«Τα φωνήεντα είναι εφτά και φωνάζουν δυνατά», τα σύμφωνα 17 και τα γράμματα 24· ή μήπως όχι;
Πώς να μιλήσει κανείς για τη γλώσσα; Τον υπερβαίνει. Η γλώσσα είναι δυναμικό φαινόμενο. Εξελίσσεται συνεχώς. Έχεις τόσες παραλλαγές, όσοι σχεδόν είναι οι άνθρωποί της.
Όπως δεν παύουν να υπενθυμίζουν οι Γλωσσολόγοι, ο προφορικός λόγος σαφώς προηγείται του γραπτού. Η γλώσσα διαμορφώνεται σε επίπεδο ομιλίας πρώτα. Η καταγραφή σε κώδικα από την άλλη, αποτελεί πραγματική επανάσταση και αρχή της Ιστορίας.
Στην περίπτωση των ελληνικών γραμμάτων, επί τις ουσίας κάνουμε λόγο για παραλλαγές των φοινικικών στοιχείων. Βέβαια, το φοινικικό, ως σημιτικό αλφάβητο, διέθετε αποκλειστικά και μόνο σύμφωνα.
Ως εκ τούτου, οι κατά τόπους ελληνικές κοινότητες ήταν σε θέση να επιλέξουν μεταξύ των 22 υφιστάμενων χαρακτήρων εκείνα τα σύμβολα που θεωρούσαν ότι θα απέδιδαν πιο πιστά τα «δικά τους», οικεία φωνήματα (φθόγγους). Εύλογα, από την ίδια δεξαμενή άντλησαν και τα γράμματα που θα αντιστοιχούσαν στα φωνήεντα, προσαρμόζοντάς τα.[1]
Οι περιπτώσεις του κόππα (Ϙ) και του σαν (Ϻ)
Υπάρχουν τουλάχιστον δύο περιπτώσεις στις οποίες επιλέχθηκε διαφορετικό σύμβολο γραφής για να αποδώσει το ίδιο φώνημα (αλλόφωνο φωνήματος). Είναι κάτι ανάλογο με την προτίμηση συγκεκριμένης μάρκας προϊόντος, ενώ το προϊόν επί της ουσίας παραμένει το ίδιο, ανεξάρτητα από την εταιρία παρασκευής, το λογότυπο που αναγράφει κλπ.
Για να επανέλθουμε λοιπόν, ορισμένα ελληνικά αλφάβητα προτίμησαν να αποδώσουν τον ήχο [k] με το γράμμα κάπα (Κ), ενώ άλλα με το κόππα (Ϙ). Αντίστοιχα, ο φθόγγος [s] μοιράστηκε ανάμεσα στο σίγμα (Σ) και το σαν (Ϻ). Στο δεύτερο ζεύγος, η παρουσία του ενός σήμαινε μοιραία τον αποκλεισμό του άλλου. Ως εκ τούτου, δε θα δούμε σε κανένα αλφάβητο το σίγμα να «συμβιώνει» με το σαν (συμπληρωματική κατανομή).
Ειδικότερα:
Το κόππα (Ϙ) προήλθε από τα βορειοδυτικά σημιτικά αλφάβητα (πρόκειται για το φοινικικό και εβραϊκό κοφ) και προφερόταν πιο έντονα από το καφ, το αντίστοιχο ελληνικό κάπα.[2] Αν και αρχικά ενσωματώθηκε σε πολλές ελληνικές γραφές, σήμερα το κόππα διατηρείται μόνο ως αριθμητικό (Ϟ=90) ανάμεσα στο π (80) και το ρ (100). Στα λατινικά «πέρασε» -δια του ευβοϊκού αλφάβητου- ως το γνωστό μας Q.[3]
Το σαν (Ϻ), αν και προσιδιάζει σε Μ, δεν είναι παρά ένα Σ στραμμένο προς τη γη. Αποτελεί μεταφορά του φοινικικού τσάντε ή τσάδε στα εβραϊκά, το οποίο εκτιμάται ότι προφερόταν ως [ts] ή και [s]. Στην ελληνική περίπτωση, βρήκε εφαρμογή στα δωρικά κατά κύριο λόγο αλφάβητα και δεν εμφανίζει εκφορά διαφορετική από αυτή του σίγμα, αφού ο Ηρόδοτος παραθέτει πως τον ίδιο φθόγγο «οι μεν Δωριείς καλούν σαν και οι δε Ίωνες σίγμα».
Τα δύο γράμματα ως στοιχεία ταυτότητας
Το εντυπωσιακό της υπόθεσης είναι ότι, τόσο το κόππα όσο και το σαν αναδείχθηκαν σε σημεία αναφοράς για δυο γειτονικές μεταξύ τους πόλεις-κράτη της ΒΑ Πελοποννήσου, τις οποίες και διέκριναν αντιστοίχως.
Συγκεκριμένα, το κόππα ήταν το έμβλημα της αρχαίας Κορίνθου, καθώς αποτελούσε το αρχικό της γράμμα (ϘΟΡΙΝΘΟΣ). Γι’ αυτό και οι Κορίνθιοι σημάδευαν τα άλογά τους με το κόππα, κατοχυρώνοντας την προέλευσή τους. Τα άλογα αυτά καλούνταν κοππατίες.[4] Αντίστοιχα, τα άλογα της Σικυώνας ήταν μαρκαρισμένα με το σαν (ϺΙΚΥΩΝΑ) και καλούνταν σαμφόρες (ίπποι).
