Η μουσική επηρεάζει άμεσα όλες τις λειτουργίες του ατόμου, ψυχικές ή σωματικές.
Έχει βρεθεί ότι η μουσική μπορεί να είναι αποτελεσματική στη θεραπεία συγκεκριμένων ψυχικών ασθενειών και ψυχοσωματικών διαταραχών. Πιο συγκεκριμένα, οι παρατεταμένες αγχογόνες εμπειρίες ενός ατόμου σχετίζονται με αρνητικούς δείκτες ψυχικής υγείας, οι οποίες με τη σειρά τους έχουν σημαντικό κόστος τόσο για το ίδιο το άτομο, όσο και για την κοινωνία. Οι σύγχρονες ερευνητικές προσπάθειες έχουν επικεντρωθεί στην ανάπτυξη προσεγγίσεων πρόληψης και διαχείρισης του άγχους και των προβλημάτων υγείας και μία από αυτές περιλαμβάνει και την ακρόαση μουσικής.
Για να κατανοήσουμε, όμως, τον τρόπο που επιδρά η μουσική στη διαχείριση του στρες, απαιτείται αρχικά να καταλάβουμε το πώς λειτουργεί το νευρικό σύστημα του ατόμου, όταν βρίσκεται υπό συνθήκες στρες. Με απλά λόγια, ένα άτομο αισθάνεται ότι βιώνει στρες, όταν οι απαιτήσεις του περιβάλλοντός του υπερβαίνουν τους πόρους και τα μέσα που διαθέτει για τη διαχείρισή τους. Οι επιδράσεις του στρες ρυθμίζονται από τις διεργασίες του κεντρικού νευρικού συστήματος, καθώς και από υποφλοιώδεις διεργασίες εντός του μεταιχμιακού συστήματος του εγκεφάλου, οι οποίες μεταβιβάζουν τα μηνύματά τους (π.χ., «είμαι σε κίνδυνο!») μέσω των νευρώνων σε ένα κεντρικό σύστημα ελέγχου, τον υποθάλαμο. Ο υποθάλαμος είναι υπεύθυνος για τη διατήρηση της ομοιόστασης ενός οργανισμού που βιώνει στρες.
Η έρευνα σχετικά με τα δυνητικά ευεργετικά αποτελέσματα της ακρόασης μουσικής στη μείωση των επιπέδων της κορτιζόλης που προκαλείται από το στρες, έχει εντοπίσει θετικές αλλαγές με την ακρόαση μουσικής πριν, κατά τη διάρκεια ή/και μετά από ιατρικές επεμβάσεις που θεωρούνται αγχωτικές. Για παράδειγμα, έρευνα σε καρκινοπαθείς γυναίκες βρήκε ότι η ακρόαση μουσικής συνέβαλε στη μείωση των αρνητικών συναισθημάτων, ιδίως του θυμού και της κατάθλιψης, κατά τη χορήγηση της χημειοθεραπείας. Δεδομένου ότι η μουσική μπορεί να προκαλέσει έντονη δραστηριότητα σε περιοχές του εγκεφάλου που συνδέονται με τα συναισθήματα, η ακρόαση μουσικής μπορεί, επίσης, να ρυθμίσει τα επίπεδα άγχους που προκαλούνται από την εμπειρία του στρες. Προηγούμενες έρευνες διαπίστωσαν μείωση των επιπέδων αντιληπτού στρες, αυξημένες ικανότητες αντιμετώπισης προβλημάτων ή/και υψηλότερα επίπεδα χαλάρωσης μετά την ακρόαση μουσικής (στο πλαίσιο μιας αγχωτικής κατάστασης). Σχετικά με τις ενδοκρινικές αποκρίσεις σε καταστάσεις στρες, έχουν παρατηρηθεί υψηλότερες συγκεντρώσεις κορτιζόλης σε άτομα που άκουγαν μουσική πριν από την έκθεση σε συνθήκες στρες, ενώ βρέθηκαν χαμηλότερες συγκεντρώσεις σε εκείνους που άκουγαν χαλαρωτικούς ήχους (π.χ., ήχος τρεχούμενου νερού) κατά τη διάρκεια εκπόνησης μιας απαιτητικής εργασίας.
