Τι πραγματικά συμβαίνει στο μυαλό μας όταν διαβάζουμε;
Το διάβασμα είναι ένα από τα καλύτερα και τα πιο διαδεδομένα χόμπι στον κόσμο: όχι μόνο είναι εκπαιδευτικό, αλλά παράλληλα ψυχαγωγεί και ενημερώνει. Και, όπως επιβεβαιώνει η επιστήμη, είναι, επίσης, ωφέλιμο για την υγεία. Σε πάροδο ετών, διαφορετικές ομάδες επιστημόνων έχουν διεξάγει ενδελεχείς έρευνες σχετικά με τα οφέλη του διαβάσματος, επιβεβαιώνοντας πως βοηθά στη μείωση της υψηλής πίεσης στο αίμα, στη βελτίωση της μνήμης και των ικανοτήτων του εγκεφάλου, ενώ σε πολλές περιπτώσεις, αυξάνει μέχρι και το προσδόκιμο ζωής.
Ίσως ακούγεται απίθανο, όμως οι λέξεις που διαβάζουμε γυρνώντας τις σελίδες ενός βιβλίου πυροδοτούν μία σειρά διαδικασιών που εκτυλίσσονται ταυτόχρονα – από την ανάλυση των λέξεων μέχρι τη δημιουργία νοερών εικόνων και ήχων, που συνθέτουν την ευχάριστη εμπειρία που βιώνουμε διαβάζοντας, για παράδειγμα, το αγαπημένο μας βιβλίο. “Ερευνητές” από το Κέντρο Ερευνών Neuropolicy του Πανεπιστημίου Emory στην Ατλάντα, σε μία μελέτη το 2013, ανακάλυψαν πως το διάβασμα μπορεί να προκαλέσει παραγωγικές αλλαγές στον εγκέφαλο, όχι μόνο κατά τη διάρκεια της δραστηριότητας σε πραγματικό χρόνο, αλλά και σε βάθος ημερών μετά τη δραστηριότητα. Συγκεκριμένα, ενισχύεται η συνεκτικότητα του αριστερού μετωπιαίου λοβού, που ευθύνεται για τη γλωσσική υποδοχή. Η εν λόγω επιστημονική έρευνα έδειξε επίσης πως: ενώ διαβάζουμε, αυξάνεται σημαντικά η δραστηριότητα στον κεντρικό αύλακα του εγκεφάλου, στην περιοχή, δηλαδή, που είναι υπεύθυνη για την πρωτογενή αισθητηριακή κινητική δραστηριότητα: οι νευρώνες αυτής της εγκεφαλικής περιοχής, λοιπόν, ενεργοποιούνται δημιουργώντας μία αίσθηση στον αναγνώστη πως πραγματικά βιώνει τα γεγονότα για τα οποία διαβάζει εκείνη τη στιγμή.
Δύο επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Carnegie Mellon στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνια, ο Timothy Keller και ο Marcel Just, ανακάλυψαν σε μία σχετική έρευνα το 2009 πως η ανάγνωση μπορεί να συμβάλλει στη βελτιστοποίηση της δραστηριότητας του εγκεφαλικού φλοιού σε παιδιά, καθώς ενισχύει την παραγωγή λευκής ουσίας, η οποία βελτιώνει την επικοινωνία μεταξύ των διαφορετικών μερών του εγκεφάλου. Όπως είχε αναφερθεί από τους ερευνητές στο επιστημονικό περιοδικό Neuron, η απεικόνιση εγκεφάλου παιδιών ηλικίας 8 έως 10 ετών έδειξε ότι η ποιότητα της λευκής ουσίας – ο νευρικός ιστός που μεταφέρει σήματα μεταξύ περιοχών της φαιάς ουσίας, όπου γίνεται επεξεργασία πληροφοριών – βελτιώθηκε σημαντικά αφού τα παιδιά έλαβαν 100 ώρες επανορθωτικής εκπαίδευσης. Μετά την προπόνηση, η απεικόνιση έδειξε ότι η ικανότητα της λευκής ουσίας να μεταδίδει σήματα αποτελεσματικά είχε αυξηθεί και οι δοκιμές έδειξαν ότι τα παιδιά μπορούσαν να διαβάσουν καλύτερα.
