Η «Κρουέλα» του Κρεγκ Γκιλέσπι είναι αυτό ακριβώς που περιμέναμε, τίποτα παραπάνω, ίσως και λίγο λιγότερο – Προσοχή! Spoilers!
Μέσα στον κυκεώνα των remake και των προσαρμογών των κινουμένων σχεδίων της Disney σε live action υπερπαραγωγές, ήρθε και η ώρα της «Κρουέλα», το prequel για την γυναίκα που μισούσε 100 + 1 σκυλιά. Αυτή τη φορά η μεγαλύτερη… σκύλα των παιδικών μας χρόνων, απέκτησε την ταινία που δικαιωματικά της ανήκει -αλλά δεν είχε ανάγκη-, υπογεγραμμένη από τον Κρεγκ Γκιλέσπι. Η ταινία έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στις 28 Μάϊου ενώ πριν λίγες ημέρες ξεκίνησε και τα sold out στην Ελλάδα.
Στον ομώνυμο ρόλο πρωταγωνίστησε η οσκαρική Έμμα Στόουν απέναντι στην… βαρόνη και δις βραβευμένη με Όσκαρ, Έμμα Τόμσον ενώ σε υποστηρικτικούς ρόλους βρέθηκαν οι Μαρκ Στρονγκ, Τζόελ Φράη και Πολ Γουόλτερ Χάουσερ. Το σενάριο βασίζεται, φυσικά, στο κλασικό παραμύθι του Ντόντι Σμιθ, «Τα 101 σκυλιά της Δαλματίας» που κυκλοφόρησε το 1956 και διασκευάστηκε από τους Ντάνα Φοξ και Τόνι Μακ Ναμάρα με τον τελευταίο να έχει ξανασυνεργαστεί με τον Στόουν στην «Ευνοούμενη» του Γιώργου Λάνθιμου.
Διαβάστε για τη νέα συνεργασία του Γιώργου Λάνθιμου με την Έμμα Στόουν εδώ.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι μια ταινία Disney που σημαίνει, συν τοις άλλοις, ότι το political correctness ακολουθείται κατά γράμμα. Η Κρουέλα δεν καπνίζει και η Αννίτα είναι έγχρωμη. Θεμιτά και τα δύο, αλλά όχι πιστά στον χαρακτήρα και την πρωτότυπη ιστορία της Κρουέλα. Disney όμως δεν σημαίνει μόνο αυτό. Ευτυχισμένο τέλος και δραματική αρχή, συγκινητικοί μονόλογοι, ατακαδόρικο χιούμορ, ανατροπές, μια μονομερώς κακιά και μια πρωταγωνίστρια αντιήρωας.
Η ταινία ξεκινά με την Κρουέλα να διατείνεται ότι είναι νεκρή και μάλλον μας μιλάει το φάντασμά της. Εκεί είναι η στιγμή που πέφτουν τα στάνταρτ γιατί, εκτός του γεγονότος ότι έχει ήδη ανακοινωθεί sequel, όλοι γνωρίζουμε ότι η Κρουέλα ζει. Οπότε ψιλιαζόμαστε ήδη τι πάει να κάνει η Disney. Θα παίξει με το μυαλό μας; Θα έχει η Κρουέλα δίδυμη αδερφή; Θα έρθουν εξωγήινοι ή απλά δεν θα πέθανε στην πραγματικότητα και εννοεί κάτι άλλο; (Μαντέψτε)
Το σενάριο σε γενικές γραμμές είναι ανεπαρκές, καθώς προσπάθησε πολύ να γίνει ενδιαφέρον, αποτυγχάνοντας ακόμα και με δύο βαρύγδουπες ανατροπές μέσα. Η μικρή Εστέλλα έμεινε ορφανή όταν τα τρία σκυλιά Δαλματίας της Βαρόνης, της πιο πετυχημένης γυναίκας στη μόδα, επιτέθηκαν στη μητέρα της. Φτωχή και απροστάτευτη, εν τέλει καταλήγει να ζει με δύο παιδιά του δρόμου: ο ένας δείχνει την ίδια ωριμότητα που θα δείξει και μετά ως ενήλικας, ενώ ο