Το θέατρο ντοκιμαντέρ ξεκινά από μια λευκή σελίδα για να μεταγράψει σε σκηνική πράξη όψεις σημαντικών κοινωνικοπολιτικών ζητημάτων και πραγματικών περιστατικών. Κάπως έτσι, όταν μερικά χρόνια πριν έπεσε στα χέρια μου η είδηση πως ένα 15χρονο κορίτσι μεταναστευτικής καταγωγής κατήγγειλε ομαδικό βιασμό από 4 συμμαθητές της μέσα στις σχολικές τουαλέτες, στάθηκα. Πώς προσπερνά κανείς μια τέτοια είδηση;
Σκαλίζοντας το αρχείο της εποχής (2006), σύντομα διαπίστωσα ότι αυτή η τόσο σοβαρή και ευαίσθητη υπόθεση που αφορούσε παιδιά 14-16 ετών είχε αστραπιαία πάρει ανεξέλεγκτη δημοσιότητα, καθώς περιείχε πολλαπλά ‘διεγερτικά συστατικά’: σεξ, ανηλίκους, σχολικές καταλήψεις, κινητά τηλέφωνα που κατέγραφαν ερωτικές συνευρέσεις, μετανάστες, συντηρητικές επαρχίες, ρατσισμό.
Ο δημόσιος λόγος που κυριάρχησε γύρω από την υπόθεση τη μετέτρεψε σύντομα σε εθνικό θέαμα διχασμού. Σημαντική μερίδα των μίντια, της κοινής γνώμης, της τοπικής κοινωνίας, της πολιτικής εξουσίας, ειδήμονες και μη, έσπευσαν να εκφέρουν γνώμη και να διαλέξουν μεριά – συχνά με τρόπο απερίσκεπτο, ισοπεδωτικό και επώδυνο για τα εμπλεκόμενα πρόσωπα.
Η μια πλευρά ισχυρίστηκε πως η υπόθεση δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια σκηνοθετημένη κατασκευή μιας «ύπουλης Βουλγάρας χαλαρών ηθών» που συκοφάντησε και διέσυρε τους εμπλεκόμενους εφήβους και μαζί τους ολόκληρη την τοπική κοινωνία. Η πλευρά αυτή επικαλέστηκε το ‘μητρώο’ του κοριτσιού, ανέσυρε τη σεξουαλική της ζωή, απαίτησε να απολογηθεί για τη συμπεριφορά, το ντύσιμο, το βαθμό της προκλητικότητάς της. Συμπύκνωσε με άλλα λόγια την απαράδεκτη ρητορική που επιβάλει τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του φύλου, που σχετικοποιεί τη συναίνεση, που αντιμετωπίζει με καχυποψία, στιγματίζει ή και διαπομπεύει τη γυναίκα που καταγγέλει βιασμό.
Η άλλη πλευρά υποστήριξε πως στην Αμάρυνθο συντελέστηκε και συγκαλύφθηκε ένα έγκλημα ομαδικού βιασμού, ενδεδυμένο με ρατσιστικές, πατριαρχικές και ταξικές προεκτάσεις. Η πλευρά αυτή παρέβλεψε το τεκμήριο αθωότητας 4 ανηλίκων αγοριών και έκρινε πως είναι βιαστές – «γόνοι μπάτσων και καθηγητών» που κακοποίησαν και εξευτέλισαν μια ανήλικη μετανάστρια με την ανοχή και τη συγκάλυψη μιας συντηρητικής και ξενοφοβικής τοπικής κοινωνίας.
Η Αμάρυνθος έλαμψε για λίγες εβδομάδες σαν πυροτέχνημα από τα φώτα της δημοσιότητας (όπως ειρωνικά αποκαλύπτει η ετυμολογία του ονόματός της αμαρύσσω=λάμπω, ακτινοβολώ) και στη συνέχεια παραδόθηκε στη λήθη. Ενδεικτικό είναι ότι 4 χρόνια μετά το γεγονός (2010), όταν η ελληνική δικαιοσύνη αποφάνθηκε πως αυτό που συνέβη ήταν «συναινετική ομαδική συνεύρεση» και η καταγγέλουσα κοπέλα καταδικάστηκε για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμιση, η είδηση πέρασε στα ψιλά, μέσα από δυο-τρία δημοσιεύματα των εκατό λέξεων και μια-δυο ανακοινώσεις αλληλέγγυων οργανώσεων. Αυτή τη φορά, μακριά από προβολείς, διαμαρτυρίες, δηλώσεις, διαδηλώσεις.
