Με αφορμή τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής της Αλυσίδας Πολιτισμού IANOS, η Σοφία Νικολαΐδου, καταξιωμένη συγγραφέας και διδάσκουσα του ΑΠΘ, μας παραχώρησε μία συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης…
Και όταν λέω εφ’ όλης της ύλης, το εννοώ. Η Σοφία Νικολαΐδου μας πρόσφερε μεστές και άκρως ενδιαφέρουσες απαντήσεις για πληροφορίες που μας δίνουν τη δυνατότητα να δούμε από κοντά το τι αποτελεί έμπνευση για έναν συγγραφέα και τι τροχοπέδη: παλιά και καινούρια της έργα, σπουδές, η εμπειρία της από τη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση, καθώς και η διδασκαλία δημιουργικής γραφής είναι μερικά από τα θέματα που μοιράστηκε μαζί μας. Αλλά πέρα από το προσωπικό στοιχείο, δεν λείπει από τη συνέντευξή της και η συζήτηση για την πανδημία, για τη θέση του βιβλίου στην κοινωνία και για το πώς οι τέχνες μπορούν να προωθηθούν (επιτέλους) στη χώρα μας. Η συγγραφέας μάς μίλησε με ειλικρίνεια και τρομερή διορατικότητα και για αυτά τα πολύ αμφιλεγόμενα ζητήματα, θέτοντάς μας καίρια ερωτήματα για το αν και κατά πόσο οι πολίτες και η πολιτική σήμερα ενδιαφέρονται για τη λογοτεχνία αλλά και για τα υπόλοιπα είδη τέχνης.
Αντιγόνη Σιώμου (Lavart) – Πότε και πώς μπήκε η συγγραφή στη ζωή σας;
Σοφία Νικολαΐδου (Lavart) – Έγραφα από παιδί: ημερολόγια, ιστορίες – ακόμη και ένα γουέστερν που ποιος ξέρει πώς μου κατέβηκε. Στη Φιλοσοφική η συγγραφή κόπηκε μαχαίρι. Ξανάρχισα να γράφω πολύ αργότερα, όταν απομακρύνθηκα από τη Σχολή. Στη ζωή μου συνέβαιναν διάφορα, είχαν έρθει τα πάνω κάτω, έτσι έγραψα το πρώτο μου βιβλίο, την Ξανθιά πατημένη.
Αντιγόνη Σιώμου (Lavart) – Αν έπρεπε να ξεχωρίσετε κάποιο έργο από αυτά που έχετε γράψει ως τώρα ποιο θα ήταν και γιατί;
Σοφία Νικολαΐδου (Lavart) – Νομίζω πως οι συγγραφείς βρισκόμαστε συνήθως πιο κοντά στο τελευταίο μας βιβλίο. Μέχρι να έρθει, φυσικά, το επόμενο. Το μυθιστόρημα «Vor. Πέρα από τον νόμο» εκδόθηκε τον Νοέμβριο που μας πέρασε. Αναφέρεται στη ρωσόφωνη εγκληματική οργάνωση Vory V Zakone, τους «Κλέφτες με κώδικα». Έγκλημα και πολιτική, χρήμα και διαπλοκή, αγάπη και προδοσία, ανεξίτηλες φιλίες, οικογενειακές σχέσεις που δένουν τους ανθρώπους με χοντρά σκοινιά, μυστικά και ψέματα. Σ’ αυτό το σύμπαν τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Μόσχα-Θεσσαλονίκη ένα καλάσνικοφ δρόμος.
Καμιά φορά σκέφτομαι πόσο περίκλειστα ζούμε οι περισσότεροι: συναναστρεφόμαστε ανθρώπους που μας μοιάζουν κι αυτό κάπως μικραίνει τον ορίζοντα. Κι ίσως αυτό να ήταν, για μένα, το πιο συναρπαστικό: γράφοντας βούτηξα σε έναν κόσμο που δεν ήξερα. Άλλωστε, αυτό δεν κάνει η λογοτεχνία; Μας παίρνει από το χέρι και μας πηγαίνει εκεί που δεν μπορούμε να πάμε μόνοι μας. Μας επιτρέπει να περνάμε μέσα από τη φωτιά, χωρίς να καούμε. Δίνει το κλειδί για να καταλάβουμε την ανθρώπινη κατάσταση.