άλλος ενσαρκώνει την κλασική καρικατούρα του «καλοκάγαθου χαζού που όμως βοηθά πάντα έμπρακτα». Αδύναμοι χαρακτήρες και οι δύο, γίνονται η οικογένεια ή καλύτερα οι προσωπικοί μπράβοι/εκτελεστικά όργανα της μετέπειτα χειριστικής Κρουέλα. Στήνουν επιχείρηση με ληστείες όπου υποθέτουμε ότι και η Εστέλλα απέκτησε τις πολεμικές δεξιότητες που επιδεικνύει με τόσο στυλ αργότερα. Με όνειρό της να γίνει σχεδιάστρια μόδας, βρίσκει -όχι δίκαια- δουλειά στον οίκο υψηλής ραπτικής της Βαρόνης. Εκεί με πείσμα, υπομονή και πολλές κακουχίες που θυμίζουν Σταχτοπούτα, δείχνει πόσο παλεύει για το όνειρό της και το καταφέρνει όταν μεθάει και φτιάχνει «την καλύτερη βιτρίνα εδώ και δεκαετίες» σύμφωνα με τη Βαρόνη, η οποία την προσλαμβάνει με συνοπτικές διαδικασίες. Η πρώτη ανατροπή έρχεται όταν η Εστέλλα συνειδητοποιεί ότι η Βαρόνη είναι υπεύθυνη για τον θάνατο της μητέρας της και όχι η ίδια όπως τόσα χρόνια πίστευε. Εδώ είναι που γίνεται και η πρώτη μεταμόρφωση σε Κρουέλα (θέλει να κλέψει ένα μενταγιόν από την Βαρόνη, το οποίο της είχε χαρίσει η μητέρα της και έχασε η ίδια στο σπίτι της δεύτερης τη νύχτα που σκοτώθηκε η μητέρα της, 10 χρόνια πριν). Και όσο η Κρουέλα εξελίσσεται στην υπεροπτική, τρελή… σκύλα που θαυμάζουμε μεν αλλά δε συμπαθούμε σχεδόν ποτέ, έρχεται το δεύτερο σημείο καμπής: Η Βαρόνη πιάνει την Κρουέλα, νομίζει ότι την εξοντώνει μόνο και μόνο για να ανακαλύψει η δεύτερη ότι είναι το μοναχοπαίδι της που θεωρούσε νεκρό. Καταπληκτικό; Και τόσο προφανές. Όπως και το τέλος. Εκτός κι αν περιμένετε κάτι διαφορετικό από happy end.
Η Έμμα Στόουν, αναμφισβήτητα εκθαμβωτική και στιλάτη, υποκριτικά ξεκινά αγχωμένη με βεβιασμένο αυθορμητισμό, μη ανάλογο για τις προσδοκίες που έχει θέσει, προσδιορισμό που καταρρίπτει αργότερα καθώς φαίνεται πραγματικά να απολαμβάνει τον ρόλο της Κρουέλα πολύ περισσότερο από το ρόλο της Εστέλλα. Απομακρύνθηκε από την Κρουέλα της Γκλεν Γκλόουζ, έδωσε μια πιο ποπ πανκ και νεανική νότα και μας θυμίζει τα πρώτα βήματα της καριέρας της με τις εφηβικές κωμωδίες τύπου «Easy A». Η Έμμα Τόμσον απ’ την άλλη, μονοδιάστατη ως προς τον χαρακτήρα, τον κρατά στο ύψος (και το ύφος) του, γίνεται η κακιά μάγισσα του παραμυθιού και δεν έχει καμία απολύτως ανθρώπινη πλευρά. Καταφέρνει να γίνει μισητή περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται για να δικαιολογηθούν οι πράξεις της Κρουέλα και η πάλαι ποτέ τρελή κακιά να γίνει αντιηρωίδα. Η αντιπαράθεση των δύο Έμμα δεν είχε χημεία και δεν επέφερε καμία ένταση, ακόμα και στις σκηνές που στόχευαν σ’ αυτό, πχ όταν μαθαίνει η Βαρόνη ότι η Εστέλλα είναι κόρη της.
