Η Ροτόντα αποτελεί, αναμφίβολα, ένα από τα χαρακτηριστικότερα ιστορικά κτίρια της Θεσσαλονίκης. Κάθε περαστικός βρίσκεται σε θέση να την αναγνωρίσει, ακόμα και να την αξιοποιήσει ως τόπο συνάντησης. Η ιδιαιτερότητα του κτιρίου, η οποία την αποτυπώνει εύκολα στη μνήμη, εντοπίζεται τόσο στον αρχιτεκτονικό περίκεντρο σχεδιασμό της, όσο και στη μοναδικότητα του ψηφιδωτού της διακόσμου.
Η Ροτόντα μπορεί να χρονολογηθεί στα τέλη του 3ου με αρχές του 4ου αιώνα. Ξεκίνησε να κατασκευάζεται ως μέρος του Γαλεριανού Συγκροτήματος, δηλαδή του Ανακτόρου του Καίσαρα στη Θεσσαλονίκη, το οποίο περιλάμβανε τον Ιππόδρομο και την Αψίδα του Γαλερίου στα νότια. Ο αρχικός σκοπός κατασκευής του οικοδομήματος μάς είναι άγνωστος μέχρι σήμερα. Οι δημοφιλέστερες θεωρίες υποστηρίζουν τη χρήση του ως μελλοντικό μαυσωλείο του Γαλερίου ή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, ως Πάνθεον ή και ως αυτοκρατορικό ναό. Έναν αίωνα περίπου μετά την ανέγερσή του, επί αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α’, το κτίριο μετατράπηκε σε εκκλησία αφιερωμένη στη Θεία Δύναμη. Αργότερα, αφιερώθηκε στους Αγίους Ασωμάτους και, τελικά, στον Άγιο Γεώργιο, για τον οποίο είναι γνωστή μέχρι τις μέρες μας.
Για να ανταποκριθεί στις ανάγκες του εκκλησιάσματος, προστέθηκε στο αρχικό οικοδόμημα μια μακρόστενη αψίδα στα ανατολικά, μια είσοδος στα δυτικά και ένα περίστωο περιμετρικά του κτιρίου. Το 1591, μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος, εξ ου και ο μιναρές που της προσδίδει πολυπολιτισμικό χαρακτήρα. Παρά τις αρχικές επιθυμίες για κατεδάφιση του μιναρέ, έπειτα από την απελευθέρωση της πόλης με τους Βαλκανικούς Πολέμους, η κυβέρνηση Βενιζέλου επέλεξε να τον διατηρήσει. Η απόφαση αυτή βασίστηκε σαφώς σε μια πιο μετριοπαθή στάση απέναντι στα ξένα ιστορικά-εθνικά στοιχεία της πόλης, άλλωστε με την ίδια λογική επιβίωσε και ο Λευκός Πύργος.
Το εντυπωσιακότερο μέρος του οικοδομήματος αποτελούν αναμφίβολα τα ψηφιδωτά του. Εντοπίζονται στα εσωράχια των κογχών που διαπερνούν το εσωτερικό, καθώς και στον θόλο. Τα ψηφιδωτά των καμαρών φέρουν ανεικονικό διάκοσμο, ο οποίος δε μαρτυρεί το θρησκευτικό χαρακτήρα του οικοδομήματος. Τα μοτίβα, τα οποία παριστάνουν καρπούς, κλαδιά, άνθη, πτηνά, μαιάνδρους και αγγεία σε συμπλεκόμενους κύκλους θυμίζουν φατνώματα . Οι στιλιστικές και θεματικές διαφορές τους από τα ψηφιδωτά του θόλου μαρτυρούν διαφορετικές περιόδους κατασκευής. Πάντως, όλα προδίδουν πως πρόκειται για έργα του 5ου αιώνα.
Ο διάκοσμος του θόλου χωρίζεται σε τρεις διαδοχικές ζώνες. Στην εσωτερική κεντρική ζώνη σώζονται ελάχιστες ψηφίδες, αλλά με τη βοήθεια του σχεδίου που βρίσκεται από κάτω γίνεται φανερή μια αντρική φιγούρα με χρυσό φωτοστέφανο και ανυψωμένο το ένα χέρι. Κατά πάσα πιθανότητα εικονίζεται ο Χριστός θριαμβευτής μέσα σε μετάλλιο. Τη διακοσμημένη με φύλλα δόξα συγκρατούν τέσσερις άγγελοι, από τους οποίους σώζονται μόνο τμήματα των κεφαλιών. Ανάμεσά τους τοποθετείται με ακτινοβόλο φωτοστέφανο ένας φοίνικας, το μυθικό πουλί που αναγεννιέται μέσα από τις στάχτες του. Σχετίζεται, με αυτόν τον τρόπο, με την Ανάσταση των Νεκρών και μαρτυρεί την επιστροφή του Χριστού, προσδίδοντας στο ψηφιδωτό ένα εσχατολογικό περιεχόμενο.
