Ήρωας
[dropcap size=big]Τ[/dropcap]όπος: μία πόλη στις όχθες του ποταμού, η «Ρίο ντε λα Κάποια». Χρόνος, λίγες εβδομάδες μετά. Εκεί βρίσκεται ακόμα ο «Οιοσδήποτε» ένας γνήσιος συμπαθής λογοτεχνικός ήρωας.
Ο ίδιος δε νιώθει καθόλου αποκύημα της φαντασίας του συγγραφέα. Είναι ένα παιδί, ένα οποιοδήποτε παιδί σαν εσένα κι εμένα που ωρίμασε κι έγινε διήγημα. Καλοχαιρετά, λέει καλημέρα, και μέσα του ασκεί κριτική για τη συνήθεια του να λέει καλημέρα. Μοιρολογεί όταν τα βρίσκει σκούρα κι αν τον παρατηρήσεις έχει στραβό χαμόγελο και τραβά μηχανικά τις τρίχες από τα μαλλιά του κάθε φορά που έχει άγχος.
Δεν είναι ο γλάρος Ιωνάθαν να πετά για τη χαρά του πετάγματος. Έχει στόχο, κίνητρο για να πετύχει ή να γλιτώσει από κάτι. Δεν είναι θεατρίνος που γελά και κλαίει και σίγουρα δε θέλει να του φωνάξει κάποιος θρασύς από το αναγνωστικό κοινό « είσαι ψεύτης! Υποκριτής!». Δεν είναι προσωπείο αυτό που φορά ο κ. Οιοσδήποτε, είναι το πρόσωπό του. Με σάρκα και οστά. Ο ενδόμυχος εαυτός του και εαυτός μας.
Είναι ήδη χειμώνας στη «Ρίο ντε λα Κάποια» κι από τη χαραμάδα της πόρτας γλιστρά ο παγωμένος αέρας. Πηγή ανάσας (για το θέρος της ψυχής του) ή θα φέρει την καταστροφή στο σκηνικό; O αναγνώστης αφυπνίζεται, αγωνιά. Οι λέξεις προβάλλουν φορτισμένες, ανταγωνίζονται η μία την άλλη ποια θα εκφράσει πρώτη τα «σημαινόμενα». Το κρύο σκηνικό «παίζει με τα κάρβουνα», μοιάζει με κλειστή αυλαία που περιμένει να ερωτοτροπήσει με τη φαντασία του θεατή.
Ο αναγνώστης ακολουθεί τον ήρωα στη διαδρομή του, καρδιοχτυπά, διαβάζει λέξεις σύνθετες και θυμωμένες ώσπου φτάνει σε συναισθηματικό κρεσέντο. Ο κ. Οιοσδήποτε έχει παγιδεύσει την προσοχή του. Τον έχει πια κατανοήσει ως άνθρωπο, τον έχει αγαπήσει. Όχι γιατί γνωρίζει τι είδους γεύση πίτσα προτιμά, αλλά γιατί γνωρίζει τους φόβους, τις ελπίδες, τα όνειρα του. Αναγνωρίζει στον ήρωα κάτι από το δικό του εαυτό. Έρχονται στιγμές που ταυτίζεται ολότελα με τον συμπαθή λογοτεχνικό ήρωα και ανακαλύπτει έκπληκτος πως ο συγγραφέας εμπνέεται από δικές του ψυχικές παρορμήσεις.
Ήρωας και αναγνώστης άγγιξαν για λίγο ο ένας τη ψυχή του άλλου και είναι τώρα η κατάλληλη στιγμή να ανοίξει βίαια η πόρτα και στο δωμάτιο να ξεχυθεί ο παγωμένος αέρας. Ο κ. Οιοσδήποτε έχει σχεδόν διανύσει το μισό διήγημα και έχει φτάσει στο κορυφαίο σημείο της διαδρομής, σε αυτή την κρίσιμη στιγμή που καλπάζοντας θα βγουν στην επιφάνεια όλα τα κατάλοιπα του παρελθόντος. Τώρα είναι η στιγμή που θα βρεθεί αντιμέτωπος με την πιο δύσκολη στιγμή της -αφηγηματικής- ζωής του. Ίσως η πόρτα ανοίξει βιαστικά από τον παγωμένο αέρα και μέσα στο κείμενο εισαχθεί ένας ακόμα ήρωας, ο μεσόκοπος κ. Πίρσεν, «φάντασμα» της προηγούμενης ζωής του Οιοσδήποτε.
