Αν ένα album έκανε τον Dylan να ξεχωρίσει και να γράψει ιστορία, είναι σίγουρα το Highway 61 Revisited. Ο συγγραφέας Michael Gray θεωρεί μάλιστα ότι το συγκεκριμένο album άνοιξε την αυλαία της δεκαετίας του ’60! Μέχρι τον Αύγουστο του 1965, οπότε και κυκλοφόρησε, ο Bob ηχογραφούσε κυρίως ακουστική μουσική, ήταν μόνος με την κιθάρα του. Η καινοτομία που εισήγαγε στον έκτο δίσκο του, όμως, περιλάμβανε ροκ στοιχεία και ενορχηστρώσεις σε κάθε τραγούδι. Εξαίρεση αποτελεί η 11λεπτη μπαλάντα Desolation Row που κλείνει το άλμπουμ. Οι κριτικές εξυμνούσαν τον πρωτοποριακό τρόπο με τον οποίο συνδύασε συναρπαστικές blues συνθέσεις με ιδιαίτερα ευαίσθητους ποιητικούς στίχους. Κατάφερε έτσι, να δημιουργήσει τραγούδια-καθρέφτες του πολιτικού και πολιτισμικού κομφούζιο που βασίλευε εκείνη την εποχή στην Αμερική. Ο Joe Levy από το περιοδικό Rolling Stone μας αφηγείται την ιστορία…
1. Η αρχή του τέλους
Όλα ξεκίνησαν στις 10 Μαΐου, όταν ο Dylan ολοκλήρωσε μια σύντομη περιοδεία στην Αγγλία, με τελευταίο σταθμό το Royal Albert Hall. «Έπαιζα πολλά τραγούδια που δεν ήθελα να παίξω. Είναι πολύ κουραστικό να έχεις άλλους ανθρώπους να σου λένε πόσο τους αρέσεις, όταν δεν αρέσεις στον εαυτό σου.», δήλωσε αργότερα.
Δύο μέρες μετά, στις 12 Μαΐου, ο Dylan κανόνισε μία ηχογράφηση στο Levy’s Recording Studio με τους Bluesbreakers του John Mayall, οι οποίοι είχαν κοντά τους και τον 20χρονο τότε κιθαρίστα, Eric Clapton. Δεν πήγε καλά. «Καθόταν στο πιάνο και τον συνοδεύσαμε», είπε ο Clapton. Έπαιξαν δύο ώρες χωρίς να φτάσουν πουθενά. «Παίζεις υπερβολικά πολύ blues, φίλε. Πρέπει να γίνει πιο country!» είπε ο Bobby Neuwirth στον Clapton.
2. Η αστάθεια που οδήγησε σε στροφή 180ο
Η ασταθής προσωπική του ζωή σε συνδυασμό με την χρήση αμφεταμινών τον αποδιοργάνωναν εντελώς «συμβάλλοντας» στη «θολούρα» της ζωής του. Συγκεκριμένα, αν και στην περιοδεία τον συνόδευε η Joan Baez, αυτός ζούσε ήδη με τη Sara Lownds στο Chelsea Hotel της Νέας Υόρκης και τελικά την παντρεύτηκε το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς σε μία άκρως μυστική τελετή. Η Marianne Faithfull, μόνιμη θαμώνας της σουίτας του Dylan στο λονδρέζικο ξενοδοχείο Savoy, δηλώνει για τη σχέση του κύκλου του με τα ναρκωτικά: «Ήταν όλοι τόσο μαστουρωμένοι. Κάθε πέντε λεπτά περίπου κάποιος θα πήγαινε στην τουαλέτα και θα έβγαινε μιλώντας άλλες γλώσσες.»
3. Τα πρώτα βήματα προς τη ροκ
Ο Dylan, ωστόσο, συμφωνούσε με τον Bobby Neuwirth και επιζητούσε την αλλαγή. Ένα μήνα μετά, είπε στον Michael Bloomfield, τον κιθαρίστα του blues συγκροτήματος του Paul Butterfield, ότι ήθελε να του μάθει τα τραγούδια που ετοίμαζε. Ένα από αυτά προέκυψε κατά την – πυροδοτούμενη από αμφεταμίνες – προσπάθειά του να γράψει στίχους. Το χαρακτήρισε ως «μεγάλο κομμάτι εμετού, 10 ή 20 σελίδες μεγάλο, ένα απλό ρυθμικό πράγμα πάνω σε χαρτί, αφορούσε μόνο το σταθερό μίσος μου, κατευθυνόμενο σαν από φάντασμα.». Βασίστηκε στις εναλλαγές συγχορδιών του τραγουδιού La Bamba του Ritchie Valens. Ο Bob Dylan αναφερόταν στο Like A Rolling Stone, το οποίο ήταν ανάμεσα στα 10 καλύτερα τραγούδια σε πολλές χώρες και το πρώτο στη λίστα του Rolling Stone με τα 500 καλύτερα τραγούδια όλων των εποχών!4. Οι μέρες στο στούντιο
Έχοντας, λοιπόν, τον ήχο στο μυαλό του, ο Dylan και ο Bloomfield πήγαν στο Columbia Studio της Νέας Υόρκης και ο δεύτερος λειτούργησε περισσότερο σαν μουσικός διευθυντής, όπως δήλωσε. Ο παραγωγός Tom Wilson συγκέντρωσε στο στούντιο κάποιους από τους μουσικούς που συμμετείχαν στο Bringing It All Back Home: στα πλήκτρα τον Paul Griffin, στα ντραμς τον Bobby Gregg και στην κιθάρα τον Bruce Langhorne. Ξεκίνησαν με 10 λήψεις του It Takes a Lot to Laugh, It Takes a Train to Cry, συνέχισαν με τα Phantom Engineer και Sitting on a Barbed Wire Fence. Εάν στο Bringing It All Back Home πρωταγωνιστούσε η ακουστική κιθάρα του Dylan, το Highway 61 Revisited απογειώθηκε από την ηλεκτρική του Bloomfield, που θυμίζει blues διατηρώντας όμως country παλμό και rock ’n’ roll εκρηκτικότητα. Δυσκολεύτηκαν, ωστόσο, στην ηχογράφηση του Like a Rolling Stone: «Η φωνή χάθηκε, φίλε», είπε ο Dylan μετά την τέταρτη λήψη.
Δεν τα παράτησαν. Την επόμενη επέστρεψαν στο στούντιο με τον 21χρονο Al Kooper, που ενώ ήταν κιθαρίστας κάθισε στο εκκλησιαστικό όργανο και τα έδωσε όλα για το κομμάτι: «Το Highway 61 Revisited ήταν μία αντιεπαγγελματική κατάσταση, η οποία δρομολογήθηκε από το πώς κατέληξα να παίξω σε αυτό.». Με τον Kooper στο εκκλησιαστικό όργανο και τον Griffin στο πιάνο, χρειάστηκαν δύο πρόβες και τέσσερις λήψεις για να ολοκληρωθεί το Like a Rolling Stone, αλλά αυτοί συνέχισαν φτάνοντας στις 11 λήψεις, χωρίς να ξέρουν ότι παράλληλα έγραφαν ιστορία.Δεν έμειναν, όμως, πολύ στο σκοτάδι. Το single κυκλοφόρησε στις 20 Ιουλίου. Τα αρχικά αντίγραφα που στάλθηκαν στους ραδιοφωνικούς σταθμούς χώρισαν στα δύο το 6λεπτο κομμάτι, αλλά οι ακροατές το απαιτούσαν ολόκληρο και τους δόθηκε.
«Ήταν σαν να συνεχιζόταν για πάντα. Ήταν απλώς πανέμορφο. Έδειξε σε όλους μας ότι ήταν δυνατόν να πας λίγο πιο μακριά.», περιγράφει ο Paul McCartney για την πρώτη φορά που το άκουσε στο σπίτι του Lennon.
Πέντε μέρες μετά την κυκλοφορία του Like a Rolling Stone, με το κομμάτι να παίζει ασταμάτητα στα ραδιόφωνα, ο Dylan εμφανίστηκε στο Folk Festival του Newport με ένα «ηλεκτρικό» συγκρότημα και οι αντιδράσεις δεν ήταν καθόλου επιδοκιμαστικές. Γιουχαΐσματα «καλωσόρισαν» τα Maggie‘s Farm, Like a Rolling Stone και Phantom Engineer ίσως γιατί ο ήχος δεν ήταν αρκετά δυνατός ή ήταν πολύ δυνατός ή πιθανώς γιατί το κοινό σοκαρίστηκε από τη νέα μουσική… Ωστόσο, οι προθέσεις του Dylan ήταν ξεκάθαρες: φορούσε rock & roll ρούχα, μαύρο δέρμα, κίτρινο πουκάμισο χωρίς γραβάτα και κρατούσε μία Fender Stratocaster. «Έμοιαζε με κάποιον από το West Side Story», είπε ο Bloomfield. Απτόητος γύρισε στο στούντιο τέσσερις μέρες αργότερα για να τελειώσει με τα υπόλοιπα κομμάτια του Highway 61 Revisited, σε τέσσερις μόλις μέρες.Στην καρέκλα του παραγωγού καθόταν πλέον ο Bob Johnston, καθώς ο Wilson αποχώρησε, πιθανότατα λόγω των εντάσεων που υπήρχαν μεταξύ αυτού και του μάνατζερ του Dylan, Albert Grossman. Η ηχογράφηση στις 29 Ιουλίου ξεκίνησε με το Tombstone Blues, συνεχίστηκε με το It Takes a Lot to Laugh, που ξεκίνησε με το ίδιο ροκ ρυθμό του Tombstone Blues, και θα συνέχιζε έτσι μέχρι που ο Bob κάθισε στο πιάνο και το μεταμόρφωσε σε μια πιο γλυκιά και αργή εκδοχή, που τελικά διατηρήθηκε στο δίσκο. Έπειτα, κυκλοφόρησε το επόμενο single, ως απάντηση στα γιουχαΐσματα του Newport, με τίτλο Positively 4th Street.
Οι Dylan και Kooper πέρασαν το πρώτο Σαββατοκύριακο του Αυγούστου στο Woodstock δουλεύοντας τα διαγράμματα με τις συγχορδίες που θα ασχολούνταν από Δευτέρα. Εκείνη η μάζωξη τελείωσε στις 8 το απόγευμα και «γέννησε» το ομώνυμο του δίσκου κομμάτι Highway 61 Revisited.
Το τραγούδι απογειώθηκε με έναν καλπασμό και μια… αστυνομική σφυρίχτρα. «Εγώ φταίω γι’ αυτό. Εκείνη την περίοδο φορούσα γύρω απ’ το λαιμό μου μια αστυνομική σφυρίχτρα σαν περιδέραιο. Την χρησιμοποιούσα σε συγκεκριμένες περιστάσεις, κυρίως σχετιζόμενες με ναρκωτικά – τόσο χιούμορ είχα τότε. Όταν ηχογραφούσαμε το κομμάτι μου ακουγόταν υπέροχη. Πήρα τη σφυρίχτρα και την έβαλα γύρω απ’ το λαιμό του Bob και είπα ‘Παίξε αυτήν αντί για την αρμόνικα.’ Αυτό ήταν. Και νομίζω ότι την κράτησε, γαμ***», είπε αργότερα ο Kooper.Οι ηχογραφήσεις συνεχίστηκαν με το Just Like Tom Thumb‘s Blues, που χρειάστηκε 16 λήψεις για να επιτευχθεί το συναίσθημα του να «είσαι χαμένος στη βροχή». Το Queen Jane Approximately ολοκληρώθηκε σε 7 λήψεις και το γρηγορότερο κομμάτι ήταν το Ballad of a Thin Man, ενώ το Believe to My Soul (You‘re trying to make a fool of me) δεν άργησε να ακολουθήσει. Καθώς ξημέρωνε 3 Αυγούστου, και τα εννιά κομμάτια του δίσκου είχαν ολοκληρωθεί, ο Dylan προγραμμάτισε άλλη μία συνάντηση στο στούντιο για τις 4 Αυγούστου για να εξετάσει ξανά με προσοχή το Desolation Row,το κομμάτι που έκλεινε το δίσκο.
5. Το ευτυχές, ροκ τέλος
Ο Dylan χαρακτήρισε τη μουσική του Highway 61 Revisited «μαθηματική μουσική», αλλά παρέλειψε να διευκρινίσει αν διαπραγματευόταν κάποιο πρόβλημα, τη λύση του ή και τα δύο.
«Μου αρέσει ο ήχος, μου αρέσει αυτό που κάνω τώρα», είπε ο Dylan στις Nora Ephron και Susan Edmiston στις 30 Αυγούστου, ημέρα κυκλοφορίας του Highway 61 Revisited. «Μπορούν να γιουχάρουν για πάντα. Εγώ ξέρω ότι η μουσική είναι αληθινή, πιο αληθινή απ’ τα γιουχαΐσματα».
Το τελικό προϊόν περιγράφηκε ως το «το πρώτο του αυθεντικά ροκ album», μια συνειδητοποίηση της επιθυμίας του να απομακρυνθεί από την αποκλειστικά ακουστική του μουσική (στα τέσσερα πρώτα albums), καθώς και από το μισό ακουστικό – μισό ηλεκτρικό πέμπτο album Bringing It All Back Home.
Και καλά έκανε γιατί το Highway 61 Revisited μας χάρισε μουσική που όχι μόνο… αγκαλιάζει το χάος, αλλά και το εμπνέει.
Κείμενο: Μαρία Διακάκη (Lavart)