Επόμενο είναι πως τα σύμβολα των δύο πόλεων-κρατών θα εντυπώνονταν και στα νομίσματά τους, όπως καταδεικνύει η αρχαιολογική έρευνα:
Οι σχέσεις Κορίνθου-Σικυώνας
Υπάρχει πληθώρα τεκμηρίων που συντείνει στο ότι η Κόρινθος και η Σικυώνα διατηρούσαν αγαστές σχέσεις. Σε επίπεδο πολιτικής, όχι μόνο δεν ανταγωνίζονταν η μία την άλλη, αλλά αντίθετα μοιράζονταν την ανησυχία για τον περιορισμό της επιρροής του επίσης γειτονικού Άργους. Οι στενές σχέσεις αντανακλώνται και στο γεγονός ότι σταδιακά τα αλφάβητα των δύο πόλεων σχεδόν εξομοιώθηκαν.
Επιπλέον, τεχνίτες της Σικυώνας εργάζονταν σε κορινθιακά εργαστήρια (περιοχή Κεραμεικού). Σε ένα περιβάλλον όπως αυτό της Κορίνθου, με γνωστή τη μοναδικότητα της κορινθιακής κεραμικής, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η Σικυώνα «έβγαλε» κι αυτή κορυφαίους γλύπτες και ζωγράφους, ενώ δεν έλειψαν και οι γεωγράφοι και οι άνθρωποι του Θεάτρου και της Λογοτεχνίας. Ακόμα, έχουν εντοπιστεί αναθήματα της Σικυώνας στο δελφικό και σε άλλα ιερά, δίπλα ακριβώς στα κορινθιακά. Τέλος, Σικυώνιοι συνέδραμαν τους Κορίνθιους στις αποικιακές τους προσπάθειες. Οι ίδιοι δεν ίδρυσαν αποικίες.
Η Αρχαία Ελληνική γλώσσα για πρώτη φορά με διεθνή πιστοποίηση
Το ζήτημα των απορριφθέντων «ελληνικών» γραμμάτων σαφώς και δεν εξαντλείται εδώ. Αν είναι να συγκρατήσει κάτι ο αναγνώστης από αυτό το ταξίδι, ας είναι ότι η γλώσσα, προφορική ή γραπτή, είναι εργαλείο· ένα εργαλείο επικοινωνίας. Αυτό σημαίνει πως η γλώσσα δε δύναται να περιχαρακώνεται ή να «φυλακίζεται», αλλά αντίθετα έχει την ιδιότητα να αλληλεπιδρά και να συνδέεται οργανικά με κάθε κοινότητα, όπως και με κάθε υποκείμενο, τον κάθε άνθρωπο. Συνεπώς, δεν υπάρχει κανένας λόγος να εξουθενώνουμε επ’ αυτού τους φυσικούς ομιλητές γύρω μας. Κατόπιν αυτών, σχετικοποιήσαμε -πιστεύω- έννοιες όπως «κτήμα μας», «ελληνική» γραφή, «ενιαία γραφή» και [σωστή] «ορθογραφία».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Επιπλέον, εισήγαγαν τα σύμβολα μετά το Τ, δηλαδή τα Φ, Χ, Ψ και αργότερα το Ω (εξ Ιωνίας), αλλά και το σαμπί (διπλό Τ). Το Υ προϋπήρχε ως φοινικικό σύμβολο, δίχως να αντιστοιχεί φωνολογικά σε [ι]. Επρόκειτο για ημίφωνο το οποίο κατά τη μεταφορά του στα ελληνικά αλφάβητα μετουσιώθηκε σε δυο διακριτούς φθόγγους: στο φωνήεν Υ και στο ημίφωνο F, το δίγαμμα. Το δίγαμμα θα αναλυθεί σε επόμενο άρθρο. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το δίγαμμα βλ. εδώ.
[2] Η φωνολογική διαφορά ανάμεσα στο κόππα και το κάπ(π)α γίνεται αντιληπτή κατά την εκφορά των λέξεων «κήπος» και «κακός». Στην πρώτη λέξη πρόκειται για ουρανικό κάπα, ενώ στη δεύτερη για υπερωικό, με βάση την τοποθέτηση της γλώσσας σε σχέση με τον ουρανίσκο.
[3] Για δική σας επαλήθευση, σκεφτείτε τη διαδοχή των γραμμάτων στο ιταλικό, γαλλικό, αγγλικό, γερμανικό κ.λπ. αλφάβητα, ακριβώς για να εντοπίσετε το Q μεταξύ του P και του R, σε πλήρη ταύτιση με την αλληλουχία της ελληνικής αρίθμησης.
[4] Κοππατίας ή κοππαφόρος: δηλώνει ακριβώς το άλογο που φέρει στον μηρό του το γράμμα κόππα.
Κείμενο: Βαγγέλης Κανσίζογλου (Lavart)
Πηγές φωτογραφιών: Εξώφυλλο, 1, 2, 3
Πηγές κειμένου: 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7