Το πορτρέτο ενός δολοφόνου
[dropcap size=big]Μ[/dropcap]πορεί ένας στυγερός δολοφόνος να μετατραπεί σε τραγικό ήρωα; Πόσο λεπτά είναι τα νήματα της σύγχρονης δυτικής ηθικής και πόσο βαθιά έχουμε καταχωνιάσει τα πρωτόγονα ένστικτά μας; Σε αυτά τα ερωτήματα καλείται να απαντήσει με το έργο του o Μπερνάρ Μαρία Κολτές (Bernard Marie Koltès), όπου εξιστορεί τα πάθη ενός υπαρκτού δολοφόνου του περασμένου αιώνα, του Ρομπέρτο Τσούκκο (Roberto Zucco).
Ένα παγανιστικό τελετουργικό σηματοδοτεί την έναρξη της παράστασης, όπου ο ήλιος λαμβάνει διαστάσεις Δημιουργού. Αυτός ο ήλιος είναι που θα συνοδεύσει τον Ρoμπέρτo σε όλα του τα πάθη, θυμίζοντάς του συνεχώς τα καταπιεσμένα ένστικτα, τα υποκριτικά χαμόγελα, τις ανούσιες συζητήσεις, το μικροαστισμό και, τελικά, τη ρίζα της βίας και της ανθρώπινης διαστροφής. Ο Ρoμπέρτo Τσούκκο θα γίνει ο δολοφόνος τεσσάρων ανθρώπων-συμβόλων, έως ότου βρει τη λύτρωση.
Το ομότιτλο έργο κινείται στη σφαίρα του σουρεαλισμού με έντονες ποιητικές εξάρσεις, leitmotif στον λόγο και αρκετές αφαιρετικές προτάσεις που ακολουθούν εξίσου αφαιρετικούς συλλογισμούς. Τα πρόσωπα του έργου βρίσκονται στην ακραία συνέπεια του ήθους τους, και όπου «ήθος» εννοούμε τις καθημερινές συνήθειες, τις παγιωμένες αντιλήψεις και τις συναισθηματικές καταστάσεις. Το παραπάνω κάνει τους ήρωες να μοιάζουν παράξενοι, σχεδόν αντι-ανθρώπινοι και πλέον ο κάθε χαρακτήρας να αντιπροσωπεύει μια ολόκληρη κοινωνική ομάδα. Ο Κολτές καταφέρνει να σκιαγραφήσει έτσι όλες τις δυσλειτουργίες της κοινωνίας, μιας κοινωνίας υποκριτικής, παθητικής και τελικά ανήθικης, αφού ξεφεύγει από τις κατευθύνσεις που ίδια η φύση όρισε.
[dropcap size=big]Η[/dropcap] δυσκολία του έργου έγκειται σε αυτήν ακριβώς την παραδοξότητα των χαρακτήρων και των συνομιλιών τους. Οι ηθοποιοί ως επί το πλείστο φέρουν εις πέρας τη δοκιμασία, και οι κινησιολογικές παρεμβάσεις του σκηνοθέτη συνθέτουν ένα μωσαϊκό γοητευτικό στην αισθητική του. Αξίζει να αναφερθώ στον πρωταγωνιστή, καθώς θεωρώ ότι η ερμηνεία του ταίριαξε απόλυτα στο πορτρέτο του δολοφόνου. Κάποια σκηνοθετικά κενά στις αλλαγές των σκηνών θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί μέσω των φωτισμών των οποίων η εξπρεσιονιστική διάσταση έδενε πολύ ποιητικά με το σύνολο. Τα κουστούμια ακολουθούν τις απαιτήσεις των ηρώων χωρίς ιδιαίτερα γνωρίσματα, και τα σκηνικά αν αφαιρετικά, αποδίδουν εύστοχα κάγκελα φυλακών. Τέλος, η ζωντανή μουσική που ντύνει το έργο προσδίδει ακόμα μια ιδιαίτερη χροιά στην παράσταση.
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Μανώλης Καραγιαννόπουλος-Δραγώγιας
Δραματουργική ανάλυση: Εμμανουέλλα Κοντογιώργου, Ματίνα Παγουλάτου, Γρηγόρης Χατζηλαμπρινός
Μουσική σύνθεση: Θάνος Σαρίγγελος
Σκηνογραφία: Χρύσα Γκούμα
Φωτισμοί: Μπάμπης Γκαμπεντάβα
Παίζουν: Χρύσα Γκούμα, Αλεξάνδρα Ιγνατίδου, Δανάη Κλάδη, Εμμανουέλλα Κοντογιώργου, Ελένη Μαβίδου, Κωνσταντίνος Μαυρόπουλος, Χρήστος Παπαδόπουλος, Νίκος Ράμμος
Κείμενο: Χρήστος Φώτης (Lavart)