Licht! Mehr Licht!

(Παλιό αρχοντικό, ερημωμένο από τους ιδιοκτήτες εδώ και καιρό. Σαλόνι, κίτρινες κουρτίνες)

Ένας άντρας κάθεται μόνος του σε ένα δίποδο σκαμνί, με το ένα χέρι σφιγμένο σε γροθιά. Με το άλλο γράφει με φτερό και μελάνι πάνω σε χαρτί και ξύλο. 

Από την σπασμένη πόρτα μπαίνει ένας κουρελιάρης με σβησμένα κάρβουνα αντί για μάτια, ζωσμένος σε βρώμικους χιτώνες.

ΚΟΥΡΕΛΙΑΡΗΣ: Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε, σε χαιρετώ.

ΓΚΑΙΤΕ: Χαίρε, παλιέ φίλε.

ΚΟΥΡΕΛΙΑΡΗΣ: Ήρθα για να εισπράξω.

ΓΚΑΙΤΕ: Έτσι φαίνεται. Δικός σου είμαι, πάρε με (σηκώνεται, κάνει κίνηση προς τον κουρελιάρη).


ΚΟΥΡΕΛΙΑΡΗΣ (έκπληκτος): Τόσο απλά; Εσύ, ο μεγαλύτερος για πολλούς Γερμανός ποιητής, συγγραφέας και μελετητής, δεν θα κάνεις κάποια προσπάθεια τώρα να με καλοπιάσεις; Ένα δίστιχο, για εμένα τον δύστυχο, από κάποιο επικό ή λυρικό σου ποίημα; Μια κριτική της ματαιότητας της ζωής; Γιατί όχι μια αναφορά στην ανατομία του ανθρώπινου σώματός σου, που αποσυντίθεται. Που καταστρέφεται, τώρα που μιλάμε.

ΓΚΑΙΤΕ: Είναι άραγε τα έργα που κάνουν τον άνθρωπο; Σπεύσε λοιπόν με το έργο σου και σταμάτα να φλυαρείς με όσα ξέρω ήδη.

ΚΟΥΡΕΛΙΑΡΗΣ (μειδιάζοντας): Ίσως μπορείς να με πείσεις με κάποιο δράμα σου; Μια νουβέλα, έχεις γράψει άλλωστε τέσσερις. Το βρήκα! Κάποιο σκίτσο σου! Έχεις κάνει εξάλλου πάνω από 3.000! Όχι, όχι! Αφιέρωσέ μου ένα από τα 10.000 γράμματά σου, μίλησέ μου για τη θεωρία των χρωμάτων, τη βοτανική, τη διαφορά σκότους και φωτός, τη γραμμή μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, τη φαινομενολογία.

ΓΚΑΙΤΕ: Μη με τυραννάς άλλο. Πάρε με τώρα, η σάρκα μου στενάζει.

ΚΟΥΡΕΛΙΑΡΗΣ (χαμογελώντας): Μα έχεις αφήσει τόσα πολλά εδώ, στοχαστή. Πώς θα περιέγραφες άραγε την συνάντησή μας αυτή; Αναρωτιέμαι. Θα ήταν διάχυτη με ιδέες και ρήσεις για τα φαινόμενα του κόσμου, όπως στο πρώτο μέρος του Φάουστ; Ίσως είχε μια νότα ρομαντική και ερωτική, όπως στις ρωμαϊκές ελεγείες; Αν και, νομίζω, θα προτιμούσες τον αποδεσμευμένο χείμαρρο συναισθήματος, την ωμή και βίαιη καταιγίδα του Βέρθερου. Χμμ. Ίσως πάλι αρεσκόσουν στην εφηβική σπίθα του Πρίγκιπα Έγκμοντ;

ΓΚΑΙΤΕ: Φτάνει, δαίμονα (καταρρέει στα πόδια του Κουρελιάρη).

ΚΟΥΡΕΛΙΑΡΗΣ (γελώντας δυνατά): Ας είναι, περιπλανώμενε γιε της Γερμανίας. Άσε την Μαργαρίτα σου εδώ τότε και ακολούθησέ με.Ο Κουρελιάρης σηκώνει τον Γκαίτε από το χέρι, μαζί περιδιαβαίνουν τις παραστάδες του αρχοντικού. Η σκιά γίνεται πιο ρευστή, το σκοτάδι πιο ανάγλυφο, τα περιγράμματα πιο ευδιάκριτα. Περπατούν μαζί. Τρέχουν μαζί. Γρηγορότερα, γρηγορότερα. Ακόμα πιο γρήγορα, με μανία, με μανία και οργή. Πετούν μαζί, δύο φλόγινοι κομήτες.

ΚΟΥΡΕΛΙΑΡΗΣ: Αυτή είναι η μέρα που πεθαίνεις, Γκαίτε. Αφήνεις πίσω μια κληρονομιά λογοτεχνική, επιστημονική και πολιτισμική. Ένα έργο το οποίο διαπερνά χιλιάδες άλλα, περνώντας νήματα στον λογισμό εκατομμυρίων ανθρώπων. Ποια είναι, λοιπόν, η απόκρισή σου; Ποια η τελευταία σου πνοή;

ΓΚΑΙΤΕ: Φως…

ΚΟΥΡΕΛΙΑΡΗΣ: Πώς;

ΓΚΑΙΤΕ: Φως! Περισσότερο φως!

You are currently viewing a placeholder content from YouTube. To access the actual content, click the button below. Please note that doing so will share data with third-party providers.

More Information

Πηγές φωτογραφιών: 123

Κείμενο: Νικήτας Διαμαντόπουλος (Lavart)

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr