Ένας «αμαρτωλός» ορισμός.
[dropcap size=big]Έ[/dropcap]χοντας εντοπίσει τη στιγμή όπου η δύναμη της επιθυμίας φτάνει να εξισώνεται με τη δύναμη της ματαιοδοξίας, τότε μπορούμε να μιλάμε για την οριστική αποχώρηση του νοήματος. Και δεν εννοώ ότι η επιθυμία πρέπει να διαχωρίζεται πλήρως από τη ματαιοδοξία, αλλά ότι η δεύτερη δεν είναι ο υποκινητής μιας πραγματικής θέλησης ούτε το κινητήριο γρανάζι ενός νηφάλιου ονείρου. Κάτι τέτοιο δεν καθιστά τη ματαιοδοξία πλήρως ανεξαρτητοποιημένη από την επιθυμία μας, διότι τα ωραία πράγματα προκύπτουν, σε κάποιο βαθμό, από τη δίψα του καθενός για αυτοπροβολή, σε συνδυασμό με μια πιο αθώα και παιδική βλέψη – αυτά τα δύο συμβαδίζουν, αν και δεν ταυτίζονται. Παρ’ όλα αυτά, η βάση πάνω στην οποία χτίζεται κάτι όμορφο (π.χ ένα καλλιτεχνικό έργο, ή μία αμοιβαία ερωτική στιγμή) είναι η αγνότητα που συνοδεύει την επιθυμία μας, και όχι το αίσθημά για αυτοανάδειξη, που όταν υπερισχύει της αγνότητας η ομορφιά αποχωρεί. Και δεν αναφέρομαι σε μια χριστιανική αγνότητα, όπως η παρθενιά, καθώς η τέχνη είναι το αντίθετο της παρθενιάς, είναι μία συνεχής προσέγγιση των εννοιών και των αισθημάτων (δικαιοσύνη, έρωτας…), ενώ η λέξη παρθενιά παραπέμπει σε πράγματα που είναι ανέγγιχτα και δεν τα προσεγγίζει κανείς. Γι’ αυτό και η τέχνη, αν αποκτούσε μορφή, αυτή θα ήταν η μορφή μιας… πόρνης-αγωνίστριας. Μιας γυναίκας που καταφέρνει να διατηρεί την αγνότητα, δίχως να κρατά την παρθενιά της. Ε, λοιπόν, αυτή η γυναίκα δε θα ήταν περισσότερο ματαιόδοξη παρά παιδική κι ονειροπόλα.
Κείμενο: Γιώργος Χιώτης (Lavart)
Φωτογραφία: Ελένη Κιουρή (Lavart)