Η απλότητα είναι η απόλυτη επιτήδευση.
– Λεονάρντο ντα Βίντσι
Eίναι πολλές φορές που θα αποκλείσουμε βιαστικά κάτι ως κλασσικό, κλισέ και très banal, υποστηρίζοντας πως έχουμε δει κάτι παρόμοιο δεκάδες (ίσως εκατοντάδες) φορές στο παρελθόν. Άλλες φορές, πάλι, ισχυριζόμαστε πως η έκβαση ενός έργου είναι προβλέψιμη ή υπερβολικά απλή, δίχως να προσπαθεί δηλαδή να κρύψει την πλοκή της πίσω από πολλαπλές επιδερμίδες περιπλοκότητας. Η αλήθεια είναι, όμως, πως η καταιγιστικά ανελέητη «χαξλεϋανή θάλασσα ασχετοσύνης» έχει από καιρό πνίξει τα εννέα βασίλεια της τέχνης, μετατρέποντας κάθε ναύτη (καταναλωτή) σε κυβερνήτη (ειδικό), απλώς και μόνο δια της ασταμάτητης και επαναλαμβανόμενης έκθεσης αυτού στις φουρτούνες (προϊόντα) της. Αντί για αλάτι, όμως, η θάλασσα αυτή ανακατεύει πληροφορίες και επιταγές, οριοθετώντας συνεχώς νέους κανόνες κατανάλωσης των πολιτισμικών προϊόντων και (επανα)προσδιορίζοντας ένα προτιμητέο πλαίσιο ανάγνωσης – ένα εγχειρίδιο για το πώς να απολαμβάνει – όχι, για το πώς να προσεγγίζει κανείς την τέχνη. Είναι με βάση το εγχειρίδιο αυτό, τις σελίδες του οποίου συγγράφουν και οι κριτικοί, που ευθυγραμμίζονται οι απόψεις του κοινού με ένα πρότυπο, γεννώντας μια κρυφή κοινότητα που καταδικάζει ή εγκωμιάζει ολοκληρωτικά και καθολικά με βάση ένα σύγχρονο ιερό βιβλίο (μόνο που εδώ δεν χωρά αμφιβολία για το ποιος το έχει γράψει). Όπως και παντού, άλλωστε, έτσι και στην τέχνη, το συναίσθημα του οπαδισμού οξύνει τις απόψεις των μελών της ομάδας που μοιράζεται κοινά ενδιαφέροντα (fandom), εξομαλύνοντας τις εκδορές της ατομικότητας και εξισώνοντας όλα τα μέλη προς τα κάτω, όπως είχε γράψει κάποτε ο Gustav Le Bon στο Η Ψυχολογία της Μάζας. Μέρος του οπαδικού συναισθήματος είναι και η υιοθέτηση ακραίων στάσεων και απόψεων που αρνούνται να χρωματιστούν ως γκρίζες: Εδώ συνδράμει και η αγάπη του ανθρώπου προς το υπερβολικό, μαζί με την ανάγκη του να προσδιορίσει την ταυτότητά του μέσω της ταύτισης – της συμπερίληψής του σε όσο το δυνατόν πιο ευκρινείς ομάδες ενδιαφερόντων, καθώς μόνο έτσι μπορεί να νοηματοδοτήσει την ακανόνιστη και ρευστή αβεβαιότητα που τον αφοπλίζει (και εξαιρετικά συχνά τον καθηλώνει και τον κυριεύει ολοκληρωτικά). Αυτή η συμπάθεια προς το ακραίο μπορεί να ιδωθεί ως μια ακόμη προσπάθεια αντίστασης στην πληκτικά επαναλαμβανόμενη μετριότητα της πραγματικότητας, με την τέχνη ως σύντροφο και συνένοχο, μια τέχνη που οφείλει να είναι υπερβολική σε τουλάχιστον μία πτυχή της: θα είναι η σκηνοθεσία, θα είναι ο διάλογος, θα είναι η ίδια η πλοκή – κάτι πρέπει να αποτυπώνεται με κραυγαλέο πάθος στον δέκτη, να απενεργοποιεί για λίγο την αντίσταση που τον φυλάσσει από τον εσωτερικό του κόσμο. Καμιά φορά, λοιπόν, η απλή και καθαρή απεικόνιση του αντικειμένου στην τέχνη καταφέρνει να το κάνει αυτό πολύ πιο αποτελεσματικά από την απεικόνιση του περίπλοκου για χάριν της περιπλοκότητας.Μέσα στον ωκεανό των κλωνοποιημένων έργων τέχνης (ταινιών, πινάκων, βιβλίων) που «αμαυρώνουν» τον χαρακτηρισμό κλισέ ως κάτι αρνητικό, υπάρχουν πάντα οι νησίδες-εξαιρέσεις που χρησιμοποιούν με αριστοτεχνικό τρόπο τα απλά σενάρια, τις χιλιοπαιγμένες υποθέσεις και τις πρόχειρες πινελιές τους. Και είναι αυτά τα παραδείγματα που πολλές φορές φαντάζουν τόσο φρέσκα όταν παρατεθούν απέναντι στη χορεία των πιο «περίπλοκων» πολιτισμικών προϊόντων. Ο Τολστόι λέει πως η απλότητα είναι η βασική προϋπόθεση ηθικής ομορφιάς. «Συχνά το απλό είναι και το πιο σοφό» συνωμοτεί και ο Ουγκώ. Μαζί τους συμφωνεί και ο Πλάτωνας: «η ωραιότητα του ύφους, η αρμονία, η χάρη και ο ρυθμός απορρέουν από την απλότητα».Ο Αϊνστάιν όμως βρίσκει μια ενδιάμεση λύση: «Να τα κάνεις όλα όσο πιο απλά μπορείς, αλλά όχι απλούστερα».
Διαβάστε εδώ για την καινοτομία στην τέχνη.
Κείμενο: Νικήτας Διαμαντόπουλος (Lavart)