Πεζογραφία: Πώς γίνεται η αρχή με την Σοφία Νικολαΐδου στα σεμινάρια του Ιανού
Αντιγόνη Σιώμου (Lavart) – Πολλά από τα έργα σας βασίζονται σε λεπτομερή έρευνα (δημοσιογραφική θα την χαρακτήριζε κανείς). Οφείλει ένας συγγραφέας να μελετήσει το παρελθόν προτού αποπειραθεί να γράψει;
Σοφία Νικολαΐδου (Lavart) – Η λογοτεχνία είναι ένα παιχνίδι ελευθερίας. Το μόνο που οφείλει ο συγγραφέας είναι να αφηγηθεί την ιστορία του με τον πιο συναρπαστικό τρόπο. Αν για να το πετύχει αυτό χρειάζεται αρχειακή έρευνα, αν το ιστορικό βάθος ανοίγει τον ορίζοντα της αφήγησης, είναι μια απόφαση που συνήθως υπαγορεύει το ίδιο το υλικό. Καλή η ενδελεχής έρευνα, προσφέρει συγγραφικά καύσιμα, αλλά δεν είναι ποτέ αρκετή. Η λογοτεχνία αναδεικνύει μια βαθιά ανθρώπινη αλήθεια. Γύρω από αυτήν χτίζεται το σύμπαν της αφήγησης. Και είναι κάτι που κουβαλάμε μαζί μας ακόμη κι όταν κλείσουμε το βιβλίο – στις ευτυχισμένες στιγμές ένα νέο βλέμμα που θα μας αλλάξει την όραση του κόσμου.
Αντιγόνη Σιώμου (Lavart) – Το βιβλίο σας Χορεύουν οι Ελέφαντες έχει εκδοθεί στα αγγλικά με τίτλο The Scapegoat από τον εκδοτικό οίκο Melville House, ενώ το Απόψε δεν έχουμε φίλους στα εβραϊκά από τον εκδοτικό οίκο Kester Books και στα ρουμανικά από τον εκδοτικό οίκο Editura Omonia. Τι οδήγησε σε αυτή τη συνεργασία; Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να μεταφραστεί ένα ελληνικό βιβλίο σε άλλη γλώσσα;
Σοφία Νικολαΐδου (Lavart) – Δεν υπάρχει κρατική πολιτική για το βιβλίο, όλα λοιπόν εναπόκεινται σε τυχαίους παράγοντες. Τα συγκεκριμένα βιβλία έτυχε να αγαπηθούν από μεταφράστριες που πάλεψαν γι’ αυτά και τα μετέφρασαν με αφοσίωση και αγάπη. Το The Scapegoat το μετέφρασε η Karen Emmerich, καθηγήτρια Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον και το Astă seară nu avem prieteni το μετέφρασε η Elena Lazar, η ψυχή του εκδοτικού οίκου Editura Omonia – δύο μεγάλες κυρίες των ελληνικών γραμμάτων. Οι μεταφράσεις των βιβλίων μου στο εξωτερικό μου έχουν δώσει μεγάλη χαρά. Τι πιο ωραίο για έναν συγγραφέα από το να διαβάζεται; Όμως τα τυχαία γεγονότα δε συνιστούν πολιτική για το βιβλίο. Και κάποια στιγμή θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν, εκτός από τον αρχαίο πολιτισμό, μας ενδιαφέρει να εστιάσουμε στον σύγχρονο πολιτισμό που παράγει η χώρα και να τον ενισχύσουμε. Μιλώ για κρατική πολιτική γιατί οι αριθμοί είναι συντριπτικοί: στις ΗΠΑ για παράδειγμα τα μεταφρασμένα βιβλία από τις άλλες γλώσσες δεν ξεπερνούν το 1-2% της βιβλιοπαραγωγής. Μας ενδιαφέρει να ενισχύσουμε το ελληνικό βιβλίο και τις μεταφράσεις του στο εξωτερικό; Αν ναι, αυτό προϋποθέτει στρατηγική και σχέδιο, όχι τύχη και συγκυρία.
