Απόσπασμα από το βιβλίο «Η αρχή του τέλους η επιχείρηση κατά της Ελλάδος» Εμμανουέλε Γκράτσι
«Την καθορισμένη ώρα δέκα περίπου λεπτά πριν από τις 3, ο Στρατιωτικός ακόλουθος, ο διερμηνέας και εγώ φθάσαμε στην καγκελλόπορτα της μικρής βίλλας, όπου έμενε ο Πρωθυπουργός. Ο comm.De Santo είπε στον φρουρό να ειδοποιήσει τον Πρωθυπουργό ότι ο Πρέσβυς της Ιταλίας επιθυμούσε να γίνει δεκτός για μία άκρως επείγουσα ανακοίνωση. Ο φρουρός άρχισε να κτυπά ένα ηλεκτρικό κουδούνι που επικοινωνούσε με το εσωτερικό του σπιτιού, αλλά το υπηρετικό προσωπικό κοιμόταν. Περιμέναμε για μερικά ατελείωτα λεπτά μπροστά στην καγκελλόπορτα. Μες την βαθειά σιωπή της νύκτας ακουγόταν το γαύγισμα ενός σκύλου.
Επί τέλους το κουδούνισμα ξύπνησε τον ίδιο τον Μεταξά, ο οποίος έκαμε την εμφάνισή του σε μία μικρή πόρτα υπηρεσίας και, αναγνωρίζοντας με, διέταξε τον φρουρό να με αφήσει να περάσω.
Οι δύο συνοδοί μου έμειναν στον δρόμο περιμένοντας με, έξω από την καγκελλόπορτα.
“Allors c’ est la guerre” (Επομένως έχουμε πόλεμο). Του απήντησα ότι δεν ήταν καθόλου έτσι κατ’ ανάγκην, και ότι μάλιστα η Ιταλική Κυβέρνηση ήλπιζε ότι η Ελληνική Κυβέρνηση θα εδέχετο τα αιτήματά της και θα άφηνε να περάσουν ελεύθερα τα ιταλικά στρατεύματα, τα οποία θα άρχιζαν τις μετακινήσεις τους την 6η πρωινή.
Ο Μεταξάς με ρώτησε τότε πως μπορούσα να σκεφθώ ότι, ακόμα και αν είχε την πρόθεση να ενδώσει, θα του ήταν δυνατόν μέσα σε τρείς ώρες να λάβει τις διαταγές του Βασιλέως και να δώσει τις απαραίτητες οδηγίες για την ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων. Χωρίς καμία πεποίθηση, από απλή ευσυνειδησία, αρπαζόμενος από την τελευταία ελπίδα όπως ο ναυαγός πιάνεται ακόμα και από ένα σανιδάκι, του απήντησα ότι αυτό δεν ήταν καθόλου αδύνατον. Ασφαλώς θα είχε απ’ ευθείας τηλεφωνική γραμμή για να επικοινωνεί με τον βασιλέα. Όσο για τις διαταγές προς τα στρατεύματα, θα ήταν αρκετό να διαταχθεί ο αρχιστράτηγος να στείλει με τον ασύρματο εγκύκλιο διαταγή σε όλους τους διοικητές να μην παρεμποδισθεί η προέλαση των ιταλικών στρατευμάτων.
Ο Μεταξάς με ρώτησε τότε αν μπορούσα να του καθορίσω τουλάχιστον ποιά ήταν τα στρατηγικά σημεία επί του ελληνικού εδάφους που η ιταλική Κυβέρνηση θα ήθελε να καταλάβει. Φυσικά, αναγκάσθηκα αν του απαντήσω ότι δεν είχα την παραμικρή ιδέα. Ο Μεταξάς απήντησε : “Vous voyez bien que c’ est impossible” (βλέπετε ότι αυτό είναι αδύνατον). Η ευθύνη του πολέμου αυτού βαρύνει αποκλειστικά την Ιταλική Κυβέρνηση. Η Κυβέρνηση σας ήξερε κάλλιστα ότι η Ελλάδα το μόνο που επιθυμούσε ήταν να παραμείνει ουδετέρα, αλλ’ ότι ήμεθα αποφασισμένοι να υπερασπιστούμε το εθνικό έδαφος εναντίον οιουδήποτε. «Του απήντησα, ενώ σηκωνόμουν, ότι ήλπιζα ακόμα ότι θα ελάμβανε υπ’ όψιν του την διαβεβαίωση που περιείχετο στην διακοίνωση, κατά την οποίαν η Ιταλική Κυβέρνηση δεν είχε καμία πρόθεση να θίξει την κυριαρχία της Ελλάδος και ότι θα μου γνώριζε στην Πρεσβεία, πριν από τις 6, ότι η χώρα του δεχόταν τα ιταλικά αιτήματα».
Με τη σειρά μου δεν ήξερα τι να απαντήσω στα λόγια αυτά και στην βαθειά λύπη που τα δονούσε. Νομίζω δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο, ο οποίος τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του να μην αισθάνθηκε απέχθεια για το επάγγελμα του. Αν στην μακρά σταδιοδρομία μου στην υπηρεσία του κράτους υπήρξε ποτέ μια στιγμή κατά την οποίαν εμίσησα το δικό μου, μια στιγμή κατά την οποίαν το καθήκον του αξιώματός μου μου φάνηκε σταυρός όχι μόνο θλιβερός, αλλά και ταπεινωτικός, η στιγμή αυτή ήταν όταν άκουσα εκείνα τα αποκαρδιωμένα λόγια του πρόφερε ο πρεσβύτης εκείνος, που είχε καταναλώσει ολόκληρη την ζωή του αγωνιζόμενος και υποφέροντας για την χώρα του και τους βασιλείς του και που, και κατά την υπέρτατη εκείνη στιγμή, προτιμούσε να διαλέξει για την πατρίδα του τον δρόμο της θυσίας και όχι τον δρόμο της ατιμώσεως. Υποκλίθηκα μπροστά του με τον βαθύτερο σεβασμό και βγήκα από το σπίτι του».