Για να αντιληφθούμε την πνευματική διάσταση του ψηφιδωτού, θα πρέπει να αναζητήσουμε τις απαρχές του σε ένα απόκρυφο μεσοδιαθηκικό κείμενο του προφήτη Βαρούχ. Το κείμενο του 3ου αιώνα, το οποίο βρέθηκε στη συριακή γλώσσα και μεταφράστηκε από την ελληνική, κατείχε ιδιαίτερη σημασία για τις πρώιμες ιουδαιοχριστιανικές κοινότητες. Η προφητεία αναλύει την ηλιακή τοπογραφία, η οποία αποκαλύπτεται στον αρχάγγελο από τον Βαρούχ στον Τρίτο Ουρανό. Αναφέρει επίσης τον φοίνικα, ως φρουρό της γης που φιλτράρει με τα φτερά του τις ηλιακές ακτίνες για να μειώσει τη βλαβερή ακτινοβολία. Σκοπός του είναι να επιτρέψει στη γη μόνο τις ζωτικές ακτίνες, καθώς και η εξασφάλιση της ομαλής εναλλαγής της ημέρας και της νύχτας. Κατά μια θεωρία, απέναντι από τον φοίνικα, ο οποίος βρίσκεται ανατολικά, θα βρισκόταν ένας ήλιος, ώστε να παρουσιαστεί η μετακίνηση του ήλιου από τη Δύση στην Ανατολή, η ανανέωση δηλαδή της ημέρας.
Το πιο ιδιαίτερο, ίσως, σημείο του ψηφιδωτού βρίσκεται στην τρίτη και μεγαλύτερη ζώνη. Σε ένα χρυσό, υπερβατικό βάθος το οποίο διαγράφει κάθε στοιχείο τόπου και χρόνου, τοποθετούνται 24 με 36 λευκοντυμένες αντρικές μορφές σε στάση δέησης. Από την στάση τους οι άντρες ονομάστηκαν «Δεόμενοι» και, κατά πάσα πιθανότητα, αντιπροσωπεύουν τους μάρτυρες τις εποχής του Διοκλητιανού, παρόλα αυτά η αναγνώρισή τους περιορίζεται σε υποθέσεις.
Πίσω από τις μορφές ανοίγονται περίπλοκα αρχιτεκτονικά σχέδια, τα οποία ανακατεύουν την αίσθηση του εσωτερικού και εξωτερικού χώρου. Τα κτίρια τοποθετούνται σε οχτώ διάχωρα με την τοποθέτηση φυτικών λυχνοστατών και με τη βοήθεια κιόνων φέρουν αψίδες και τρούλους. Η εικονιζόμενη αρχιτεκτονική μάς παραπέμπει σε αστικά τοπία της Πομπηιανής ζωγραφικής. Κατά την επικρατούσα άποψη τα αρχιτεκτονήματα συμβολίζουν την Ουράνια Ιερουσαλήμ, μπροστά στην οποία στέκονται οι μάρτυρές της. Με την Ουράνια Πόλη να ανοίγεται στην κατώτερη ζώνη, είναι λογικό ο Χριστός που εικονίζεται στην κεντρική ζώνη να συμβολίζει την βασιλεία του στη μεταθανάτια ζωή. Εάν πράγματι ισχύει η επικρατούσα αυτή άποψη, το περιεχόμενο, τελικά, αποτελεί μια πρώιμη εσχατολογική απεικόνιση, την προσμονή δηλαδή της Δευτέρας Παρουσίας.
Η Αποκάλυψη του Βαρούχ έρχεται σαν αποτέλεσμα του τραύματος που βίωσε με την καταστροφή της πόλης της Ιερουσαλήμ και την εξορία των Ιουδαίων. Η επούλωση, επομένως, αυτού του τραύματος πραγματοποιείται αντίστοιχα με την Αποκάλυψη της Γνώσης του Κόσμου, η οποία φανερώνει μια μεταθανάτια, ειρηνική Πόλη. Στο πλαίσιο της Ροτόντας η επούλωση συνδέεται με τους χριστιανούς μάρτυρες, οι οποίοι απολαμβάνουν την ειρήνη μιας Ουράνιας Ιερουσαλήμ.
Διαβάστε επίσης:
Θεσσαλονίκη: «μητέρα του Ισραήλ» και «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων»
Κείμενο: Μαίρη Ουρουμίδου (Lavart)
Πηγές φωτογραφιών: Εξώφυλλο, 1, 2, 3, 4, 5, 6
Βιβλιογραφικές Αναφορές:
ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ, Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΗΣ, ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΥ ΝΑΥΣΙΚΑ