Η σκηνοθεσία κάτι περισσότερο από προβλέψιμη. Πιστός στις φόρμες της Disney, ο Γκιλέσπι διατηρεί την αισθητική στην οποία μας συνήθισε από το «I, Tonya» δεν έδωσε όμως τίποτα καινούργιο, παρά μια καινούρια πανκ και σίγουρα πιο fun εκδοχή. Το Λονδίνο του ’60 και του ’70, ιδίως στον χώρο της μόδας και του design, έδωσε στον Γκιλέσπι το τέλειο σκηνικό για να πει το παραμύθι του, αλλά ο ίδιος δεν προχώρησε παραπέρα. Επέλεξε εύκολες λύσεις και γέμισε τον (πολύ) χρόνο του με άγαρμπες κινήσεις, υπερβολικά προβλέψιμο χιούμορ, γλυκά σκυλάκια και φαντεζί σόου. Επικεντρώθηκε πολύ στο θέαμα και στις εντυπωσιακές εισόδους της Κρουέλα (αυτό το κατάφερε). Πήρε δύο σούπερ σκυλιά που πάντα βρίσκονται εκεί την κατάλληλη στιγμή, κάνοντας πάντα ό,τι ακριβώς πρέπει, σώζωντας καταστάσεις και ήρωες από πολύ μεγάλα προβλήματα. Έτσι κι αλλιώς οι ευτυχείς συμπτώσεις γενικά δεν λείπουν απ’ την ταινία. Επιπλέον, ευφυές το κόλπο με τις πεταλούδες στο φόρεμα, αλλά δεν έφτασε. Οι μνημειώδεις και πανέξυπνες ληστείες που θέλησε να παρουσιάσει, μοιάζουν περισσότερο με τον Mr. Bean στο Λούβρο παρά με κάποια αξιόλογη κινηματογραφική ληστεία όπως αυτές που μας έχει συνηθίσει ο Γκάι Ρίτσι και ο Μάρτιν Σκορτσέζε ή έστω το «Now you see me».
Οι μουσικές επιλογές, δυστυχώς, ατυχείς, με ποπ τραγούδια εποχής που θέλησαν να δώσουν έναν νεανικό τόνο καταλήγοντας σχεδόν να μη συνδυάζονται ούτε καν με τις σκηνές. Παρ’ όλα αυτά, το ενδυματολογικό κομμάτι έχει σίγουρα «κλειδώσει» την υποψηφιότητα στα Όσκαρ -και γιατί όχι και το πολυπόθητο αγαλματίδιο- με την Jenny Beavan, ήδη βραβευμένη με δύο Όσκαρ, να κάνει πραγματικά εξαιρετική δουλειά, δημιουργώντας συνολικά πάνω από 270 κοστούμια, με τα 47 απ’ αυτά να είναι αποκλειστικά για την Κρουέλα. Η ατμόσφαιρα του Λονδίνου είναι σαφώς πετυχημένη ενώ η αισθητική και η φωτογραφία είναι τόσο επιβλητικές που σε κάνουν να απολαμβάνεις ενοχικά την κατά τ’ άλλα μέτρια ταινία.
Εν κατακλείδι, η «Κρουέλα» είναι ένα χαριτωμένο ποπ-πανκ παραμύθι με εντυπωσιακά σκηνικά και αναμφισβήτητα βραβεύσιμη ενδυματολογία, μα φτωχό σε υποκριτική, σενάριο, ιδέες και πρωτοτυπία. Η ταινία θα μπορούσε εύκολα να συμπυκνωθεί σε λιγότερο από δύο ώρες αποφεύγοντας τις υπερβολές και την υπερπροσπάθεια να βγει μια ενδιαφέρουσα ιστορία, κάτι που δεν κατάφερε κιόλας. Θέλησε να συγκριθεί με το prequel του «Joker» αλλά τελικά ανταγωνίζεται την «Maleficent», δίνοντάς μας μια πρωτότυπη ιστορία που όμως έχουμε δει πολλές φορές στο παρελθόν. Βέβαια, η Disney είναι Disney και η ταινία, παρόλο που περισσότερο μοιάζει με «αρπαχτή», κυλά ευχάριστα αν θέλεις ένα ελαφρύ και φαντεζί παραμυθάκι που περνά την βάση σε όλους τους τομείς χωρίς να απομακρύνεται από αυτήν. Η Κρουέλα έρχεται για να δηλώσει ότι αυτή είναι το μέλλον αλλά πραγματικά ευχόμαστε το μέλλον να μην είναι γεμάτο υπερπροσπάθεια, αναμασήματα και φαντεζί υπερπαραγωγές. Πλήρως κατάλληλη για το κοινό που στοχεύει και τα στάνταρ που θέτει εξ αρχής, μα οριακά ακατάλληλη για σινεφίλ.
Κείμενο: Θεοδωρίδου Ελένη (Lavart)