Σύμφωνα με το πόρισμα μίας μελέτης που διεξήχθη από τα κέντρα ερευνών Haskins για την Επιστήμη του Γραπτού και Προφορικού Λόγου, η ανάγνωση δίνει στο μυαλό περισσότερο χρονικό περιθώριο για σκέψη, επεξεργασία και φαντασία σε σύγκριση με την παρακολούθηση ή την ακρόαση άλλων πολυμέσων. Αυτή η έντονη νοητική δραστηριοποίηση, που ενεργοποιείται με την ανάγνωση και την ταυτόχρονη επεξεργασία του γραπτού λόγου, συμβάλλει στη όξυνση της μνήμης και ενδυναμώνει την ταχύτητα της σκέψης. «Όπως και οι υπόλοιποι μύες του σώματος, ο εγκέφαλος ωφελείται από μια καλή και εντατική άσκηση. Επομένως, ανάγνωση είναι πιο νευροβιολογικά απαιτητική από την επεξεργασία εικόνων ή ομιλίας. Καθώς απορροφάτε, για παράδειγμα, τις πληροφορίες που περιέχει ένα οποιοδήποτε άρθρο στο διαδίκτυο, μέρη του εγκεφάλου που έχουν εξελιχθεί για άλλες λειτουργίες – όπως η όραση, η γλώσσα και η συνεργατική μάθηση – συνδέονται σε ένα συγκεκριμένο νευρικό κύκλωμα προορισμένο για ανάγνωση, το οποίο είναι αρκετά δύσκολο», αναφέρει ο Ken Pugh, διευθυντής και επικεφαλής ερευνών στα κέντρα ερευνών Haskins.
Κι όμως, η ανάγνωση όχι μόνο βελτιώνει τη μνήμη, αλλά αυξάνει και την προσοχή. Λόγω του διαδοχικού αφηγηματικού στυλ των περισσότερων βιβλίων – αρχή, μέση και τέλος – η ανάγνωση «προπονεί» τον εγκέφαλο να σκέφτεται παρόμοια με τη σειρά που παρουσιάζονται τα γεγονότα στο ανάγνωσμα, και έτσι ξοδεύει περισσότερο χρόνο στην οικοδόμηση μιας ιστορίας και στην κατανόηση των νοημάτων που περιέχει. Σύμφωνα με τη νευροεπιστήμονα Susan Greenfield και το βιβλίο της Mind Change, το διαδίκτυο έχει ενισχύσει τη βραχυπρόθεσμη μνήμη των χρηστών του και την ταυτόχρονη επεξεργασία πολλών διαφορετικών πληροφοριών: όταν, όμως, έχουμε, ένα μυθιστόρημα ή οποιοδήποτε βιβλίο ανά χείρας, προφανώς διαβάζουμε γραμμικά, αντί να πηγαίνουμε σποραδικά από καρτέλα σε καρτέλα και σκεφτόμαστε αργά και υπομονετικά τις πληροφορίες που έχουμε μπροστά μας. Αυτή η άσκηση του χρόνου που απαιτείται για την επεξεργασία της αφήγησης, για να σκεφτούμε τα περίπλοκα στρώματα της ιστορίας και τον τρόπο με τον οποίο ταιριάζουν, μειώνει δραστικά τις πιθανότητες απόσπασης της προσοχής, ιδιαίτερα σε παιδικές ηλικίες.
Το παρόν άρθρο συντάχθηκε από τη Μαρία Στεφιάδου (Lavart)
Διαβάστε εδώ τα νέα για βιβλιόφιλους στη Lavart!