Αντιγόνη Σιώμου (Lavart) – Θα ήθελα να σταθούμε για λίγο στο βιογραφικό σας: κλασσικές φιλολογικές σπουδές, μεταπτυχιακό, διδακτορικό, διδασκαλία στη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση. Θα λέγατε ότι τα παραπάνω προσόντα σας προσέφεραν έμπνευση ως συγγραφέα; Υπήρχαν περιπτώσεις στις οποίες αποτέλεσαν τροχοπέδη;
Σοφία Νικολαΐδου (Lavart) – Πόσο δίκιο έχετε: οι ακαδημαϊκές σπουδές μπορούν να καταπιούν τη δημιουργική σκέψη. Το έχουμε δει να συμβαίνει. Όσο σπούδαζα στη Σχολή, την περίοδο των προπτυχιακών και των μεταπτυχιακών σπουδών, δεν έγραφα τίποτε. Είχα πάθει συγγραφική αλαλία. Τα πράγματα άλλαξαν, όταν απομακρύνθηκα. Γι’ αυτό δε συνέχισα απευθείας με το διδακτορικό, αλλά το έκανα πολύ αργότερα, όταν πλέον είχα αποκτήσει συγγραφική ταυτότητα και δεν ένιωθα ότι κινδύνευα να πάθω τα ίδια. Η δουλειά αποτελεί έμπνευση και τροχοπέδη ταυτόχρονα: της χρωστώ σίγουρα κάποια βιβλία, το Χορεύουν οι ελέφαντες για παράδειγμα, το Χρυσό βραχιόλι σίγουρα, πιθανότατα και το Vor. Ίσως κάνω τα πικρά γλυκά: ποιος δε θα ήθελε να είναι ελεύθερος από τα δεσμά του βιοπορισμού και να γράφει; Με τα χρόνια έπαψα να παλεύω με τον εαυτό μου. Σκέφτηκα ότι αυτό είναι το υλικό μου, αυτός είναι ο κόσμος μου, ίσως αυτός είναι και ο τρόπος να βρίσκομαι με τα δύο πόδια στην πραγματική ζωή, εκεί που πάλλεται η καθημερινότητα. Τώρα πια βλέπω την εργασία ως δώρο και όχι σαν καταδίκη.
Αντιγόνη Σιώμου (Lavart) – Το θέμα της μόρφωσης και ο τρόπος που αντιμετωπίζεται από την ελληνική κοινωνία είναι συχνά παρόν στα βιβλία σας (πχ. Το Χρυσό Βραχιόλι). Μέχρι πού κατά τη γνώμη σας μπορεί να οδηγήσουν έναν φιλόδοξο συγγραφέα – ή έναν φιλόδοξο άνθρωπο – οι σπουδές και η μόρφωση;
Σοφία Νικολαΐδου (Lavart) – Το χρυσό βραχιόλι περιέχει αληθινές ιστορίες. Τρεις γενιές Ελλήνων αφηγούνται την ιστορία τους και το πώς οι σπουδές και τα γράμματα σήκωσαν το ταβάνι λίγο πιο ψηλά. Τους έδωσαν ορμή, δύναμη και φόρα – κάποιους μάλιστα τους έσωσαν από τη μαύρη φτώχεια… Σε μια κοινωνία, όπως ήταν η ελληνική κατά τον 20ο αιώνα, για τα παιδιά που δεν είχαν πλάτες η μόρφωση ήταν ο μόνος τρόπος να ξεφύγουν από την προδιαγεγραμμένη μοίρα: να φύγουν από το χωριό, να ζήσουν μια πιο άνετη ζωή. Αυτό εξηγεί πολλές από τις παθογένειες του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, που μπορεί να το κατηγορούμε για τα μύρια όσα, πάντως επέτρεψε σε αυτά τα παιδιά να πετάξουν. Οι σπουδές, το ξέρουμε, δεν είναι πανάκεια. Έχουμε δει φρικτά πράγματα από ανθρώπους με πολλές περγαμηνές. Όμως ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικοοικονομικής κινητικότητας στην ελληνική κοινωνία του 20ου αιώνα οφείλεται και στις σπουδές. Ανήκω σε μια γενιά που πίστεψε (και εξακολουθεί να πιστεύει) πως οι σπουδές είναι ένα παράθυρο στον κόσμο. Προσφέρουν γνωστικά εργαλεία και ένα κλειδί κατανόησης των ανθρώπων και του κόσμου που μας περιβάλλει.