Ο συγγραφέας στο κρίσιμο αυτό β μέρος, φορά στον ήρωα του σκέψεις και λόγια που πονάνε. Εικόνες φωτός και σκότους εναλλάσσονται και προσχήματα διαπλέκονται. Ίσως παρανοήσεις, κάποιος κάτι άκουσε, παράκουσε, κάποιος παρανόησε ή κρυφάκουσε… Λόγια άτιμα εκτοξεύονται με φράσεις τίμιες και το αντίστροφο. Το κείμενο αποκτά γρήγορο ρυθμό, καλπάζει και γίνεται ανάγκη το «εδώ και τώρα». Καμμιά πίεση δε μπορεί να συγκριθεί με αυτήν της κρίσιμης στιγμής.
Στο μεταξύ, ο κ. Πίρσεν μπορεί να είναι πρώην συνεργάτης του ήρωα μας. Μπορεί να κουβαλούν κοινές εμπειρίες ή κοινές ενοχές. Σύμμαχοι ή αντίπαλοι. Δεν σκοτώνουν την ώρα τους χαζολογώντας με επουσιώδη θέματα, εκτός κι αν αυτό στην πόλη «Ρίο ντε λα Κάποια» έχει μια πολύ ιδιαίτερη σημασία.
CUT- ο χρόνος από εδώ και πέρα, κυλά διαφορετικά.
Θα βάλει νερό στο κρασί του και θα συμβιβαστεί; Θα φύγει μακριά από το πρόβλημα-εμπόδιο γελώντας ειρωνικά; Θα προσευχηθεί να βρεθεί η από μηχανής λύση, θα οπισθοχωρήσει, ή θα προχωρήσει παραπέρα ; Είναι το σημείο – κροτίδα που θα ξεχυθεί το συσσωρευμένο πυρ στο μυαλό του ήρωα ενώ η εσωτερική φωνή του αναγνώστη θα φωνάζει «προχώρα ! να σε βλέπω να ξεπερνάς εμπόδια, δείξε μου! Δείξε μου πώς θα πετύχεις».
Θα χρειαστεί μέσα στο κρύο σκοτάδι ο ήρωάς μας να δραπετεύσει από τη μέχρι τώρα ασφάλεια του οικείου και συνηθισμένου και ίσως να ψελλίσει μια φράση «κλειδί» από το παρελθόν του. Θα χρειαστεί ίσως να παρασυρθεί από την παλίρροια ενός ρομάντζου ή ενός δέους και να υποστεί αλλαγές (μέσα του -ή έξω του-).
Ίσως αλλάξει χρόνο ή και τόπο. Μέσα του έχουν στοιβαχτεί αθροιστικά όλα όσα πέρασε. Οι κειμενικοί παλμοί τώρα χαμηλώνουν, ο ήρωας παίρνει την απόφαση να αντεπιτεθεί ή να δράσει κι ο αναγνώστης ελαφρώς ανακουφισμένος αναμένει τη λύση, το φωτεινό δρόμο της κάθαρσης….
Ο κ. Οιοσδήποτε δεν είναι αποκύημα της φαντασίας του συγγραφέα αλλά ένας αληθινός άνθρωπος που κάτι ονειρεύτηκε, στη διαδρομή κάτι τον εμπόδισε ώσπου στο τέλος να περάσει -δια πυρός και σιδήρου συνήθως, – στη γραπτή αιωνιότητα. Για να μας θυμίζει πάντα πως η ζωή περνά μέσα από γεννήσεις, έρωτες, θανάτους, ανατροπές και δυσκολίες. Η μαγεία είναι όλη στο ταξίδι κι ο κ. Οιοσδήποτε ως ευσυνείδητος λογοτεχνικός ήρωας το διανύει με την πνοή της πραγματικότητας μέσα του …
“…η πνοή της πραγματικότητας φαίνεται να είναι η μεγαλύτερη αρετή ενός μυθιστορήματος. Εάν απουσιάζει αυτό το προσόν όλα τα άλλα δε μετράνε. Όταν όμως αυτά υπάρχουν, τότε οφείλουν το αποτέλεσμα τους στην επιτυχία με την οποία ο συγγραφέας έχει παραγάγει την ψευδαίσθηση της ζωής. Η φροντίδα για αυτήν την επιτυχία, η σπουδή αυτής της λεπτής επεξεργασίας του υλικού, αποτελούν κατά το δικό μου γούστο, το άλφα και το ωμέγα του μυθιστοριογράφου. Αποτελούν την έμπνευσή του, την απόγνωσή του, την ανταμοιβή του, το βάσανο αλλά και την απόλαυσή του …”
Χένρι Τζέημς
Κείμενο: Πηνελόπη Χριστοπούλου (Lavart)