«It’s fun to sing sad songs. And it’s fun to listen to sad songs. Enjoyable. Satisfying. Something».
Richard Thompson
Πιθανώς η άνωθεν παρατήρηση του Thompson, διάσημου μουσικοσυνθέτη και τραγουδιστή, φαντάζει εκ πρώτης όψεως παράξενη. Αν ανατρέξουμε, ωστόσο, σε όλες εκείνες τις φορές που «ο ήλιος δεν έλαμπε, τα πουλάκια δεν κελαηδούσαν, μαύρα σύννεφα καταπλάκωναν την καρδιά μας» ή κοινώς είχαμε τις «μαύρες» μας, θα διαπιστώσουμε την ανακουφιστική επίδραση των λυπητερών μελωδιών στις οποίες επιλέξαμε να βρούμε παρηγοριά.
«…because I’m happy. Clap along if you feel like a room without a roof, because I’m happy. Clap along if you feel like happiness is the truth».
Αν σιγοτραγουδήσατε διαβάζοντας τους παραπάνω στίχους, τότε σίγουρα θα γνωρίζετε τον «χαρωπό» Pharrell Williams και το ακόμη πιο χαρωπό Happy, το περίφημο soundtrack του Despicable Me 2. Αποθεώθηκε όντας No1 σε 23 χώρες, αλλά σύμφωνα με την μουσική ιστορία, η επιτυχία του ελαφριού, εμπορικότατου και χωρίς βαθύτερου νοήματος τραγουδιού των Minions αποτελεί εξαίρεση. Δεν χρειάζεται να προχωρήσουμε σε συγκρίσεις με το Rolling in the Deep της αγαπημένης μας Adele…
Υπάρχει πληθώρα παραδειγμάτων: Το White Christmas του Bing Crosby, το Candle in the Wind του Elton John, το My Heart Will Go On της Celine Dion και το I Will Always Love You της Whitney Houston ανήκουν στη λίστα των εννιά τραγουδιών με τις περισσότερες πωλήσεις παγκοσμίως και βρίθουν μελαγχολίας. Από την άλλη πλευρά, όμως, ο πασίγνωστος ύμνος της αισιοδοξίας Don’t Worry, Be Happy του Bobby McFerrin κέρδισε τρία Grammy το 1988 και εξακολουθεί να αποτελεί συχνή επιλογή των ραδιοφωνικών παραγωγών.
Εμφανείς οι αντιφάσεις. Τι συμβαίνει πραγματικά; Μήπως ήρθε η ώρα να παραδεχθούμε ότι προτιμούμε τα λυπητερά κομμάτια; Ηδονή και Πόνος, μια σχέση αλληλεξάρτησης
Μερικές φορές φαίνεται πως όλα οδηγούν πίσω στον Sigmund Freud… Αν και αμφιλεγόμενος, ο Αυστριακός επιστήμονας ανέπτυξε μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ψυχοβιολογική θεωρία σχετικά με τις επιθυμίες και τα συναισθήματα. Αντιλαμβανόταν τον ανθρώπινο ψυχισμό ως μια συσκευή, η οποία ενεργοποιείται από περιβαλλοντικά και σωματικά ερεθίσματα. Οποιαδήποτε διεργασία παρωθεί ή κινεί την συσκευή αυτή ονομάζεται ενόρμηση και δρα σύμφωνα με την αρχή της ηδονής. Όπως φανερώνει η ονομασία της, η αρχή της ηδονής επιδιώκει την ευχαρίστηση, και ιδιαίτερα την ικανοποίηση ενστικτωδών τάσεων του σώματος (πχ. σεξ), αλλά ταυτόχρονα επιζητά να αποφύγει το πόνο και την δυσαρέσκεια που προκαλεί κάποια ενστικτώδης ματαίωση ή το άγχος (πχ. έλλειψη σεξ).
Με αφορμή το παραπάνω θεωρητικό υπόβαθρο, κάποιοι ερευνητές δημοσίευσαν το 2013 στο Frontiers of Psychology μια έρευνα σχετικά με την επίδραση των λυπητερών μελωδιών. Συγκεκριμένα, ο Ai Kawakami και οι συνεργάτες του ανακάλυψαν ότι τέτοιου είδους μελωδίες ασκούν μια παράλογη γοητεία: μας κάνουν να αισθανόμαστε καλύτερα. Ποια είναι τα βασικά συστατικά ενός λυπητερού τραγουδιού; (Συνήθως) συγχορδίες σε μινόρε κλίμακες και στίχοι κατάμεστοι δυσάρεστων συναισθημάτων. Ακούγοντας μία λυπητερή μελωδία μας επιτρέπεται να βιώσουμε ό, τι θέλει να επικοινωνήσει. Δεν ταυτιζόμαστε πάντα με τα οδυνηρά γεγονότα που περιγράφονται στους στίχους, αλλά η λύπη που «αναδύουν» ενεργοποιεί χημικά στον εγκέφαλο μας. Δάκρυα, ανατριχιάσματα και αυξημένοι καρδιακοί παλμοί είναι κάποιες από τις καθαρκτικές επιδράσεις της λύπης. Η λύτρωση, επομένως, που αναζητούμε ακούγοντας το Everybody Hurts των REM ή το Αχάριστη κι Αλήτισσα του Καρρά (περί ορέξεως…), είναι εφικτή μόνο μέσω της λύπης.
Σ’ ευχαριστούμε, δάκρυ!
Αν το καλοσκεφτούμε, επικρατεί η εξής νοοτροπία: τρέχουμε απεγνωσμένα να ξεφύγουμε από τη λύπη αναζητώντας την ευτυχία στην απόλυτη και ύψιστη έκφρασή της. Ποια η χρησιμότητα, λοιπόν, ενός τόσο απωθητικού συναισθήματος; Η απάντηση είναι αρκετά… απλή: Δεν είναι πάντα εφικτό να εξαλείψουμε ό, τι γεννά τη θλίψη στη ζωή μας. Γι’ αυτό πρέπει να αφήνουμε τη λύπη με τις λυτρωτικές της επιδράσεις να αναλαμβάνει τη θεραπεία μας. Είναι και αυτή συναίσθημα, το βίωμά του είναι καίριο για την ψυχική μας ευεξία.
«Ποιός θα τα βάλει με τη θλίψη; Όσο αντιστέκεσαι νικάει. Σ’ όποιον τη ρίχνει από το θρόνο, εσένα λέει θέλω μόνο.», μας τραγουδά ο Παύλος Παυλίδης στο Αλλάζει Πρόσωπα η Θλίψη.
Δεν είναι λίγοι οι καλλιτέχνες – και μη, οι οποίοι αντικρίζοντας την λύπη κατάματα συνειδητοποίησαν ότι αποτελεί μέσο ενδελεχούς ενδοσκόπησης και εξάλειψης μοναχικών συναισθημάτων: όταν κανείς ταυτίζεται με τα συμβάντα ενός λυπητερού τραγουδιού, νιώθει σαφώς λιγότερη μοναξιά. «Η λύπη ομορφαίνει επειδή της μοιάζουμε», εξηγεί ο μέγιστος Ελύτης για την παράλογη γοητεία της.
Υπάρχει, όμως, και κάτι ακόμα…
Μια πρόσφατη έρευνα του πανεπιστημίου McGill κατέδειξε ότι η συναισθηματικά έντονη μουσική – ανεξαρτήτως του αν είναι χαρούμενη ή λυπητερή – διεγείρει το κέντρο ευχαρίστησης του εγκεφάλου, όπως το φαγητό, το σεξ και τα ναρκωτικά. Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, οι ακροατές αντιδρούν με περισσότερη ισχύ στην πολυπλοκότητα: σε συναισθήματα με βάθος, σε συχνές εναλλαγές μεταξύ έντασης και ανακούφισης συνοδευόμενες από συγχορδιακές «εκπλήξεις».
Μπορεί οι στίχοι του προαναφερθέντος Happy να είναι απλοϊκοί, αλλά η μελωδία είναι αρμονική, πολυρυθμική και επιστρατεύει χτυπήματα των χεριών. Τα φαλτσέτα του Williams βασίζονται πάνω σε μία δυνατή γραμμή μπάσου. Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και η συνεργασία του με τους Daft Punk για το Get Lucky.
Μπορεί ο ανερχόμενος Pharrell να μην αποδειχθεί τελικά διάδοχος του βασιλιά της χαράς, Stevie Wonder (βλ. Isn’t She Lovely?, You Are the Sunshine of my Life και Signed, Sealed, Delivered I’m Yours), αλλά αν συνεχίσει στην ίδια μουσική πορεία, σίγουρα θα έχει έναν επιστημονικά αποδεδειγμένο λόγο να χαίρεται για την επιτυχία του, όσο και αν διαρκέσει!
Αντί Επιλόγου
Τί πιο ταιριαστό για τον επίλογο από μια περίφημη φράση του Νίτσε, που δεν επιδέχεται κανένα σχόλιο;
«Χωρίς μουσική, η ζωή θα ήταν ένα λάθος.»
Κείμενο: Μαρία Διακάκη (Lavart)