Αντιγόνη Σιώμου (Lavart) – Θα ήθελα να κάνω και μία ερώτηση για το μεταφραστικό σας έργο. Πρόσφατα διάβασα μία μετάφρασή σας της Αντιγόνης και μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ο μοντέρνος στίχος, αλλά κυρίως ο μεστός τρόπος με τον οποίο αποδώσατε το αρχαίο κείμενο. Ενδεικτικά αναφέρω τα διάσημα λόγια της ηρωίδας:
Έρωτα, πολεμάς
Νικάς στη μάχη
Έρωτα, κυριεύεις και λαβώνεις.
Ξενυχτάς στα βελούδινα μάγουλα της κόρης
Σε πέλαγα γυρνάς και σε καλύβια.
Κανείς δεν σου γλιτώνει
Θεός ή άνθρωπος
Όποιος σε έχει
Παλαβώνει
Αντιγόνη Σιώμου (Lavart) – Τι προκλήσεις κρύβει η μετάφραση ενός αρχαίου κειμένου το οποίο έχει μεταφραστεί ουκ ολίγες φορές στο παρελθόν;
Σοφία Νικολαΐδου (Lavart) – Έχω μεταφράσει δύο αρχαία κείμενα, την Αντιγόνη του Σοφοκλή και την Ελένη του Ευριπίδη και, σε εντελώς διαφορετικό κλίμα, τις Μπαλάντες για φόνους του Νικ Κέιβ. Οι δύο πρώτες μεταφράσεις γράφτηκαν για να παιχτούν στο ΚΘΒΕ. Με ενδιέφερε πάρα πολύ να αναδειχθεί η υψηλή ποιητική πυκνότητα του αρχαιοελληνικού λόγου με μια σύγχρονη γλώσσα που να απευθύνεται στον σημερινό θεατή. Θυμάμαι ατελείωτα ξενύχτια: ξημέρωνα στο τραπέζι, δίπλα μου ανοιχτά τα λεξικά, τα ερμηνευτικά υπομνήματα, τα αρχαία κείμενα κι εγώ να παλεύω με τον ρυθμό και τις λέξεις. Γιατί ο ρυθμός είναι κάτι που παραβλέπουμε στις μεταφράσεις των ποιητικών κειμένων, αλλά είναι κυρίαρχος στο αρχαίο κείμενο. Χρειάζεται λοιπόν να βρούμε έναν τρόπο να τον αποδώσουμε. Να γίνεται αντιληπτός χωρίς να φωνάζει. Να μη μακρηγορώ: Η μετάφραση είναι μεγάλο σχολείο για τον συγγραφέα. Όσο πιο σπουδαίο το κείμενο, τόσο πιο υψηλό το αγώνισμα. Μαθαίνεις πάρα πολλά κεντώντας μία μία τις λέξεις πάνω σε κείμενα που όρισαν τη δυτική σκέψη.
Αντιγόνη Σιώμου (Lavart) – Μετάφραση και συγγραφή. Κατά πόσο συγγενεύουν αυτές οι δύο πράξεις και κατά πόσο διαφέρουν;
Σοφία Νικολαΐδου (Lavart) – Ο μεταφραστής κάνει μια δουλειά που υπολήπτομαι βαθιά: παίρνει τις λέξεις του συγγραφέα και ανασυστήνει το σύμπαν της αφήγησης σε μια άλλη γλώσσα, σε έναν διαφορετικό πολιτισμό. Ουσιαστικά αναδημιουργεί το πρωτότυπο κείμενο. Χρειάζεται βαθιά και στέρεη παιδεία για να μπορέσει να ανταποκριθεί στο έργο του. Ισχυρό γλωσσικό ένστικτο, επινοητικότητα. Χρειάζεται δηλαδή ο μεταφραστής να έχει συγγραφικές ποιότητες. Χρειάζεται να πάρει συγγραφικές αποφάσεις. Ένα παράδειγμα: η μεταφράστριά μου στις ΗΠΑ, η Karen Emmerich, θα έπρεπε να αποφασίσει τι θα κάνει με μια ηρωίδα μου που μιλούσε στο Χορεύουν οι ελέφαντες μια λαϊκή γλώσσα με αρκετά στοιχεία ποντιακής διαλέκτου. Ένα κράμα που έδινε δύναμη στο λόγο της στα ελληνικά, αλλά πώς να μεταφραστεί αυτό στα αγγλικά, πείτε μου… Αν διάλεγε τα επαρχιώτικα, διαλεκτικά αμερικάνικα της βουνίσιας δύσης θα έμοιαζε ψεύτικο. Προτίμησε μια σύγχρονη αμερικάνικη ποιητική γλώσσα που αναδείκνυε τη λαϊκή ποιητικότητα του λόγου αυτής της γυναίκας που μιλούσε με τραγούδια και παροιμίες. Ήταν μια ριψοκίνδυνη γλωσσική επιλογή που λειτούργησε τελικά. Στη μετάφραση, όπως και στη συγγραφή, όλα δοκιμάζονται στην πράξη. Αφουγκραζόμαστε το κείμενο, αυτό μας οδηγεί. Όλα τα άλλα είναι θεωρίες.
Αντιγόνη Σιώμου (Lavart) – Διδάσκετε δημιουργική γραφή στο Τμήμα Δημοσιογραφίας του ΑΠΘ, αλλά και στα σεμινάρια του Ιανού. Ποια προσόντα κατά την γνώμη σας πρέπει να έχει ένας επίδοξος συγγραφέας;
Σοφία Νικολαΐδου (Lavart) – Διδάσκω δημιουργική γραφή εδώ και είκοσι περίπου χρόνια: σε προπτυχιακά και μεταπτυχιακά μαθήματα στο Πανεπιστήμιο και στα σεμινάρια του Ιανού. Το ταλέντο είναι προϋπόθεση, η φωτιά που σε καίει. Όμως δεν αρκεί. Όπως σε όλα τα πράγματα, αυτό που έχει τελικά σημασία είναι η επιμονή. Η προσπάθεια να γίνεσαι διαρκώς καλύτερος σε αυτό που κάνεις. Το να μην καταβάλλεσαι από τις δυσκολίες -που είναι πολλές- και να συνεχίζεις. Η συγγραφική ζωή είναι μαραθώνιος, δεν είναι η σπίντα των εκατό μέτρων. Σε μια παρέα ο συγγραφέας είναι συνήθως αυτός που ακούει. Το μάτι του βλέπει αυτά που δε βλέπουν οι άλλοι. Μελετά τους ανθρώπους, όπως μελετά και τους παλιούς μάστορες, αλλά και τις νέες φωνές. Γιατί δε γίνεται γράψιμο χωρίς διάβασμα. Ένας συγγραφέας μπορεί να πάρει την πιο απλή ιστορία και να την κάνει συναρπαστική.
Αντιγόνη Σιώμου (Lavart) – Ποιος είναι ο αγαπημένος σας συγγραφέας; Τι είδους βιβλία προτιμάτε να διαβάζετε;
Σοφία Νικολαΐδου (Lavart) – Διαβάζω τα πάντα. Λογοτεχνία, κυρίως μυθιστόρημα, λιγότερο ποίηση. Παλαιούς και νέους, ιερά τέρατα και επαναστάτες, καινούρια φυντάνια. Δοκίμιο, ιστορία, φιλοσοφία, αρχειακές πηγές, βιογραφίες. Διαβάζω πάντα με το μολύβι στο χέρι, μ’ αρέσει να σημειώνω πάνω στα βιβλία αυτά που με ενδιαφέρουν. Οι αγαπημένοι μου συγγραφείς αλλάζουν με τα χρόνια. Υπάρχουν φυσικά συγγραφείς που καθόρισαν το βλέμμα μου, μου έδειξαν έναν άλλον τρόπο να καταλαβαίνω τα πράγματα. Όμηρος, Σαπφώ, Βιρτζίνια Γουλφ. Η τελευταία μάλιστα ίσως είναι η σπουδαιότερη πεζογράφος του εικοστού αιώνα. Έχει ένα βλέμμα πολύ δικό της, ανοίγει κόσμους, σηκώνει τα πέπλα της πραγματικότητας και σε αφήνει να δεις τα πράγματα σαν να τα βλέπεις για πρώτη φορά.
