Οι «Δούλες» είναι το πιό γνωστό και το πιό πολυπαιγμένο έργο του Ζαν Ζενέ. Γράφτηκε το 1947 και θεωρείται ήδη κλασικό. Τι καθιστά ένα έργο κλασικό; Ο διαχρονικός του χαρακτήρας και το «άνοιγμά» του σε διαφορετικές αναγνώσεις. Τα μεγάλα έργα δίνουν στους σκηνοθέτες μεγάλες δυνατότητες ερμηνείας και ταυτόχρονα, όπως κι αν τα «διαβάσει» κανείς, δε χάνουν τη δύναμή τους. Γι αυτό ακριβώς θεωρούνται μεγάλα.
Τις «Δούλες» τις πρωτογνώρισα όταν ήμουν ακόμα φοιτήτρια στο Παρίσι και δούλεψα στην εκεί δραματική σχολή μου το ρόλο της Κλαιρ. Το έργο μου ασκούσε ανέκαθεν ακατανίκητη έλξη αλλά και άπωση την ίδια στιγμή. Δεν είναι τυχαίο που ο ίδιος ο Ζενέ γράφει στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης του έργου: «Πρόκειται για ένα είδος αλληγορικής αφήγησης, για μια ιστορία που όταν την πρωτοέγραφα επεδίωκα να αηδιάσω με τον εαυτό μου δείχνοντας του αλλά και αρνούμενος να του δείξω ποιός στ΄αλήθεια είμαι. Επίσης ήθελα να προκαλέσω μια αίσθηση δυσφορίας στην πλατεία…» Αυτή λοιπόν τη «δυσφορία» όταν ήμουν ακόμα φοιτήτρια στο Παρίσι την ένιωθα κι εγώ, αλλά αδυνατούσα να την εξηγήσω. ‘Επρεπε να περάσουν πολλά χρόνια, να υπάρχει πάντα το έργο αυτό στην άκρη του μυαλού μου για να φτάσω σήμερα στο σημείο να πω ναι…κατάλαβα για ποιά ακριβώς δυσφορία μιλούσε ο Ζενέ. Κατάλαβα τι ένιωθε και τώρα νιώθω ότι μπορώ να πω στον κόσμο αυτή την ιστορία. Υπάρχει λόγος να πούμε σήμερα αυτή την ιστορία.
Έτσι, από τη στιγμή που η Κάτια Γέρου εξέφρασε την επιθυμία να ανεβάσουμε τις ‘Δούλες’-και την ευχαριστώ γι αυτό, αλλιώς μάλλον δε θα είχα πάρει ποτέ την απόφαση να συναντηθώ με αυτό το κείμενο- από εκείνη λοιπόν τη στιγμή μέχρι σήμερα κάναμε εγώ προσωπικά αλλά και ως θίασος μια πολύ ενδιαφέρουσα διαδρομή σε σχέση με το έργο. Μελετήσαμε πολύ και συζητήσαμε πολύ και διαβάσαμε πολλά για το έργο και τον ίδιο τον Ζενέ και την καταραμένη του ζωή. Και δυσκολευτήκαμε και αναρωτηθήκαμε και απογοητευτήκαμε, κυρίως όμως γοητευτήκαμε. Και ύστερα σταθήκαμε απέναντι στις λέξεις και προσπαθήσαμε να ανακαλύψουμε τον ζωντανό κόσμο που έκρυβαν. Και να τον χτίσουμε πάνω στη σκηνή. Να πούμε την ιστορία με το δικό μας τρόπο.
Ο δικός μας τρόπος λοιπόν βλέπει στην ιστορία-όπως την έβλεπε και ο ίδιος ο Ζενέ- ως μια αλληγορική αφήγηση με πηγή έμπνευσης ένα πραγματικό έγκλημα που συγκλόνισε τη Γαλλία των ’30: Δύο αδερφές, υπηρέτριες και οι δύο στο ίδιο σπίτι, σκοτώνουν την Κυρία τους και την κόρη της, χωρίς προφανή αιτία και –το κυριότερο- με πρωτοφανή βία. Το έγκλημα συγκλονίζει την κοινή γνώμη και γίνεται τραγούδι, ποίημα, ταινία. Ο Ζενέ εμπνέεται από το έγκλημα. Όμως δε θέλει να μιλήσει για την ψυχοπαθολογία δύο διαταραγμένων αδερφών. Δε θέλει να μιλήσει για το ταξικό μίσος. Θέλει να μιλήσει για κάτι βαθύτερο, μεγαλύτερο που αφορά σε όλους μας. Άλλωστε οι δικές του υπηρέτριες φαντασιώνονται μόνο…Δεν καταφέρνουν να δολοφονήσουν την Κυρία τους. Τα όνειρά τους, ναι. Το μέλλον τους ναι. Την Κυρία, όχι.
Ο Ζενέ γράφει ένα έργο βαθιά υπαρξιακό. Ένα έργο που μιλάει για τη «δούλα» που κρύβουμε όλοι μέσα μας. Για το πόσο ανελεύθεροι είμαστε. Για το σκοτάδι των κρυμμένων μας επιθυμιών, της «φτήνειας»μας, της μικρότητάς μας. Για το φόβο, το φθόνο. Για την εξουσία που λατρεύουμε με δέος και αηδία. Που μας είναι τόσο, μα τόσο δύσκολο να της αντισταθούμε. Ακόμα κι όταν μας πνίγει. Την εξουσία που ορίζει όλες μας τις σχέσεις: ερωτικές, οικογενειακές, φιλικές, επαγγελματικές, κοινωνικές.
Γιατί οι «Δούλες» είναι μια άγρια και τρυφερή ταυτόχρονα ιστορία που μιλάει με χιούμορ και τρελή απελπισία γι αυτό το βάναυσο, απίθανο παιχνίδι: τη ζωή μας.
Κείμενο: Μαριάννα Κάλμπαρη
“Οι Δούλες” του Ζαν Ζενέ για 2 παραστάσεις στο θέατρο Αθήναιον