Πέρα από την ακρόαση χαλαρωτικών μελωδιών, οι έρευνες έχουν συνδέσει τα ψυχοπαθολογικά συμπτώματα με συγκεκριμένα είδη μουσικής. Το Πανεπιστήμιο Temple στην Φιλαδέλφεια πραγματοποίησε μία έρευνα σε 184 άτομα με σκοπό να διερευνήσει την απόκριση του εγκεφάλου των εθελοντών την ώρα που άκουγαν συγκεκριμένα είδη μουσικής. Αυτό που διαπίστωσαν ήταν ότι κάθε μελωδία είχε και διαφορετική επίδραση στην κυκλοφορία του αίματος, στη διάθεση και στις νευρικές λειτουργίες των συμμετεχόντων. Για παράδειγμα, οι μουσικές συνθέσεις των Vivaldi, Beethoven και Bach βρέθηκε ότι διαθέτουν ένα μουσικό τέμπο που βοηθά στην αντιμετώπιση του στρες και των κρίσεων πανικού, καθώς ρίχνουν τους καρδιακούς παλμούς σε 65-70 χτύπους το λεπτό. Άλλωστε, είναι γνωστή η θεωρία του “Mozart effect” που αναφέρθηκε για πρώτη φορά το 1993 από επιστήμονες του Πανεπιστημίου Irvine της Καλιφόρνια. Οι ερευνητές του πειράματος ζήτησαν από μία ομάδα ατόμων να ακούσουν τη σονάτα του Mozart για δύο πιάνα (K448) για 10 λεπτά και από τα άτομα μίας άλλης ομάδας να ακούσουν για το ίδιο χρονικό διάστημα ήχους χαλάρωσης. Η μελέτη διαπίστωσε ότι τα άτομα της πρώτης ομάδας ανέφεραν σημαντικά αυξημένες δεξιότητες διαχείρισης και επίλυσης προβλημάτων.
Εκτός από την κλασική μουσική, και η τζαζ έχει βρεθεί ότι μπορεί να έχει θετική επίδραση στις ψυχολογικές και σωματικές λειτουργίες του ατόμου. Η ακρόαση τζαζ μουσικής έχει αποδειχθεί ότι μειώνει τον χρόνο και την ένταση τόσο των γενικών πονοκεφάλων όσο και της ημικρανίας. Μελέτες δείχνουν ότι μόλις 45 λεπτά ακρόασης απαλής, αργής μουσικής (60-80 BPM) όπως η τζαζ, πριν από τον ύπνο οδηγεί σε καλύτερο ύπνο με μεγαλύτερη διάρκεια, καθώς και λιγότερες δυσλειτουργίες κατά τη διάρκεια της ημέρας. Επιπλέον, τα άτομα που άκουγαν τζαζ μουσική για μία ώρα κάθε μέρα βρέθηκε ότι βίωναν 25% λιγότερη κατάθλιψη από αυτούς που άκουγαν άλλα είδη μουσικής.
Βλέπε επίσης:
Η σύνδεση ανάμεσα στη μουσική και τα ψυχοσωματικά συμπτώματα δεν περιορίζεται μόνο στην ακρόαση μουσικής. Η συμμετοχή σε κάποια χορωδία σχετίζεται με υψηλότερα επίπεδα αυτοεκτίμησης και ικανοποίησης από τη ζωή και η ενασχόληση με κάποιο μουσικό όργανο τείνει να σχετίζεται με χαμηλότερα επίπεδα στρες στις γυναίκες, και μειωμένα ποσοστά θνησιμότητας όλων των αιτιών στους άνδρες. Οι ώρες μουσικής εξάσκησης έχει βρεθεί ότι σχετίζονται με χαμηλότερα επίπεδα αλεξιθυμίας (μια κατάσταση κατά την οποία ένας άνθρωπος δυσκολεύεται να κατανοήσει και να εκφράσει τα συναισθήματά του). Τέλος, έρευνα σε 50.797 Νορβηγούς άνδρες διαπίστωσε ότι η ενεργός συμμετοχή στη μουσική, στο τραγούδι ή στο θέατρο προέβλεπε σημαντικά πιο περιορισμένα συμπτώματα κατάθλιψης.
Διαπιστώνουμε, επομένως, ότι ένας μεγάλος αριθμός ερευνητών προτείνει ότι οι μουσικές παρεμβάσεις έχουν θετική επίδραση στον πόνο, τη διάθεση και τα συμπτώματα κατάθλιψης και στρες τόσο σε παιδιά όσο και σε ενήλικες. Αυτό υποδηλώνει όχι μόνο μια θετική σχέση σύμφωνα με την επιδημιολογική έρευνα, αλλά και ενδεχομένως μια αιτιώδη σχέση. Είναι βέβαια σημαντικό να σημειωθεί ότι οι περισσότερες από τις μουσικές παρεμβάσεις που περιγράφονται σε αυτές τις μελέτες έχουν σχεδιαστεί και προσαρμοστεί έτσι, ώστε να απευθύνονται στις ιδιαίτερες ανάγκες ενός ασθενή, γεγονός που διαφέρει σημαντικά από την εμπλοκή της μουσικής στην καθημερινή ζωή.