Πού πήγαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που διαρρήγνυαν τα ιμάτιά τους περί αθώων και ενόχων, θυτών και θυμάτων;
Κάνοντας μέσα μου εικόνα τα λαϊκά δικαστήρια που στήθηκαν εν μια νυκτί και την εκκωφαντική σιωπή που ακολούθησε την αθωωτική απόφαση του δικαστηρίου, ένιωσα την ανάγκη να μεταφέρω την υπόθεση αυτή στη σκηνή ως παράσταση θεάτρου ντοκιμαντέρ, επιχειρώντας την αποκωδικοποίηση και προβληματοποίηση αυτών των μηχανισμών κατασκευής της αλήθειας και απόδοσης δικαιοσύνης. Μαζί με τους συνεργάτες μου σκύψαμε επάνω σε όλες εκείνες τις εκφάνσεις βίας που ήρθαν να προστεθούν στην εγγενή βία ενός καταγγελθέντος βιασμού, αλλά και σε όσες προηγήθηκαν αυτού. Αναρωτηθήκαμε πώς φτάσαμε σε εκείνη την Αμάρυνθο, πώς τη θυμόμαστε – όσοι τη θυμόμαστε – σήμερα, κι αν θυμίζει σε κάτι επόμενες ή παλαιότερες ‘Αμαρύνθους’.
Με τη δική μας ‘Αμάρυνθο’ γνωρίζαμε εξαρχής ότι μπαίνουμε σε μια δύσκολη κι ευαίσθητη περιοχή, καταπιανόμενοι με μια πρόσφατη υπόθεση βιασμού που αφορούσε παιδιά. Κι αποφασίσαμε συνειδητά να τα αφήσουμε έξω από την αφήγηση, φροντίζοντας ωστόσο να ενημερώσουμε – όπου η επικοινωνία κατέστη εφικτή στη διάρκεια της έρευνας – τα άμεσα εμπλεκόμενα πρόσωπα για την πρόθεσή μας να πραγματοποιήσουμε αυτή την παράσταση.
Άλλωστε, η πρόθεσή μας δεν ήταν να στήσουμε επί σκηνής ένα ακόμη λαϊκό δικαστήριο. Δεν ήρθαμε να ξαναδικάσουμε αλλά ούτε να προτείνουμε μια βολική ουδετερότητα. Αν έχουμε φτάσει ως κοινωνία στο σημείο να αναμετρώμαστε με μια υπόθεση καταγγελίας ομαδικού βιασμού ανηλίκου από ανήλικους, νιώθω πως η τέχνη μας δίνει τη δυνατότητα να αφουγκραστούμε το ‘γιατί’ και τα ‘πώς’ φτάσαμε ως εδώ, το ‘γιατί’ και το ‘πώς’ σταθήκαμε μπροστά σε ένα τέτοιο γεγονός, προχωρώντας πέρα από τη στείρα καταγγελία και τον συνθηματικό ακτιβισμό.
Απέναντι σε κάθε ‘Αμάρυνθο’ εκεί έξω, οραματίζομαι ένα θέατρο που διεγείρει τον αναστοχασμό αντί να δυναμιτίζει την πόλωση. Ένα θέατρο που ο ρόλος του δεν είναι να καθησυχάζει τους καλούς ούτε να εξαγριώνει τα τέρατα, αλλά να αναδεικνύει το πολιτικό μέσα από το ανθρώπινο.
Έλεγε ο Μπρεχτ στο Συνέδριο για την Υπεράσπιση της Κουλτούρας (1935): “Τι ωφελεί να γράψει κανείς κάτι θαρραλέο απ’ όπου να βγαίνει πως η κατάσταση που βρισκόμαστε είναι βάρβαρη (που είναι αλήθεια) αν δεν φαίνεται ξεκάθαρα για ποιο λόγο φτάσαμε σ’αυτή την κατάσταση;”
Κάθε στιγμή μέχρι την ολοκλήρωση αυτής της παράστασης μας υπενθύμιζε πως ο δρόμος αυτός δεν είναι εύκολος, ούτε βολικός. Και είμαι ευγνώμων στους συνεργάτες μου, και πρώτα στους ηθοποιούς μου, που τον περπάτησαν τολμώντας να ακουμπήσουν στη σκηνή κάποιες από τις πιο προσωπικές σκέψεις, προβληματισμούς, ηθικές και συναισθηματικές ταλαντεύσεις που βίωσαν σε όλη αυτή την πολύμηνη διαδρομή. Που κουβάλησαν την αλήθεια τη δική τους και των υπαρκτών προσώπων που ενσάρκωσαν ως επίκληση στη μη λήθη, ως ανάγκη να επιστρέψουμε στο παρελθόν για να διεκδικήσουμε ένα λιγότερο βίαιο μέλλον.
Κείμενο: Μάρθα Μπουζιούρη