Ο Γιάννης Χαρούλης ήρθε στο Θέατρο Δάσους για ένα τελευταίο live τη Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου. Σε όλο το δρόμο αναρωτιόμουν αν η Δευτέρα είναι ταιριαστή ημέρα γι’ αυτό που κάνει ο Χαρούλης. Γιατί, ας μη γελιόμαστε, οι Δευτέρες είναι συνυφασμένες με άρνηση, πολύ καφέ- για ν’ αντέξεις- ησυχία στους δρόμους και ύπνο νωρίς, διότι η εβδομάδα έχει μόλις ξεκινήσει. Αν όμως ο εν λόγω καλλιτέχνης βρίσκεται στην πόλη τότε βλέπεις τις ισορροπίες να αλλάζουν: μικροί και μεγάλοι χοροπηδούν ήδη στις στάσεις των λεωφορείων, τα αστικά ξεχειλίζουν λαίμαργα από στραπατσαρισμένο κόσμο- «άρα ταξί;»- ενώ μπύρες, ρετσίνες και τσίπουρα γίνονται ανάρπαστα σε όλο το θέατρο. (Είναι ο Χαρούλης και αυτοί είναι οι όροι του.)
Προσωπικά, η σχέση μου με το Γιάννη δεν ήταν πάντα εύκολη. Δεν ήξερα αν είναι μόδα το τριήμερο sold out ή αποτέλεσμα ακραιφνούς ταλέντου και μοναδικότητας. Δεν ήξερα επίσης, αν θα μ’ ενθουσίαζε μια τέτοια συναυλία, δεδομένου ότι τα τραγούδια που ερμηνεύει είναι αυτά που θ’ ακούσεις από Παπακωνσταντίνου, ή τα ξέρεις ήδη από Παπάζογλου, Άσιμο και Σαββόπουλο. Οπότε πήγα, δειλά μεν, αλλά με ένα νερό στο χέρι δε- γιατί ήξερα ότι τουλάχιστον θα μ’ έκανε να τραγουδήσω.
Ο Γιάννης λοιπόν μας καλωσόρισε με το τραγούδι από το νέο δίσκο «Από μια πατρίδα εγώ είμαι» για να συνεχίσει με πιο «χαρουλικά» άσματα όπως οι «Μαγγανείες», «Της λήθης το πηγάδι», «Έλα πάρε με», «Για σένα λέω». Ανά διαστήματα βέβαια, έδινε τη σκυτάλη στον Κωνσταντή Πιστιόλη για να αποδώσει τα ηπειρώτικα («Για πες μας Χάρε», «Ξενιτεμένα μου πουλιά») όπως προσήκει. Αλλά τότε συνέβαινε κάτι αλλόκοτο. Η ατμόσφαιρα ζεσταινόταν περιέργως, τα κοριτσάκια ούρλιαζαν ηδονικά τον Κωνσταντή, ο υπόλοιπος κόσμος δημιουργούσε κύκλους για να χορέψει και εγώ καταριόμουν τη στιγμή που γελούσα κοροϊδευτικά στην ιδέα του χορευτικού. Ο Πιστιόλης λοιπόν είναι αναντίρρητα ο ροκ σταρ που όταν ο Χαρούλης ανάβει τσιγάρο, βρίσκει την ευκαιρία να κλέψει τις εντυπώσεις.
Αλλά όπως μας διαβεβαίωσε και ο ίδιος ο Γιάννης, «πέρα από αυτούς που βλέπουμε, υπάρχουν και άλλοι σκοτεινοί τόποι, από τους οποίους έχουμε προέλθει». Και έπιασε να λέει το «Τσάμικο» του Νικόλα Άσιμου. Δε ξέρω αν δάκρυσα περισσότερο σε αυτό το κομμάτι ή στο «Χειμωνανθό». Στο δεύτερο ένιωθα τα μέσα μου να χτυπάνε γλυκά, επειδή ο κόσμος ξεπερνούσε το Χαρούλη σε δύναμη. Του φώναζαν. Του φώναζαν οι ερωτευμένοι αλλά και όσοι ήθελαν να (τους) ερωτευτούν. Οι άνθρωποι. Εν τέλει, το live διανθίστηκε με το κεφάλαιο Θανάσης, περιλαμβάνοντας το «Σιμούν», την «Ουρά του Αλόγου» καθώς και το «Στις χαραυγιές ξεχνιέμαι», ενώ η «Ρωγμή του Χρόνου» μας έδωσε μια γεύση από το Νίκο Παπάζογλου. Σε μια απότομη κίνηση του κεφαλιού προσπάθησα να διαβάσω πρόσωπα και να δω πόσο καλά περνάνε σε μια κλίμακα από το 1 έως το 10. Η απάντηση ήταν μόνο χαμόγελα, υψωμένα χέρια, και πολλές αγκαλιές. Οι καθήμενοι δεν υπήρξαν ποτέ καθήμενοι, αφού έβγαλαν τη συναυλία όρθιοι και οι φανατικοί ανανέωναν κάθε λίγο τις μπύρες τους, ίσως για να πάρουν λίγη παράταση στην ευτυχία. Και το τέλος κόντευε. Τα συναισθήματά μου δεν είχαν διαμορφωθεί πλήρως ακόμη- περίμενα άραγε το ανκόρ;- ώσπου γύρω στις 12 (!) ο Γιάννης άρχισε να μας καληνυχτίζει. Ο κόσμος φυσικά εναντιώθηκε και εκείνος απάντησε με το «Σκουλαρίκι», το «Βοσκαδουράκι», «Δε λες κουβέντα», τον «Ερωτόκριτο» αλλά και το «Ξενύχτησα στην πόρτα σου». Μετά και το τελευταίο ξέραμε όλοι ότι δεν υπάρχει επιστροφή.
Και τελικά; Πώς ήταν μια ακόμη συναυλία του Χαρούλη για μια όχι τόσο φανατική θαμώνα;
Ήταν ένας Κρητικός στη σκηνή να ιδρώνει και να ξεϊδρώνει, μέχρι να κλάψει το λαούτο του και εκείνος να γελάσει με δυο ρυτίδες γνώριμες, ένα μεγάλο παιδί.
Ήταν η γκάιντα του Κωνσταντή που στα μάτια μου γινόταν η γκάιντα του παππού μου που ποτέ δε γνώρισα.
Ήταν οι συναυλίες του Παπάζογλου στα ανοιχτά αμφιθέατρα που μου περιέγραφε η μαμά μου και εγώ ζήλευα.
Ήταν τελικά ο Άσιμος και η ευαισθησία του, που δεν άντεξε αυτό τον κόσμο και εμείς δεν τον προλάβαμε:
Έλα μαζί μου κι όλα αυτά θα ξαναρχίσουν/
Φτιάχνουν καινούργιο οι ρωμιοί καμπαναριό/
Μη συλλογίζεσαι πουλάκι μου, κοιμήσου/
Σήμανε η ώρα να πεθάνει το θεριό.
Κείμενο: Μαριάνθη Τεντζεράκη (Lavart)
Φωτογραφίες: Ρομίνα Ιωαννίδου (Lavart)