Αντιγόνη Σιώμου (Lavart) – Σε συνεντεύξεις σας έχετε αναφερθεί στην περιπέτεια σας με τον καρκίνο. Μάλιστα έχετε εκδώσει και το έργο Καλά και σήμερα: Το Χρονικό του Καρκίνου στο Δικό μου Στήθος, το οποίο τιμήθηκε με Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Πώς επηρέασε αυτή η σκληρή δοκιμασία τη συγγραφή σας;
Σοφία Νικολαΐδου (Lavart) – Το Καλά και σήμερα είναι ένα βιβλίο που γράφτηκε εν θερμώ. Είναι το προσωπικό μου ημερολόγιο, από την πρώτη μέρα της διάγνωσης μέχρι την τελευταία χημειοθεραπεία. Περιέχει τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τα γεγονότα, τα γέλια, τα κλάματα, τη ζεστή ζωή εκείνης της περιόδου που, όπως είναι φυσικό, δοκιμάστηκαν πολλά πράγματα. Ο καρκίνος με άλλαξε: αυτό είναι κάτι που νομίζω ότι θα το καταλάβουν οι περισσότεροι που μας διαβάζουν αυτή τη στιγμή, γιατί οι οριακές δοκιμασίες μας αλλάζουν – και οι περισσότεροι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο έχουμε περάσει τουλάχιστον μία οριακή δοκιμασία στη ζωή μας: αρρώστια, χωρισμό, απώλεια. Ο καρκίνος μου χάρισε ένα μέτρο, με βοήθησε να πετάξω τα βαρίδια. Αυτό, πιστεύω, επηρέασε και τη συγγραφή. Γιατί ο καρκίνος τελικά με έκανε πιο συμπονετικό και πιο χαρούμενο άνθρωπο και αυτό δεν μπορεί παρά να φαίνεται και στον τρόπο που γράφω.
Αντιγόνη Σιώμου (Lavart) – Διανύοντας την εποχή του COVID-19, είμαι σίγουρη ότι ως συγγραφέας είστε ιδιαίτερα παρατηρητική ως προς τις αλλαγές που συντελούνται γύρω μας. Πώς μας έχει αλλάξει – αν φυσικά μας άλλαξε – η πανδημία;
Σοφία Νικολαΐδου (Lavart) – Οι αλλαγές που έφερε η πανδημία είναι ήδη ορατές. Πέρα από τα προφανή, την αίσθηση του φόβου και της απώλειας για τους ανθρώπους που χάσαμε με τον πιο σκληρό τρόπο, χωρίς να τους αποχαιρετίσουμε, τις επιπτώσεις στον οικονομικό τομέα και στον τρόπο που κοινωνικοποιούμαστε πια, υπάρχουν και αλλαγές που συντελούνται σιγά σιγά μέσα στη τελευταία διετία. Θα τις αντιληφθούμε σε όλη τους την έκταση στα επόμενα χρόνια: οι επιπτώσεις στην εκπαίδευση και στην εργασία, στην ψυχική μας κατάσταση, αλλά και σε πράγματα που άλλοτε έμοιαζαν τόσο απλά, όπως ο τρόπος που χαιρετάμε τους άλλους. Το πώς φοβόμαστε πια να αγκαλιάσουμε και να φιλήσουμε τους δικούς μας ανθρώπους. Οι αποστάσεις που κρατάμε για ασφάλεια, ο τρόπος που θυμώνουμε. Γίναμε πιο εύφλεκτοι, παρεξηγούμε πιο εύκολα τους άλλους. Κι όσο ζορίζουν γύρω μας τα πράγματα, τα αποθέματα αγάπης και ανοχής λιγοστεύουν. Αναμενόμενα όλα αυτά, όμως για μια κοινωνία όπως η ελληνική που είναι ήδη κουρασμένη από μια πολύχρονη κρίση, η οποία δοκίμασε ανθρώπους, σκέψεις και αισθήματα, η πανδημία φαίνεται να κατατρώει τις τελευταίες αντοχές.
