική είναι ένα έργο ανόητο. Ακόμα και μετά από δύο προβολές, με εντυπωσιάζει η πυκνότητα του ίδιου του έργου, τα συναισθήματά του για το θάνατο και τα γηρατειά και το παρελθόν που αλλάζει με κάθε γραμμή διαλόγου ή ιδιοσυγκρασιακή εικόνα. Δίνει την αίσθηση ότι έχουμε κολλήσει σ’ ένα όνειρο θανάτου, στις σπασμένες αναμνήσεις κάποιου που επιθυμεί απεγνωσμένα, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, να μπορούσε να κάνει ξανά αυτό το πράγμα που λέγεται ζωή και αγάπη. Και μας παρασέρνει και εμάς στην ίδια επιθυμία. Ίσως να ρωτούσαμε, τελικά, τον άνθρωπο που μας άρεσε για ένα ποτό, χωρίς προσδοκίες απλά με ένα μεγάλο χαμόγελο. Ίσως να πρωταγωνιστούσαμε στην παράσταση του σχολείου μας. Ίσως να μπορούμε να είμαστε γενναίοι ξανά.
Κείμενο: Ελένη Κουκουρίκου (Lavart)