Ωστόσο, υπάρχει και η αντίθετη όψη του νομίσματος. Το υψηλό ποσοστό αυτοκτονιών μεταξύ διάσημων μουσικών τα τελευταία χρόνια, (π.χ., ο Chris Cornell των Soundgarden, ο Chester Bennington των Linkin Park, ο Avicii, ο Keith Flint των Prodigy), έχει λάβει ιδιαίτερη προσοχή από τα μέσα ενημέρωσης που έθεσαν έναν προβληματισμό σχετικά με μια πιθανή σχέση μεταξύ των προβλημάτων ψυχικής υγείας και της μουσικής. Μια πρόσφατη έρευνα σε 2.211 Βρετανούς που αυτοπροσδιορίστηκαν ως επαγγελματίες μουσικοί διαπίστωσε ότι οι μουσικοί έχουν έως και τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να αναφέρουν καταθλιπτικά συμπτώματα σε σύγκριση με τα άτομα του γενικού πληθυσμού. Επιπλέον, αρκετοί διάσημοι άνθρωποι που ασχολούνταν με δημιουργικά επαγγέλματα εκτός της μουσικής, όπως ο Vincent van Gogh, ο Ernest Hemingway ή ο John Nash, ήταν, επίσης, γνωστοί για τις ψυχιατρικές τους ασθένειες,. Έχει βρεθεί, επιπλέον, ότι τα άτομα με διπολική διαταραχή ή σχιζοφρένεια έχουν υψηλότερα επίπεδα δημιουργικότητας. Συνολικά, τέτοια ευρήματα υποδηλώνουν ότι η δημιουργικότητα και η μουσική είναι παράγοντες κινδύνου για τα προβλήματα ψυχικής υγείας.
Ποια όμως είναι, τελικά, η σχέση ανάμεσα στη μουσική και την ψυχοπαθολογία; Η κατεύθυνση της σχέσης μεταξύ μουσικής δέσμευσης και ψυχικής υγείας είναι ακόμα ασαφής και η επιστημονική κοινότητα δεν έχει καθιερώσει ακόμη μια ξεκάθαρη σχέση ανάμεσα στις δύο μεταβλητές. Φαίνεται ότι η διάκριση μεταξύ ερασιτεχνών και επαγγελματιών μουσικών μπορεί να εξηγήσει τη διαφορά ανάμεσα στις έρευνες που, αφενός, αναφέρουν ευεργετικά αποτελέσματα της μουσικής στην καθημερινή ζωή και στην ψυχική υγεία του ατόμου και, αφετέρου, έχουν εντοπίσει υψηλά ποσοστά κατάθλιψης και αυτοκτονιών μεταξύ των επαγγελματιών μουσικών. Ενδεχομένως, η ένταση και η πίεση που βιώνουν οι επαγγελματίες μουσικοί μπορούν να αντικαταστήσουν ένα πιθανό συνολικό θετικό αποτέλεσμα της μουσικής δέσμευσης.
Επιπλέον, η σχέση ανάμεσα στην εμπλοκή με τη μουσική και τα προβλήματα ψυχικής υγείας σε επίπεδο πληθυσμού δεν αντικατοπτρίζει απαραίτητα τις αιτιώδεις σχέσεις. Θα μπορούσε, επίσης, να αντικατοπτρίζει τους υποκείμενους κοινούς γενετικούς ή περιβαλλοντικούς παράγοντες που επηρεάζουν τόσο την επιλογή συμμετοχής στη μουσική όσο και την ανάπτυξη ψυχιατρικών προβλημάτων. Είναι γνωστό ότι οι γενετικοί παράγοντες παίζουν ρόλο τόσο στα προβλήματα ψυχικής υγείας όσο και στη διαφοροποίηση των μουσικών ικανοτήτων των ατόμων. Άλλωστε, υπάρχουν ενδείξεις ότι η σχέση μεταξύ δημιουργικότητας και ψυχιατρικών διαταραχών οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε υποκείμενους κοινούς γενετικούς παράγοντες.
Η μουσική αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της καθημερινής μας ζωής. Μας συνοδεύει στο γυμναστήριο, στη διαδρομή για τη δουλειά, στη στιγμή της ημέρας που επιλέγουμε να χαλαρώσουμε. Τραγούδια, μελωδίες και ήχοι συμπληρώνουν απολαυστικά τη ζωή μας συνθέτοντας ένα ξεχωριστό soundtrack. Ανεξάρτητα με το είδος της μουσικής που επιλέγει ο καθένας από εμάς να ακούσει και με την πιθανή σχέση ανάμεσα στη μουσική και την ψυχοπαθολογία, αυτό που έχει σημασία είναι η μουσική να διευκολύνει την έκφραση και την απελευθέρωση των συναισθημάτων.
Βλέπε επίσης:
Μπορεί η μουσική να βελτιώσει τη μνήμη των ασθενών με Alzheimer;
Κείμενο: Αθηνά Δανιηλίδου (Lavart)