Αντιγόνη Σιώμου (Lavart) – Πώς επηρέασε κατά τη γνώμη σας η πανδημία τον χώρο του βιβλίου;
Σοφία Νικολαΐδου (Lavart) – Οι πλέον αρμόδιοι να απαντήσουν σ’ αυτό είναι οι εκδότες και οι βιβλιοπώλες. Αυτό που ξέρω είναι ότι σε γενικές γραμμές το βιβλίο δεν υπέστη την καταστροφή που υπέστησαν άλλοι τομείς του πολιτισμού, όπως για παράδειγμα το θέατρο και η μουσική. Οι άνθρωποι στράφηκαν στην ανάγνωση, ιδίως μέσα στην περίοδο του λοκντάουν. Και μάλιστα αναζήτησαν παλαιότερα βιβλία, κλασικούς συγγραφείς, όπως μας λένε οι βιβλιοπώλες. Πράγμα που δείχνει πως, όταν ζορίζουν τα πράγματα, στρεφόμαστε στους ανθρώπους που λειτουργούν σαν φάροι στο σκοτάδι. Δεν είναι λίγο αυτό.
Αντιγόνη Σιώμου (Lavart) – Ποιες ενέργειες μπορούν να γίνουν έτσι ώστε το ευρύ κοινό να νιώσει μία παραπάνω έλξη για το βιβλίο; Ποιες θα ήταν ορισμένες κινήσεις φορέων που θα μπορούσαν να λάβουν χώρα για να ωθήσουν τους ανθρώπους να διαβάζουν περισσότερο;
Σοφία Νικολαΐδου (Lavart) – Νομίζω πως αυτό είναι κάτι που χρειάζεται μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Να αναζητήσουμε τι δεν κάνουμε καλά στο σχολείο και δημιουργούμε την εντύπωση στα παιδιά πως το διάβασμα είναι καταδίκη και όχι αυτό που πράγματι είναι: χαρά, ένα ανοιχτό παράθυρο στη ζωή και στον κόσμο.
Η ανάγνωση είναι τρόπος ζωής, κάτι που θα πρέπει να μάθει ένα παιδί στο σχολείο. Χρειάζεται θεσμικό πλαίσιο που να ενισχύει την φιλαναγνωσία: βιβλιοθήκες στα σχολεία, δημοτικές βιβλιοθήκες με ευφάνταστες δράσεις που θα απευθύνονται σε διαφορετικούς τύπους αναγνωστών: νύχτες μυστηρίου για βιβλία μυστηρίου, διαδρομές στην πόλη για να γνωρίσει κανείς την ιστορία της μέσα από αναγνώσεις που ζωντανεύουν στα μέρη που απεικονίζονται και χίλια δυο άλλα. Το ζητούμενο είναι να μη λειτουργούμε με πυροτεχνήματα, αλλά να υπάρχει συνέχεια και συνέπεια. Οι δράσεις φιλαναγνωσίας που λειτούργησαν παλαιότερα στα σχολεία κόπηκαν μόλις τελείωσαν τα κονδύλια, το ίδιο έγινε με τις λέσχες ανάγνωσης που ιδρύθηκαν και μετά εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους. Το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου έκλεισε κι αυτό πριν από χρόνια. Αν δεν υπάρχει συνέχεια στις πρωτοβουλίες, αν ό,τι κάνουμε γίνεται για να εκταμιευθούν κονδύλια χωρίς ευρύτερο σχεδιασμό για τη συνέχεια, θα ρίχνουμε τα πυροτεχνήματα και θα επιστρέφουμε πάντα στο μηδέν. Είναι ίσως καιρός να σκεφθούμε αν ο πολιτισμός, το βιβλίο, το θέατρο, το σινεμά, ο χορός, τα εικαστικά μας ενδιαφέρουν ως κοινωνία. Δε νομίζω ότι μας λείπουν οι ιδέες. Δυστυχώς λείπει η πρόθεση. Όταν θα πιστέψουμε ότι ο πολιτισμός -και συνεπώς το βιβλίο- είναι ουσιαστικό κομμάτι της ζωής και όχι το κερασάκι στην τούρτα, τότε η συζήτηση αυτή δε θα έχει νόημα. Θα έχουμε φτάσει εκεί που λέτε.
Ερωτήσεις: Αντιγόνη Σιώμου (Lavart)
Επιμέλεια: Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart)