Κριτική για τη νέα ταινία της Marvel, Doctor Strange του Scott Derrickson.
[dropcap size=big]Ό[/dropcap]ταν ανακοινώνεται μία ταινία που βασίζεται σε σειρά κόμικς την οποία ακολουθούν εκατομμύρια αναγνωστών, οι δημιουργοί φέρουν τεράστια ευθύνη απέναντι στο ήδη υπάρχον κοινό. Και σήμερα, που τα κόμικς αποτελούν μία εύκολα προσβάσιμη πηγή έμπνευσης που δύσκολα στερεύει και προσφέρει τα πολυπόθητα απανωτά sequel, η είδηση ότι θα ξεκινήσει μία καινούργια σειρά ταινιών που θα ζωντανέψει ένα χάρτινο ήρωα στη μεγάλη οθόνη, προκαλεί, πέραν από απαιτήσεις, και «φόβο» για την ποιότητα του αποτελέσματος. Γιατί, κακά τα ψέματα, έχουμε δει πολλές αποτυχημένες προσπάθειες κινηματογραφικής αποτύπωσης ενός κόμικ τα τελευταία χρόνια, κυρίως από τα στούντιο της DC. Τώρα, στην άτυπη μάχη μεταξύ Marvel και DC, η πρώτη «κατεβάζει» Doctor Strange. Και όχι οποιονδήποτε Doctor Strange, αλλά τον Benedict Cumberbatch ως Doctor Strange. Και το κάνει καλά.[dropcap size=big]Η[/dropcap] ιστορία επικεντρώνεται στον επιτυχημένο και αλαζόνα νευροχειρουργό, Δρ. Στίβεν Στρέιντζ, που εμπλέκεται σε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα που του στοιχίζει ό, τι πολυτιμότερο έχει: τα σταθερά του χέρια. Αδυνατώντας να θεραπευτεί με τις πρακτικές της δυτικής επιστήμης και ακολουθώντας το παράδειγμα ενός άλλου παθόντος, θα αναζητήσει την ίαση στον μυστικισμό. Απέλπιδος και έχοντας ξοδέψει όλη του την περιουσία θα φτάσει μέχρι το Κατμαντού σε ένα απόκρυφο μέρος, το Καμάρ- Ταζ. Εκεί θα γνωρίσει την Αρχαία, την άχρονη ιέρεια, που θα του διδάξει πως στον κόσμο δεν υπάρχει μόνο η πραγματικότητα που ξέρουμε, αλλά άπειρες παράλληλες πραγματικότητες που μπορεί κανείς με την δύναμη του μυαλού να εκμεταλλευτεί και να επηρεάσει. Ο Δρ. Στρέιντζ θα αρχίσει να γνωρίζει τον κόσμο πίσω από τον κόσμο, αλλά ο χρόνος προετοιμασίας είναι περιορισμένος, καθώς ένας παραστρατημένος πρώην μαθητής της Αρχαίας, ο Κεϊσίλιους, σκοπεύει να σκορπίσει παντού το σκότος.
[dropcap size=big]Ε[/dropcap]ίναι η πρώτη φορά που η Marvel εισάγει τη μαγεία και την πνευματικότητα στο σύμπαν της. Και μάλιστα, με τρόπο συμπαγή και συγκροτημένο, με καθορισμένους κανόνες που δεν σπάνε καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας. Πολύ ευτυχές γεγονός, αν αναλογιστεί κανείς πως πρόκειται για ιδιαίτερα περίπλοκες έννοιες που καταφέρνουν, ωστόσο, να γίνουν κατανοητές και να μοιάζουν λογικές. Η ταινία εκμεταλλεύεται απόλυτα επιτυχημένα τη μαγεία και τις παράλληλες πραγματικότητες που εισάγει, με τεράστιες δόσεις δημιουργικότητας και φαντασίας που στηρίζονται στα εκπληκτικά ειδικά εφέ. Πόλεις που αναποδογυρίζουν και αναδιπλώνονται, θυμίζουν Inception, αλλά πηγαίνουν ένα βήμα παραπέρα με τις ψυχεδελικές, καλειδοσκοπικές σχεδόν, εικόνες στις σκηνές μάχης, που μπερδεύουν το μάτι ακριβώς όπως θα έπρεπε. Έξτρα πόντοι δίνονται για την ευφυέστατη αξιοποίηση της μαγείας που ανοίγει πύλες στο χώρο. Η πολύ γρήγορη και άρτια σκηνογραφημένη δράση της ταινίας συνδυάζεται άριστα με το φυσικό και αβίαστο χιούμορ της, που φρεσκάρει την ατμόσφαιρα και επαναφέρει το θεατή στην πραγματικότητα.[dropcap size=big]Α[/dropcap]υτό που ορίζει το ρόλο ενός χαρακτήρα σε τέτοιου είδους περιπέτειες είναι η εισαγωγική του σκηνή. Το κοινό περιμένει να γνωρίσει τον κάθε ήρωα, που μπορεί ήδη να έχει συναντήσει στις σελίδες κάποιου κόμικ και να τον αποκρυπτογραφήσει από την αρχή, χωρίς πολλές συστάσεις που κουράζουν. Και αυτό είναι κάτι που έχουν καταφέρει ο σκηνοθέτης Scott Derrickson και οι σεναριογράφοι Jon Spaihts, Scott Derrickson και C. Robert Cargill. Ο Benedict Cumberbatch από την άλλη, φαίνεται να απολαμβάνει μέχρι και την τελευταία σπιθαμή του ταλαντούχου, αυτάρεσκου, εγωπαθή και φιλόδοξου Δρ. Στρέιντζ, με τον ρόλο να τον κολακεύει πλήρως. Παράλληλα, ο Chiwetel Ejiofor τον πλαισιώνει τέλεια και η Rachel McAdams αποτελεί μία ευχάριστη προσθήκη, αν και δεν χρησιμοποιείται παρά μόνο ως καταλύτης και ως από μηχανής θεός σε ορισμένες μόνο στιγμές. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για τις δύο άλλες μεγάλες εκπλήξεις της ταινίας, την Tilda Swinton και τον Mads Mikkelsen, που σε απολύτως ταιριαστούς ρόλους επιβεβαιώνουν την εξαιρετική επιλογή του casting.[dropcap size=big]Π[/dropcap]αρά το άριστο καστ, το Doctor Strange δεν παύει να αποτελεί μία νέα, μικρότερη σε βεληνεκές ταινία με σκοπό να εισάγει έναν ακόμη παράπλευρο ήρωα στον ευρύτερο κόσμο της Marvel, όπως συνέβη και με το περσινό Ant-Man. Δεν φιλοδοξεί να γίνει η καλύτερη από τις ταινίες ηρώων κόμικ, αλλά να διασκεδάσει, να εντυπωσιάσει και να ικανοποιήσει περισσότερο τους μυημένους. Γι’ αυτό και αν αφαιρέσουμε όλα τα ειδικά εφέ, η ταινία κινείται γύρω από την εκπαίδευση ενός ήρωα και το πώς αυτός θα σταματήσει να δρα μόνο εγωιστικά. Τελικά, η βάση της ταινίας είναι αρκετά απλή και ξεκάθαρη αλλά φαίνεται να μην αναπτύσσεται όπως θα έπρεπε. Τα μεταβατικά στάδια του ήρωα εναλλάσσονται γρήγορα το ένα μετά το άλλο και τα κίνητρά του αλλάζουν χωρίς κάποια ομαλή καμπή. Ωστόσο, είναι τόσοι οι αντιπερισπασμοί, με τη μαγεία, τις παράλληλες πραγματικότητες και τα ειδικά εφέ, που αυτό το σφάλμα δεν ενοχλεί τελικά.[dropcap size=big]Τ[/dropcap]ο Doctor Strange θα διασκεδάσει, θα εντυπωσιάσει και θα ικανοποιήσει όχι μόνο τους μυημένους, αλλά και όσους απολαμβάνουν ταινίες με καλογυρισμένη δράση και έξυπνο χιούμορ. Όπως και να έχει, είναι απολαυστικό να βλέπεις ένα στούντιο να μην επαναπαύεται αλλά να επενδύει σε μικρότερες ιδέες, χωρίς να μειώνει την ποιότητα. Η Marvel έπραξε σωστά με τον Δόκτορ Στρέιντζ. Εμείς αναμένουμε την συνέχεια.
Κείμενο: Μαρία Μιχαλάκη (Lavart)